***
***
«Πάμε πλατεία», εκεί που κάνει βόλτα
η νοσταλγία,
στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου Ζαγοράς
***
Πάμε βόλτα εκεί που χτυπάει η καρδιά της κοινωνικής καθημερινότητας.
Ασταμάτητα… Εκατοντάδες χρόνια τώρα.
Ιστορίες που έγιναν: «Μια φορά κι έναν καιρό». Γεγονότα που βυθίστηκαν στη λήθη του θρύλου. Άνθρωποι της πλατείας και οι «τύποι» της. Ντόπιοι και περαστικοί, επισκέπτες, φίλοι κι αντίπαλοι. Που περπάτησαν, σεργιάνισαν, έτρεξαν και χόρεψαν πάνω στο πλακόστρωτό της, τόσο που οι πλάκες του έλιωσαν και χρειάστηκε να αντικατασταθούν από την αρχή.
Εορτασμοί: Θρησκευτικοί, εθνικοί. Παρελάσεις, πανηγυρισμοί, χοροί, γάμοι, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις: Από Καραγκιόζη, πλανόδιους θιάσους και υπαίθριο σινεμά μ’ ένα σεντόνι για οθόνη.
Πολιτικές συναθροίσεις. Υποδοχές επισήμων. Εκθέσεις αγροτικών προϊόντων. Ανακοινώσεις γραπτές, που αφορούσαν το σύνολο των κατοίκων, στερεωμένες στους χοντρούς πλατανοκορμούς και ο ντελάλης, με στεντόρεια φωνή, κάθε Κυριακή, ν’ ανακοινώνει σημαντικές κοινοτικές αποφάσεις και κοινωνικά συμβάντα.
Η ΠΛΑΤΕΙΑ: Το κεντρικότερο σημείο του χωριού. Τ’ ομορφότερο, το σημαντικότερο, το αγαπημένο. Ο κοινωνικός πυρήνας και η «καρδιά» του.
Στο καφενείο της, θα κατέβαιναν οι άντρες μετά τον Εσπερινό και το τέλος των αγροτικών εργασιών τους, για τον απογευματινό καφέ τους. Να χαλαρώσουν από τον καθημερινό μόχθο και να μάθουν διά στόματος, ντόπια νέα και από την εφημερίδα τα νέα του «έξω» κόσμου.
Επειτα, θ’ ανέβαιναν στην αγορά της πάνω πλατείας, όπου στα μπακαλοταβερνεία και στα όρθια, θα ρουφούσαν το κρασάκι και το τσίπουρό τους – χωρίς μεζέ – το πολύ σταφιδοστράγαλα, και ήρεμοι θ’ αναχωρούσαν για το σπίτι τους, για το βραδινό τους και τον βαθύ λυτρωτικό τους ύπνο.
Τις Κυριακές και τις γιορτές, η πλατεία έπαιρνε άλλη όψη. Ζωήρευε, ζωντάνευε από κίνηση, θορύβους, φωνές, γέλια, τρεχάματα και ξεφωνητά παιδιών, γύρω από το Ηρώον – πρώτο στην προτίμησή τους, κάτι σαν παιδική χαρά – και τις ζωηρές συζητήσεις των θαμώνων των καφενείων.
Κι ένα «πήγαινε-έλα» πολύχρωμο, αργό, συρτό, τσαλιμάτο. Το «πήγαινε-έλα» της κυριακάτικης βόλτας, το γνωστό «νυφοπάζαρο» που έπαιρνε κι έδινε τις εσπερινές ώρες και τις πρώτες βραδιάτικες, καθώς μαζευόταν η νεολαία και από τις τέσσερις συνοικίες, κι όπου τα μάτια έστελναν σήματα ερωτικά και τα χείλη, μ’ αχνοχαμόγελα, μηνύματα αγάπης.
Ολ’ αυτά, μού ’ρθαν στο νου κι οδήγησαν το χέρι μου στο χαρτί – γράφω ακόμα, είμαι της παλιάς σχολής – καθώς, ψάχνοντας για συγκεκριμένες παλιές φωτογραφίες στο αρχείο του αγαπημένου κι αξιομνημόνευτου πατέρα μου, του Λευτέρη Καβούκη, ένα αρχαίο ενδιαφέρον και μια πολύτιμη παρακαταθήκη στην οποία ανατρέχω συχνά, βρήκα φωτογραφίες πολλές και διαφορετικές από την πλατεία της Ζαγοράς και την αγορά της. Ενδιαφέρουσες, όχι μόνο από άποψη χώρου αλλά και όσον αφορά τις αλλαγές της από την… επέλαση του χρόνου, αλλά και τη σχέση της με τους ανθρώπους που απεικονίζονται σ’ αυτήν.
Βρήκα φωτογραφίες, οι οποίες σύμφωνα με τις σημειώσεις του πατέρα μου στο πίσω μέρος τους, χρονολογούνται στις αρχές του 20ού αιώνα και λίγες, στο τέλος του προηγούμενου, με πλαίσιο την πλατεία και ανθρώπους που έζησαν σ’ αυτή, καθώς και γεγονότα κοινωνικού κι εθνικού περιεχομένου, εικόνες, πρόσωπα και καταστάσεις που διαμόρφωσαν και άλλαξαν τη ζωή της.
Εκείνο όμως που δεν άλλαξε, είναι η αρχική εικόνα της πλατείας σε ό,τι αφορά τη γενική της όψη. Διατηρεί πάντα την ασύνορη απλωσιά και τ’ ανοίγματά της σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, το πλακόστρωτό της ανακαινισμένο, το υπέροχο και ιδιόρρυθμο καμπαναριό της, θέμα κυρίαρχο, φωτογραφικό και ζωγραφικό, που, περνώντας κάτω από την αψίδα του, μπαίνεις στον πανέμορφο αύλειο χώρο της αξιοπρόσεκτης εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, κτίσμα του 18ου αιώνα. Στο κέντρο του βορεινού τμήματος, το μάτι αιχμαλωτίζεται από την εντυπωσιακή μαρμαρόγλυπτη κρήνη, δωρεά της παλιάς οικογένειας των Κασσαβέτιδων.
Τα θεόρατα υπεραιωνόβια πλατάνια της με τις τεράστιες ομπρελωτές φυλλωσιές τους, προστατεύουν από την κάψα του ήλιου και δροσίζουν ευεργετικά τους θαμώνες της.
Άλλο σταθερό σημείο της, κυρίαρχο στο κέντρο της, το δωρικό στη δομή του αλλά περίοπτο στη θέα του, το Ηρώον της. Και εδώ στέκομαι, για να κάνω μία νοσταλγική αναδρομή και αναφορά στα κτίσματα που την περιβάλλουν. Πρωταγωνιστές, τα δυο της καφενεία, γνωστά με την ονομασία τους: του Πλακίδα και του Πολίτη. Σχεδόν αντικριστά το ένα από το άλλο, και με διαφορετική πελατεία. Στου Αλέκου Πλακίδα – η σημερινή καφετέρια «Ελήεν» ένα πολύ παλιό κτίσμα, ανακαινισμένο σεβαστικά και καλόγουστα - που είναι πάνω από τον σταθμό, αριστερά της πλατιάς μαρμαρόσκάλας και οδηγεί στην πλατεία και που στα δεξιά, στο πλάτωμά της, πριν ανέβεις σ’ αυτή, βρίσκεται η προτομή του Γ. Κορδάτου, συχνάζουν κυρίως: «Η αριστοκρατία και οι κυρίες της, οι λόγιοι και οι υπάλληλοι».
Στου Πολίτη, οι πιο λαϊκοί, οι «από δω κι από κει» και οι φίλοι του χαρτιού και του ταβλιού.
Τα δύο καφενεία συνυπήρχαν στον χώρο και λειτουργούσαν κανονικά και ειρηνικά, μαγαζάτορες και πελατεία. Μόνο που το καφενείο που Πολίτη εξακολουθεί στη δομή του και στη λειτουργία του και σήμερα, τον παραδοσιακό του ρόλο∙ είναι καφενείο, το καφενείο του «Τζάνου», έτσι εξακολουθούν να το αποκαλούν ακόμα και σήμερα οι παλιότεροι πελάτες του όταν δίνουν τα ραντεβού τους σ’ αυτό ή οσάκις αναφέρονται σ’ αυτό.
Και για την… ιστορία συνεχίζω:
Ο Τζάνος–Γιάννης Πολίτης – το επίσημό του – που το ίδιο όνομα με τον προκάτοχό του, φέρει και ο σημερινός ιδιοκτήτης του, ήταν ένας πολιτισμένος άνθρωπος, ήπιος, ευγενικός, υπομονετικός αλλά συνάμα και λίγο… ιδιόρρυθμος και απόμακρος. Ομως, επί των ημερών του, κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και με τη βοήθεια της αδελφής του Μπέμπας, αν διοργανώθηκαν καλοκαιρινές κοσμικές εκδηλώσεις και χοροί, κι αν φιλοξενήθηκαν πλανόδιοι θεατρικοί θίασοι στον κήπο, που ήταν πλάι στο καφενείο του και σκεπαζόταν από μία μεγάλη κληματαριά. Μέχρι και… καλλιστεία διοργανώνονταν! Αργότερα, αυτή η έκταση αγοράστηκε από τον Μανώλη Καρπετόπουλο και στη θέση του υψώθηκε μία διώροφη… μισοπαραδοσιακή οικοδομή, με ξενώνα στον επάνω όροφο και καφενείο – ζαχαροπλαστείο στο ισόγειο.
Ο Μανώλης, φίλος αγαπημένος. «Ξύπνιος» σαν επιχειρηματίας, προοδευτικός σαν άνθρωπος και άψογος επαγγελματίας.
Οι πάστες του, οι «άσπρες» και οι «καφέ» όπως τις λέγαμε, από σαντιγί οι πρώτες, από κακάο και σοκολάτα οι δεύτερες, ήταν η πεμπτουσία για την τότε γεύση μας, άγνωστο είδος γλυκού ως τότε, μεταξύ των δεκαετιών του ’50-’60 και το παντεσπάνι του – το τούβλο, όπως το λέγαμε – χοντρό, συμπαγές, σιροπιαστό. Ηταν το επιδόρπιό μας όταν γυρίζαμε από τις ταβέρνες κι αράζαμε μεταμεσονυχτιάτικα στις καρέκλες του. Ο Μανώλης μάς έφερνε… τα τούβλα, τα νερά μας, κλείδωνε, μας καληνύχτιζε κι έλεγε: «Αύριο πληρώνετε». Ήξερε ότι το κουβεντολόι μας θα τραβούσε σε μάκρος…
Δεν θα ξεχάσω, μετά το θάνατο του πατέρα μου, ένα βραδάκι καλοκαιρινό που με τη φίλη μου καθίσαμε στο μαγαζί του και ήρθε στο τραπέζι μας, μετά το καλωσόρισμα, μου είπε:
− «Ο πατέρας σου ήταν ο τελευταίος φίλος της πλατείας και δικός μου. Πίστεψέ με, από τότε που «έφυγε», η πλατεία μού φαίνεται άδεια χωρίς αυτόν. Δεν θέλω να κάθομαι ούτε στις καρέκλες του μαγαζιού μου».
Ο Μανώλης, ο ένας και μοναδικός ζαχαροπλάστης επί σειρά δεκαετιών σε όλο το Ανατολικό Πήλιο, με πιστό κι ακούραστο σύντροφο και συνεργάτη, τη γυναίκα του, τη γλυκύτατη, ευγενέστατη κι ολοπρόσχαρη Τούλα.
Και δίπλα σ’ αυτό το αγαπημένο και φιλεργατικό ζευγάρι, τα δυο αξιέπαινα αγόρια του: ο Αντώνης κι ο Δημήτρης. Να βοηθούν, να ξεκουράζουν και να συντρέχουν τους γονείς τους, πάντα, από μικρά παιδάκια, ακόμα κι όταν «άνοιξαν» τα φτερά τους και ευδοκίμησαν στην Αθήνα.
Ο Μανώλης δεν είχε ανταγωνιστή στο επάγγελμά του. Μόνο όταν πλησίαζε ο καιρός να συνταξιοδοτηθεί, το γύρισμα του χρόνου και οι εκπλήξεις του, έφεραν όχι ανταγωνιστή, αλλά ας το πούμε, αντικαταστάτη του, εξίσου ικανό και άξιο. Μόνο που δεν ήταν άντρας αλλά γυναίκα. Και μάλιστα, πολλές, ξύπνιες, προκομμένες και δραστήριες.
Είναι οι γυναίκες του «Γυναικείου Αγροτικού Συλλόγου Ζαγοράς» που τα παρασκευάσματά τους, τα εκθέτουν και τα διαθέτουν στο ισόγειο ενός μικρού καλοσυντηρημένου παραδοσιακού κτίσματος, στην ακριβώς αντίθετη πλευρά από το Ζαχαροπλαστείο του Μανώλη, που κι αυτό σήμερα λειτουργεί σαν καφετέρια – και είναι στην αρχή της ανηφόρας προς την αγορά.
Εδώ σταματώ τη βόλτα της νοσταλγίας στην αγαπημένη μου πλατεία.
Στην επόμενη συνέχειά μου, άλλα «σπουδαία» απ’ αυτήν.
ΠΗΓΗ - εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
***
***
"Πάμε πλατεία" (Νο 2)
Της Μιμίκας Καβούκη - Βαγγέλα
Η νοσταλγική βόλτα στην πλατεία Αγίου Γεωργίου έχει αρκετές στάσεις και εικόνες ακόμα. Στα μαγαζιά της, στους μαγαζάτορές τους, στους πιστούς φίλους της και στους «τύπους» της.
Ανατρέχοντας στο αρχείο του πατέρα μου, ως ανταποκριτή του βολιώτικου τύπου, βρήκα ένα απόκομμα δημοσιευμένο το 1965, με τίτλο «Η ζωή και η κίνησις της Ζαγοράς».
Στη Β΄ συνέχειά του, αναφέρεται στη ζωή και την κίνηση της συνοικίας του Αγίου Γεωργίου, που ήταν και η συνοικία μας. Διαβάζω μεταξύ άλλων:
«Η συνοικία του Αγ. Γεωργίου έχει 227 οικογένειες, με πληθυσμό 810 κατοίκους».
Και αφού αναφέρει πόσοι από αυτούς διαθέτουν τηλέφωνο – μεγάλη κατάκτηση για τότε – καταγράφει και τους επαγγελματίες που είχαν τηλέφωνα και τα καταστήματα της «πέριξ» της πλατείας και στο πάνω μέρος, που ήταν η αγορά της.
Αναφέρει λοιπόν:
Παντοπωλεία των: Κ. Γκαγκάκη, Αλ. Αγγελέτου, Κ. Αγγελέτου, Κ. Παπαδήμου, Αντ. Δεληγιάννη.
Ξενοδοχεία: Ρήγα Μαλαμούτση και το «Αιγαίον» που θα ανακαινισθεί φέτος.
Εστιατόρια: Ν. Πολίτη και Αργ. Γιατρίνη.
Ουζοοινοπωλεία: Ιωάν. Δεληγιάννη, Κ. Μακραραχλή.
Ταβέρνα: Ρ. Μαλαμούτση.
Ζαχαροπλαστείον: Μαν. Καρπετόπουλου.
Καφενεία: Ιωάν. Πολίτη, Αλ. Πλακίδα, Ιωάν. Κορδάτου, Κ. Γεραμπίνη. Ραφεία: Ν. Κοντογιάννη και Στεφ. Κράββαρη.
Αρτοποιεία: Αντ. Πολίτη και Αργ. Γιατρίκη.
Κατάστημα υποδηματοποιίας: Τάκου
Εμπορικά: Γ. Ραφτόπουλου, Απ. Στεργίου
Ψιλικά, είδη ραδιοφωνίας: Αγγ. Βισβίκη
Βιβλιοχαρτοπωλείο: Αθαν. Δερβενιώτη
Κρεοπωλεία: Δημ. Χασάπη, Βασ. Βογιατζάκη
Ιχθυοπωλείο και οπωροπωλείο: Γ. Γκαγιάνη
Κουρεία: Ιωάν. Σπανού, Δημ. Παφίλη, Ιωάν. Κουτσελίνη και Ιωάν. Τσουκανάκη.
Τα περισσότερα απ’ αυτά τα συναντούσες στην αγορά, στο πάνω μέρος της πλατείας. Πριν πάρω όμως το ανηφορικό καλντερίμι για την αγορά, θα συνεχίσω λίγο ακόμα το νοσταλγικό «σούρτα-φέρτα» στην πλατεία και στην εικόνα του χθες της.
Εκεί που είναι σήμερα μία καινουργιοχτισμένη κατοικία με καφετέρια στο ισόγειό της, αριστερά της Κρήνης, ήταν ένα μακρόστενο πέτρινο κτίριο της «Πισίνας» όπως το ’λεγαν. Η ισόγεια αίθουσά του χρησιμοποιούταν πολύ παλιά, σαν αίθουσα εκδηλώσεων, χοροεσπερίδων, θεατρικών παραστάσεων από τους νέους της Αγροτολέσχης, ως αίθουσα κινηματογραφική – τον χειμώνα το δάπεδο γεμάτο νερό και «ψόφο» κρύο κι εμείς να χαζεύουμε: Μακρή, Φωτόπουλο, Σμαρούλα Γιούλη, Κοκοβιό και Μανέλη…
Αργότερα, χωρισμένο στο μεγαλύτερο τμήμα του, στεγαζόταν το εμπορικό του Ραφτόπουλου, από πατέρα σε γιο και το χαρτοπωλείο κι εκδοτήριο εισιτηρίων από τον Θαν. Δερβενιώτη.
Ξεχωριστός τύπος της πλατείας «γέννημα-θρέμμα» της και αμίμητο ντουέτο φιλίας και πλάκας με τον πατέρα μου, Λ. Καβούκη, που κι αυτός με τη σειρά του ήταν περισσότερο ξεχωριστός: πολιτισμένος, κοινωνικότατος, ανταποκριτής του βολιώτικου τύπου, φύση καλλιτεχνική, να διοργανώνει θεατρικές παραστάσεις με τους αγροτόπαιδες και ο υπ’ αριθμ’ ένα άνθρωπος της πλατείας, για την εξυπηρέτηση των κατοίκων, λόγω επαγγέλματος, ήταν δικαστικός κλητήρας και για κάθε πληροφορία και ξενάγηση προς τους ξένους επισκέπτες της Ζαγοράς.
Μια άλλη μορφή που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ξεχωριστή, ήταν ο Γιώργος Πάντος. Από αρχοντοοικογένεια και μεγαλοκτηματίας. Αυτός δεν ήταν άνθρωπος της πλατείας, μόνο περνούσε για να πάει στο σπίτι του μέσ’ απ’ αυτή, καβάλα στ’ άλογό του, αργά, επίσημα, στητός. Ο «τελευταίος άρχοντας» όπως μ’ αρέσει να τον λέω.
Υπήρχαν όμως και αρκετοί λαϊκοί τύποι. Οι άνθρωποι των «θελημάτων» και οι «βαστόζοι», που ανάμεσα στα θελήματα και στα «βαρέματα» (φορτία) πίνοντας κι από ένα κέρασμα στο κάθε σπίτι που πήγαιναν ή περιμένοντας στην πλατεία ή στην αγορά, κοπανώντας κι από ένα τσίπουρο ή κρασάκι μέχρι να πέσει το βράδυ και να γυρίσουν σπίτι, δεν «έβλεπαν τη μύτη τους».
Ο Αντωνάκης και ο Νικόλας Μουρισιώτης. Ακούραστοι, λιγομίλητοι, χωρίς πολλά-πολλά και παρέα τους το κρασί.
Ο Κώστας ο «Φακς» παλικαράς, δυνατός. Να φορτώνεται βάρη, που ούτε και τα ζώα δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν. Ηταν και καλαμπουρτζής. Είχε και δικό του λεξιλόγιο. Αμα ήθελε να χαρακτηρίσει μια γυναίκα, αν ήταν όμορφη την έλεγε «χρυσοκλώναρο» και «αηδόν’ τσ’ χαραυγής». Αν ήταν άσχημη, «τσιτσόρο» και «μαδίκου».
Αλλη φυσιογνωμία ήταν ο Τζιβάτος, θυμόσοφος Αυτός ήταν μάστορας – σοβατζής. Είχε τελειώσει και σχολαρχείο, Άμα δεν είχε πιει, έκανε άριστη δουλειά. Διαφορετικά, το μισό υλικό πήγαινε στον τοίχο και το άλλο μου μισό «περίπατο». Ηταν ευγενικός, φιλότιμος κι ανάμεσα στο κρασί και τη ζάλη του, μπορούσε να σου πει πολλά κι ωραία.
Ένας άλλος «τύπος» ήταν ο Τσελεπής. Νοικοκύρης αυτός. Αλλά μοναχικός, απλησίαστος, «φευγάτος». Κάθε βράδυ, κατέβαινε στην πλατεία. Ψηλός κι αδύνατος, χωρίς να μιλάει σε κανέναν, έκοβε πάνω-κάτω, κι απ’ την ίδια πάντα μεριά, βόλτες και σιγομουρμούριζε. Αν τον πλησίαζες, τάχα αδιάφορα, ξεχώριζες καθαρά δύο φράσεις: «Λον – Μον» και «τσιμάτσι – φάτσι». Οποιος μπορεί, ας τις μεταφράσει.
Γενικά, οι φίλοι και οι τακτικοί της πλατείας και της αγοράς ήταν άνθρωποι του κρασιού. Αλλά το εξουσίαζαν, δεν τους εξουσίαζε. Για τους Ζαγοριανούς είτε στις ταβέρνες ήταν είτε στο σπίτι τους, η κανάτα με το κρασί δεν έλειπε από το τραπέζι τους. Αγρότες οι περισσότεροι, το έπαιρναν στις δουλειές τους και το ’πιναν σαν δυναμωτικό και γιατρικό. Και ας μην ξεχνάμε ότι η Ζαγορά παλιά, είχε πολλά αμπέλια και όλοι έβγαζαν το δικό τους κρασί, «το κοκκινέλι» που το τιμούσαν δεόντως, πιστοί στις χριστιανικές ρήσεις: «Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» και «Ελαίον, σίτον και ίνον ευλόγησεν ο Κύριος». Και ακόμα, αν προσέξουμε, σε όλες τις εικόνες και τα τέμπλα των εκκλησιών, κυρίαρχο διακοσμητικό στοιχείο είναι η Αμπελος. Δυστυχώς, στον ευλογημένο αυτόν θάμνο έπεσε η «κατάρα» του περονόσπορου και δεν έμεινε αμπέλι γι’ αμπέλι. Αλλά το κρασί δεν σταμάτησαν να το τιμούν οι Ζαγοριανοί.
Εδώ, θα κάνω την τελευταία μου στάση απ’ την κυριακάτικη βόλτα μου, μ’ ένα ανθολόγημα: ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ: ΠΗΛΙΟΡΙΤΙΚΑ Β΄.
ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΚΟΥΒΑΡΑ
Από την πιο αξιόλογη, ερευνητική και πολυγραφότατη προσωπικότητα που πέρασε ποτέ από τη Ζαγορά, στις αρχές του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, προσφέροντας ως φιλόλογος του νεοϊδρυθέντος τότε ημιγυμνασίου, 1951-52, και που ευτύχησα να τον έχω καθηγητή μου στη Ζαγορά ανεκτίμητα δώρα, απ’ τον ανεξάντλητο πνευματικό του πλούτο και από έναν άνθρωπο και που την πλατεία αγαπούσε και το κρασί και τους ανθρώπους της.
Από το κεφάλαιο με τίτλο «ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ»
Σχετικά με την κρασοκατάνυξη και τις κρασοπαρέες, κάνει έναν διαχωρισμό με τα τεκταινόμενα «εν Ζαγορά».
Εδώ στη Ζαγορά, ωστόσο, τα πράγματα ξετυλίγονται με κάποιον άλλον τρόπο:
«Ένα πρωί, μας κουβαλήθηκε με την ιδιότητα του περιηγητή, ο θεός του κρασιού, Διόνυσος. Τον είδαμε ν’ ανεβαίνει στην πλατεία του χωριού, να τινάζει απ’ τη σκόνη τα γένια του και να στρογγυλοκάθεται στο κάθισμα του καφενείου… Το γκαρσόνι σίμωσε για να πάρει την παραγγελία. Μα ο θεός δεν ήθελε ούτε «βαρύ-γλυκό», ούτε σκέτο με καϊμάκι.
Ζητούσε να ’ρθει σε επαφή με τον «Σύλλογο μπεκρήδων Ζαγοράς»…. Τα γερά ποτήρια του χωριού κοιμόνταν ακόμα… Ευτυχώς βρέθηκε ο Νικόλας ο Μουρισιώτης, που είναι ο κλητήρας να πούμε του Σωματείου, και ξαπολύθηκε με γρηγοράδα, να συγκαλέσει σε συνεδρίαση την ολομέλεια του σώματος.
Κι έτσι, σε λίγο, κάτω από τον παχύ ίσκιο των αιωνόβιων πλατανιών, άκουσαν τις υποδείξεις του θεού, τα γερά ποτήρια, οι Ζαγοριανοί κοτσαμπάσηδες του κρασιού.
Κι αφού τους εξύμνησε την ομορφάδα, την ευλογία του τόπου τους και την τύχη που έχουν να γεύονται μέσα σ’ αυτόν: «το αψανό, ρουμπινοστάλαχτο κρασί και θα ξεχνάν της φτώχειας τον καημό, θα καταλαγιάζουν κάποιο κρυφό καημό σεβντά, το σύφλογο, θα πετροβολάν αθώα πειράγματα με τη θυμόσοφη σφεντόνα τους, θα γελούν και θα συγκινούνται. Έτσι θα με δοξολογάτε από δω και μπρος», είπε ο Διόνυσος.
− Συμφωνώ, κ. πρόεδρε, είπε ο Λευτέρης Καβούκης, που ’χε πάντα την πρωτοβουλία σε κάτι τέτοια. Μα χρειαζόμαστε και τον ύμνο του Συλλόγου!
− Υπάρχει αυτός, είτε ατάραχος ο θεός. Τον έχει φκιάσει κάποιος συντοπίτης σας, παλιός φιλόσοφος, μπεκρής: ο Φίλιππος Ιωάννου. Και χωρίς να χάσει καιρό, κατηφόρισε προς την πλούσια Κοινοτική Βιβλιοθήκη Ζαγοράς - Έργο σωτηρίας του Β. Σκουβαρά – και ξαναγύρισε, κρατώντας τα «Φιλολογικά πάρεργα» του Φ. Ιωάννου. Στη σελίδα 535 διάβασε ενώ τα τζιτζίκια στ’ ακρόκλωνα γύρω φύσηξαν τις πίπιζές τους, σε μια διονυσιακή υπόκρουση.
Εδώ παραθέτω, σε μετάφραση Β. Σκουβαρά, μέρος των στίχων του ποιήματος:
«Στη γη μη βάλεις φίλε μου - συκιάς μηλιάς κλωνάρι,
ούτε κι ασημοπράσινης – ελιάς βλαστούς ανθάτους,
κλήματα ωριοστάφυλα – ανάστησε για μένα.
Γιατί σταφύλια ώριμα - να κόβω με κοπέλες
μ’ αρέσει, κι αλοφράκαρδο, - πιοτό γλυκό να βγάζω.
Τσούζοντας με τους φίλους μου – χοντρές γουλιές κρασάκι»
Η συνεδρίαση τελείωσε κι ο Διόνυσος τράβηξε ντουγρού προς το κουλτούκι του Θ. Δερβενιώτη για να βγάλει εισιτήριο. Τελειώνοντας τη «βόλτα» μου, θαρρώ θα ’ταν ασέβεια κι αγνωμοσύνη να μην αναφέρω και δύο ακόμα «ξενομερίτες» που αγάπησαν τη Ζαγορά, έγιναν άνθρωποι της πλατείας και «φίλοι» των φίλων της κι ακολούθησαν το μονοπάτι της ιστορίας και της παράδοσης που χάραξε ο Β. Σκουβαράς, ακούραστοι, άξιοι και παθιασμένοι με το έργο τους, αφήνοντας πίσω κι αυτοί ανεξίτηλα τα ίχνη τους. Αναφέρομαι στον Γ. Θωμά και τον Ν. Αντωνάκη. Ο Γ. Θωμάς όταν με την Καίτη νεαρό νιόπαντρο ζευγάρι, τοποθετήθηκαν ως δάσκαλοι στη Ζαγορά το 1957-58, πολυαγαπημένοι συνάδελφοι και φίλοι μιας ζωής ως το τέλος τους, γοητεύτηκε απ’ τον θησαυρό της ζαγοριανής παράδοσης καθώς ήταν «παθιασμένος» με τη Λαογραφία – την ακαταμάχητη «αντίζηλο» της Καίτης, όπως χαριτολογώντας σχολιάζαμε – ανακάλυψε κι έβγαλε στο φως πολύτιμα «στολίδια» της.
Ο Ν. Αντωνάκης πάλι, ήταν καθηγητής και φίλος του πολιτιστικού γίγνεσθαι της Ζαγοράς, της πλατείας και της αγοράς της, κι εμπνευστής της έκδοσης ενός περιοδικού του ΛΙΜΝΙΩΝΑ, σε τριμηνιαία ζαγοριανή έκδοση, με 1ο τεύχος τον Ιούλιο.
Σεπτέμβριος 1990
Δυστυχώς, το υπέροχο αυτό περιοδικό, με το ποικίλο, καλοδιατυπωμένο, λογοτεχνικό και κοινωνικό του περιεχόμενο και μ’ ένα πλούσιο κι ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό, δεν ευόδωσε τρίτης έκδοσης. Στον δυναμικό Νίκο, έτυχαν όλα εκείνα που όλοι μας απευχόμαστε και το περιοδικό, το καύχημά του, έμεινε χωρίς συνεχιστή. Κρίμα, πολύ κρίμα!
Εδώ τελειώνω τη νοσταλγική μου βόλτα στην πλατεία και στις αναφορές μου σε μερικούς απ’ τους χιλιάδες κι ο καθένας με την «ιστορία» ανθρώπους που βολτάρισαν σ’ αυτήν. Εχω ν’ ανέβω και στην μικρή πλατεία με την αγορά της.
***
ΠΗΓΗ Εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
2 σχόλια:
Το πρώτο μέρος περίμενε στα πρόχειρα, μέχρι να δημοσιευτεί και το δεύτερο, ίσως και τρίτο.
Κάθε γενιά, με τις αναμνήσεις της.
Κάποιες κοινές.
Θέλω να συγχαρώ (και να ευχαριστήσω μαζί) την κυρία Καβούκη, γι' αυτή την ευκαιρία του "ξυπνήματος".
Η αλήθεια είναι πως και με συγκίνησε, αλλά και μου θύμισε ανθρώπους και καταστάσεις που δεν θέλω να θυμάμαι.
...Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του αναμνήσεις, αναλόγως απ' το κοινωνικό στρώμα που προέρχεται.
Όπως και να έχει, οι νεκροί δεδικαίωνται.
Να είναι γερή, ευτυχισμένοι, να θυμάται και να γράφει!
Με όλη μου την εκτίμηση!
Θυμάμαι αμυδρά τον πατέρα της. Αρχοντάνθρωπος!
ευτυχισμένη με Η. (κεκτημένη ταχύτητα) Συγγνώμη!
Δημοσίευση σχολίου