Σκύλος συναντά το αφεντικό του μετά από 6 μήνες.
Συγκινητικότατο!
Συγκινητικότατο!
ΑΠΟΨΕΙΣ |
της Ελένης Γκίκα
Η σχέση μου με το διαδίκτυο ξεκίνησε με έναν καβγά και όχι με τη λογοτεχνία. Δηλαδή ένα λογοτεχνικό αφιέρωμα στο Έθνος –αναφερόταν, απ’ ό,τι θυμάμαι, στους Αθλίους των Αθηνών και όχι του Βίκτορος Ουγκό– και ο Reader’s Digest, διάσημος μπλόγκερ της εποχής, τότε δεν τον ήξερα, συνηθισμένος στις παρεοκρατίες με αμφισβήτησε. Για να του εξηγήσω με έμαθαν να στέλνω e-mail, μου απάντησε, του απάντησα, κι ακολούθησε ένα γαϊτανάκι γεγονότων τρελό: Ανακάλυψα τα βιβλιοφιλικά μπλογκς και ξεκίνησε σειρά με αυτά στο κυριακάτικο Έθνος.
Γνώρισα μπλόγκερ σ’ εκείνο το αλησμόνητο δωματιάκι στον Πολυχώρο της Άγκυρας.
Συνεργάστηκα με το Lexima και συνειδητοποίησα τη διαδικτυακή μαγεία.
Ανακάλυψα ότι υπάρχουν ιστότοποι που κάνουν εξαιρετική ποιητική, πεζογραφική και αναγνωστική δουλειά.
Κάπως έτσι τότε γεννήθηκε το Golem και το… alef.
Απόκτησα βαφτισιμιά μέσα απ’ αυτό κι έγινε ο Reader, από άσπονδος εχθρός, ο καλύτερος φίλος μου.
Έμαθα συγγραφείς και ποιητές που αγνοούσα μέσα απ’ αυτό. Ξαναβρήκα φίλους από μακριά, απέκτησα συγγενικά λογοτεχνικά φίλους.
Τον πρώτο καιρό –είμαι κι άνθρωπος της συνήθειας, άνθρωπος-δέντρο σχεδόν– κάτι μέσα μου αρνιόταν να προχωρήσει. Κάτι τα βιβλία που πλημμυρίζουν το σπίτι και το γραφείο, η περασμένη και η παρούσα ζωή, τα τετραδιάκια που εις πείσμα των υπολογιστών επιμένουν να γεμίζουν ακόμη, ο εκδότης μου, κατά προτίμηση πάντα μικρός (ε, έχω κάνει σ’ αυτή την αρχή μου και μια μικρή απιστία), το σχεδόν μεταξωτό χαρτί, η μυρωδιά, τα μολυβάκια κι οι σημειώσεις στην άκρη, αυτό-είναι-η-λογοτεχνία και δε θέλω καθόλου ν’ ακούσω το τι θα γίνει μετά…
Αλλά αν αγαπάς τελικά το ποίημα και την ιστορία, έρχεται το ποίημα ή η ιστορία και σχεδόν σε πηγαίνει αλλού, κυριολεκτικά σε βουτά απ’ τα μαλλιά.
Και η αρχή έγινε πριν από τρία, τέσσερα χρόνια; Σε εκείνο τον διαδικτυακό διαγωνισμό με ένα ευγενικό e-mailπου μου έστειλε απ’ το Ηράκλειο Κρήτης ο Γιάννης Φαρσάρης. Ήταν ο πρώτος διαδικτυακός διαγωνισμός ΛόγωΤέχνης και η Λεία Βιτάλη, ο Μάνος Κοντολέων, ο Θανάσης Χειμωνάς, η αφεντιά μου και ο Φαρσάρης, κριτική επιτροπή.
Το αποτέλεσμα, μια τεράστια έκπληξη. Διηγήματα αστραφτερά, νέα παιδιά που μας έμαθαν μέσα απ’ το ίντερνετ και μας έφτασαν μέσα απ’ το ίντερνετ, ακόμη θυμάμαι την απίστευτη ιστορία του πρώτου βραβείου με την Ιφιγένεια Ανδρεδάκη.
Στο μεταξύ και τι δεν έγινε! Στη χώρα και στη ζωή μου, στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία, έχουν έρθει τα επάνω κάτω κυριολεκτικά: Έφυγα από το Έθνος «επειδή σήμερα το βιβλίο είναι πολυτέλεια», ξαναγύρισα στοΈθνος «επειδή το βιβλίο δεν είναι και τόσο πολυτέλεια», άρχισα να γράφω παράλληλα σε διαδικτυακά περιοδικά, επειδή για μένα τουλάχιστον και σε πολλούς σαν εμένα, το βιβλίο είναι ανάγκη.
Έτσι μπήκε πια στη ζωή μου και το Diastixo.gr, διάβασα, ξαναδιάβασα αλλιώς, και βγήκαν κείμενά μου και ποιήματα απ’ το συρτάρι. Για να φτάσω στο εξής συγκλονιστικό, οι ίδιοι οι εκδότες, οι συγγραφείς να με παρακαλούν να γράψω γι’ αυτούς όχι στο Έθνος αλλά στο διαδίκτυο πια. Δεν απορώ καθόλου, αφού ακόμα και τις ειδήσεις στο διαδίκτυο τις αναζητώ, όπως και τους αγαπημένους μου συγγραφείς, τις νέες λογοτεχνικές φωνές, αναγνωρίζοντας πια πως όλα είναι εδώ, άχυρα μαζί με διαμάντια!
Η καθημερινή επαφή με βυθίζει στα άχυρα, αλλά πόσο έντιμο όλο αυτό, ο καθένας μας είναι εδώ με τα όλα του! Το προφίλ του εικόνα αμείλικτα ειλικρινής, δεν είναι η κασέτα που βγάζουμε σε προαναγγελθείσα συνέντευξη αλλά η καθημερινότητα που με τα λάικ, τις φωτογραφίες και τις μουσικές, με τις αγάπες και τις τσαντίλες μας, διαρκώς μας προδίδει (κι ευτυχώς).
Αλλά είναι κι ένας ολόκληρος λογοτεχνικός κόσμος, ποτάμι από τα κάτω που εξελίσσεται και κυλά. Ο Φαρσάρης για έναν ολόκληρο χρόνο ανέβαζε μια ιστορία καθημερινά και το ArtMagazine και το ΛόγωΤέχνης κατόρθωσε να συγκεντρώσει φέτος 1.480 συμμετοχές, ως επί το πλείστον νέα παιδιά από το εξωτερικό, την περιφέρεια και την Αθήνα. Τα διηγήματα άστραφταν, τα αποτελέσματα μας ανάγκασαν αντί για είκοσι να εκδώσουμε τελικά τα σαράντα. Ο χώρος γέμισε από νέους ανθρώπους που δεν έλαβαν πρόσκληση, δε μας ήξεραν, όλα έγιναν εύκολα κι άμεσα, διαδικτυακά, ο Μουρσελάς και ο Ξανθούλης που δεν τα πάνε καλά με το διαδίκτυο είχαν σαστίσει. Και με τη συμμετοχή αλλά και με τις ιστορίες.
Τα διαδικτυακά περιοδικά αρχίζουν να ξεφυτρώνουν πια σαν μανιτάρια. Με όλα τα καινούργια καλά –ανοιχτά σε νέες φωνές, δημοκρατικά– και με όλες τις παλιές μας γνωστές παθογένειες: παρέες, βραβεία, πληρωμένες συνεντεύξεις και κριτικές, φλυαρίες και απίστευτες σαχλαμάρες, είναι τέτοια η ευκολία του μέσου, που η βλακεία σου ανεβαίνει προτού καν τη σκεφτείς, το διαδίκτυο, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι καθόλου το «αγαπημένο μου ημερολόγιο».
Αλλά με όλα τα λάθη, τα πάθη, τα φάλτσα, είναι η ελευθερία αλλόκοτη κι αλλάζει σίγουρα και συνθήκες και δεδομένα.
Με την εκδοτική φούσκα να υφίσταται ακόμη (αλλ’ έχει ζαρώσει πια το μπαλόνι) ανοίγει μια νέα προοπτική, αυτή του να γράφεις επειδή δεν μπορείς παρά να γράφεις κι όχι για δόξα ή και για χρήμα. Στο διαδίκτυο «κάθε θαύμα τρεις ημέρες», κι ο καθένας μας «είμαι Θεός ήλιος καλοκαιρινός» (εντάξει και καθημερινός). Αλλά κάπου εκεί πέρα, μαζί με όλο τον εγωισμό, τη ματαιοδοξία και τη ματαιοπονία… υπάρχει, θα υπάρχει πάντα το ποίημα και η ιστορία. Με τη δική του δυναμική και τη δική του ζωή, με το δικό του πάντα αλλόκοτο και αινιγματικό πεπρωμένο.
Ναι, ζω σ’ ένα σπίτι με 30.000 βιβλία και διαβάζω με δίψα καθημερινά από το διαδίκτυο ποίηση και λογοτεχνία. Αυτό που με νοιάζει πια, σε όποια μορφή και με όποιο υλικό, είναι το ποίημα και είναι η ιστορία. Και ποιητές θα υπάρχουν όπως θα υπάρχουν πάντα κι αφηγητές. Όλα τ’ άλλα…
|