Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

... μα ντρέπομαι να της το πω...

Ξημερώματα Πέμπτης 2:09 πμ

Κάθησα εδώ και ώρα πάνω σ' αυτή την άδεια καρέκλα, στην κουζίνα που είναι ανοιχτός ο υπολογιστής. Η οθόνη έδειχνε για ώρα ποδοσφαιρικές ειδήσεις κι εγώ δεν το είχα καταλάβει.
Μια το τηλέφωνο, μια οι ειδήσεις, μια το μυαλό που τρέχει στα δικά του μονοπάτια... που πάντα όμως, ίσως καθόλου τυχαία, ενώνονται με μονοπάτια άλλων, κι όλα μαζί οδηγούν σ' ένα μεγάλο δρόμο που αυτό λέγεται "ο κόσμος μας".

Εκεί που ενώνονται οι κόσμοι μας λοιπόν, (δεν θέλω να το αναπτύξω τώρα, σίγουρα δεν είναι η στιγμή μου, σίγουρα και η δική σας, τα γεγονότα τρέχουν τον "ανήφορο"...), εγώ κάνοντας ένα καταμερισμό των δυνατών στιγμών της προηγούμενης μέρας, στέκομαι σοκαρισμένη εδώ.

...ΤΕΛΕΞ
...Βρέθηκα κοντά στον Άγιο Νικόλαο.
Επιβάλλεται το κερί και η προσευχή.
Πάντα!
Σίγουρα θα προλάβαινα τις δουλειές μου.
Έψαξα για ψιλά.
Ήταν λίγα.
Όπως και τα χοντρά...
Έστω.
Πλησιάζω στα σκαλιά.
Δυο τα εμπόδια.
Δυο οι "ζητιάνοι".
Μια νέα κοπέλα αλλοδαπή, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά κι ένα στο καρότσι.
Μισό μέτρο παραπάνω, γιατί ο σκυμμένος ήταν ο παππούλης που καθόταν στα σκαλιά της εκκλησίας, τρεις οι ζητιάνοι!
Ποτέ δεν ήμουνα καλή στην αριθμητική.
Τσάκα τσάκα, οι ζητιάνοι είχαν γίνει πέντε!
Ο πέμπτος ήμουνα εγώ. Απλά, εγώ θα ζητιάνευα κάτι "άλλο", μέσα στην εκκλησία.
Το βλέμμα μου, μαζί με την τσέπη μου έδειξε στους άλλους ζητιάνους, άρνηση.
Με πρόλαβε. Δεν το ήθελα.Δεν ήταν δικό μου αυτό το βλέμμα...

Ένα βήμα πίσω τους, κι ένα βήμα μπρος στο δικό μου άπλωμα του χεριού, ο αλέκτωρ λάλησε...
Είδα τον "αλέκτωρα" να μοιράζει τα ψιλά του στα τρεία.
Μυστική συμφωνία με τον δικό μου ευεργέτη, για "άλλη φορά περισσότερα"...

...Βγήκα. Έδωσα στον παππούλη.
Με κοίταξε με βάθος ματιάς.
Εγώ την έσκυψα...

Έδωσα και στην κοπέλα, με τα παιδιά... Μόνο που εκεί ο "αλέκτωρας" λάλησε: "να ζητάς, μετά τον Θεό..."
Μου χαμογέλασε. Δεν είχα καταλάβει τι είχε κακκαρίσει ο κόκκορας.

...Χμ.. Ναι, μπορεί να της χρησιμεύσει η στιγμιαία και μη φιλοσοφημένη συμβουλή μου.

Προχώρησα πολλά βήματα μπροστά, σκεφτόμενη τις υπόλοιπες δουλειές μου. Έπρεπε να προλάβω.
Το μυαλό είχε πάρει άλλες στροφές, τα πόδια είχαν πάρει τις γρήγορες, όταν φτάνει στ' αυτιά μου μια τραγουδιστή αντρική φωνή που έλεγε:

"...μα ντρέπομαι να της το πω"

δεν κατάλαβα από που έρχονταν, ούτε και ξεκαθάριζα καλά τα επόμενα λόγια, αν έλεγαν:
"έχω καημό για σένα"

...Κοίταξα πίσω και δίπλα, πριν στραφούν τα πόδια και είδα τον έκτο "ζητιάνο".
Εκεί τσάκισα.
Δεν είχα ψιλά...
Τα πόδια μουλάρωσαν και τα είδα να προχωρούν σ' ένα μαγαζάκι.
Είχε κι άλλα δίπλα μα αυτά σκέφτηκαν τον πόνο τους, φαίνεται...

Δυο κυρίες είχαν σειρά. Περίμενα. Κοίταζα κάλτσες. Καλύτερα, τιμές από κάλτσες. Την συχνότητα του ζητιάνου την είχα χάσει, οι κυρίες αργούσαν, είδα ότι κανένα ζευγάρι απ' τις κάλτσες που είχα ανάγκη (μάλλινες) δεν θα μου έδινε πολλά ρέστα και πήρα ένα ματσάκι απ' τις φτηνές.

Η μία πελάτισσα έφυγε, βιαζόμουνα, αναγκάστηκα να εξηγήσω ότι μπήκα για ψιλά...
Κάτι μου εξηγούσε για τον τραγουδιστή ο μαγαζάτορας, μα εγώ είχα ήδη φύγει.

Όταν πλησίασα τον τραγουδιστή ζητιάνο που μέτραγε τα χάλκινά του και δεν τραγουδούσε πια, κι ήταν σκυμμένος, (δεν μ' είδε), του τραγούδησα εγώ:

"....επειδή μ' άγγιξε το τραγούδι σου..." του είπα συγκινημένη.

Εκείνος, τότε σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταζε, μια εμένα, μια την τεντωμένη απ' την έκπληξη παλάμη του, έκλαιγε, έδινε ευχές, έλεγε κάποια "αμετάφραστα" για μένα λόγια, "Δεν ξέρεις τι καλό που μου έκανες σήμερα..." κι εγώ, μη αντέχοντας την μετάφραση, έφυγα... Χάθηκα μεσ' το πρώτο στενό, να κρύψω το δικό μου κλάμα, της ψυχής, κι ας μην φαίνονταν.

...Μετά, η μηχανή μου θέλησε στίγμα στιγμής...
Δεν της το αρνήθηκα.

...Μόνο, που στις φωτογραφίες που είδα πριν λίγο, πάλι πίσω με πήγε, και μ' έσμπρωξε να γράψω το δικό μου τραγούδι, έστω και έτσι βιαστικό, όπως πάντα, άψητο! Λες και το αλεύρι και το νερό, αν δεν το ανακατέψεις, θα γίνει από μόνο του ψωμί!...
Κάπως έτσι.
Δεν με νοιάζει. "Η κοιλιά παραθύρια δεν έχει", έλεγε η μάννα μου, "αρκεί να είναι γεμάτη"!

Ε, μετά, όταν έψαξα στο γκουγκλ να δω ποιο τραγούδι μου θύμησαν αυτά τα λόγια, κι όταν είδα ότι είναι της βοσκοπούλας, εκεί έπαθα...

Τι να σας εξηγώ; Αποτελείται από τόσες στιγμές η ατέλειωτη, μα και τόσο σύντομη ζωή μας...

Μη σας κουράζω, μα ένιωσα πως κι εδώ ήταν κάποτε σπίτι μου...

Υγ. Αν είναι έτσι τα ΤΕΛΕΞ...
Υγ2. Ναι... Τέτοιο ΤΕΛΕΞ είμαι εγώ.

Υγ.3 Ναι, υπήρξα και βοσκοπούλα, κάπου εκεί στα 8-10, κι έχω φωτογραφίες και γι' αυτό, κι ας είναι κι από άλλο χέρι φωτογράφου...
Υγ.4 Γιατί κανένα "χέρι" και κανένας "φωτογράφος" δεν έρχεται τυχαία στη ζωή μας.
Λίγη "αλλιώτικη" σκέψη θέλουν όλα!
Υγ. 5. Όχι, δεν διορθώνω τίποτα, γιατί θα ξημερώσω διορθώνοντας και συμπληρώνοντας μια στιγμή, πέντε στιγμές, σημαντικότατες για μένα, μα ηρθε κιόλας το ξημέρωμα και πήραν την θέση τους άλλες στιγμές, εξίσου σημαντικές, όπως είναι η κάθε στιγμή της ζωής του, για όλους τους ανθρώπους! Αρκεί να μην είναι παρκαρισμένος, όπως εγώ τελευταία! Ομολογώ όμως, δεν με βοηθάει τίποτα! Ούτε καν, η ίδια μου η σύνδεση! Ίσως είναι και καλό, όμως! Κανείς δεν ξέρει!




Μια βοσκοπούλα, αγάπησα
Στίχοι: Γεώργιος Ζαλοκώστας
Μουσική: Παραδοσιακό
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ζάχος

Άλλες ερμηνείες:
Μπάμπης Τσέρτος


Μια βοσκοπούλα αγάπησα,
μιά ζηλεμένη κόρη
και την αγάπησα πολύ
ήμουν αλάλητο πουλί,
δέκα χρονών αγόρι.

Μιά μέρα που καθόμαστε
στα χόρτα τ' ανθισμένα,
-Μάρω, ένα λόγο θα σου πώ,
Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,
τρελαίνομαι γιά σένα.

Από τη μέση με άρπαξε,
με φίλησε στο στόμα
και μού' πε: Γιά αναστεναγμούς,
γιά της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα.

Μεγάλωσα και την ζητώ...
άλλον ζητά η καρδιά της
και με ξεχνάει τ' ορφανό...
Εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της.

1 σχόλιο:

Κατερίνα δε 'στάπα; είπε...

Πήγα στο Φεις και χάθηκα στις ειδήσεις, στα βιβλία, στα ποιήματα.
Είν' αργά όμως για σήμερα. Άλλωστε, όλα είναι γνωστά σε όλους σας.
Μου την έδωσε και είπα θα το βγάλω στον αέρα! Τι τα κρατάω στα πρόχειρα; Φτάνει η μούχλα! Απλά, απ' ότι είδα στα πεταχτά, ανέβασα και την άλλη φώτο (έχουν αλλάξει κι εδώ στα μπλογκ πολλά και δεν το πήρα είδηση - δηλώνω βοσκοπούλα μια ζωή και ζητιάνα της αγάπης, βέβαια, πάντα! Της αληθινής όμως, αλλά κι αυτό το ψάχνουμε, αν υπάρχει, πια...)
με το χαρτάκι με τις σημειώσεις της ημέρας, περπατώντας στους δρόμους, ενώ η ματιά κοίταζε βιαστικά τις κλειστές βιτρίνες, τους άδειους δρόμους, τα μελαγχολικά πρόσωπα και το χέρι έγραφε...
στα όρθια, στον αέρα και στο χαρτί, χνάρια μιας ξεχασμένης ελληνικής γραφής και ξεθωριασμένου μολυβιού...

Να περνάτε καλά! Εκτός των δύσκολων στιγμών που μας ενώνουν, ακόμα και εκείνων που μας χωρίζουν, να θυμάστε πως επειδή περνάω μαζεμένες δύσκολες φάσεις ζωής και προσωπικής, μη με παρεξηγείτε!
Όσο αντέχει κάθε άνθρωπος! Εκεί, μέχρι τα όριά του! Μην κοιτάτε αν εγώ τα ξεπερνώ, ετσι...
Άρρωστο είναι κι αυτό, όπως τόσα άλλα "άρρωστα" γύρω μας...
ΑΓΑΝΤΑ!
Πάμε για μεγάλες ανηφόρες! θα τα καταφέρουμε!