Η αδελφότητα των στεναγμών
Νίκος Ντακάκης
Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ
«Κατάλαβες τώρα γιατί δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος; Πρόσεξε καλά, κορίτσι μου, σε παρακαλώ, μόνο εσύ μπορείς να τον ματαιώσεις. Καταστροφή, καταστροφή, θα τιναχτούμε όλοι στον αέρα. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, σκέψου το καλά, η ευθύνη είναι όλη δική σου…»
Προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμος. Παρ’ όλ’ αυτά, η φωνή του, τρεμουλιαστή, μόνο άνθρωπο που διατηρούσε την ψυχραιμία του δεν φανέρωνε.
Από την άλλη, στην κατάσταση που ήταν η Αλεξάνδρα δεν μπορούσε να καταλάβει κανέναν και τίποτα. Όλα γύριζαν γύρω της. Ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί, είχε σωριαστεί σε ερείπια, και στη θέση του βρισκόταν μια τεράστια μαύρη τρύπα έτοιμη να την καταπιεί. Μια σκοτοδίνη την τύλιξε, πάγωσαν τα πόδια της, άρχισε να τρέμει. Ένιωσε το στομάχι της ν’ ανεβαίνει στο στόμα της. Έτρεξε στην τουαλέτα. Ίσα που πρόλαβε να σκύψει στον νιπτήρα κι άνοιξε ο λαιμός της. Δεν είχε να βγάλει τίποτα, αφού δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη μέρα, έναν καφέ όλο κι όλο είχε πιει το πρωί, κι όμως...
Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της για να συνέλθει. Σαν να ξεθόλωσε λίγο. Φευγαλέα έπεσε η ματιά της στον καθρέπτη και τρόμαξε με την εικόνα της. Δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκέψη της, να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που της είχε συμβεί κι ένα δεύτερο κύμα αναγούλας την καθήλωσε. Έσκυψε πάλι στον νιπτήρα κι έμεινε εκεί σκυμμένη, με το στόμα ανοικτό. Νόμισε πως θα βγάλει τα σπλάχνα της, έτσι όπως τα ’νιωθε να ξεκολλάνε και να ’ρχονται προς τα πάνω, κι όμως πέρα από λίγο κίτρινο υγρό -τη χολή της ξέρναγε- δεν έβγαλε τίποτ’ άλλο.
Ξέπλυνε το στόμα της, έριξε πάλι λίγο νερό στο πρόσωπό της, έβγαλε από την τσάντα της τα μεγάλα γυαλιά ηλίου με τον κόκκινο σκελετό και τα φόρεσε. Ήθελε με κάποιον τρόπο να κρύψει τα κλαμένα της μάτια. Κι η ίδια ήθελε να κρυφτεί και να χαθεί από τον κόσμο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Βγήκε από το μπάνιο σαν την κυνηγημένη.
«Στο καλό, κορίτσι μου, στο καλό και διώξε τον σήμερα κιόλας», συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο ο βασανιστής της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου