Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Τι θα είναι πρώτο στην βιτρίνα μου;

Όσο δε θέλω να μιλάω για δυσάρεστα, τόσο ΠΡΕΠΕΙ!

...Επειδή πάντα μ' ένοιαζε τι θα είναι πρώτο στην βιτρίνα μου... και θέλω να είναι κάτι θετικό, (με "κούρασαν" ψυχολογικά τόσες απώλειες φέτος) ανεβάζω αυτές τις φωτογραφίες ενός νεαρού που τρέχει και αθλείται δίπλα στα κύματα του Χορευτού.

Είθε, να είναι για όλους μας, "τέτοιο" το τρέξιμό μας, χωρίς να βρεχόμαστε, τουλάχιστον εσωτερικά!

"ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ" σε όλους μας! 


Εδώ είναι το παρόν...


Εδώ το μέλλον




Και πίσω το παρελθόν








Ελπίδα μου, αν ήξερες πόσο πολύ μου λείπεις....

 Δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν αυτά.

Δίπλα μου συνέχεια, μέρα και νύχτα.

Με τα καλά σου και τα κακά σου...

Σε σκέφτομαι σε κάθε βήμα που κάνω μέσα στο σπίτι. Ακόμα προσέχω μη σε πατήσω κατά λάθος, γιατί πάντα μπερδευόσουνα στα πόδια μου...

Δύσκολα...

Δύσκολα θα σε ξεπεράσω, Ελπίδα μου! Πιάνω τον εαυτό μου να κλαίει για σένα και ντρέπομαι να το πω... Πάει ένας μήνας από τότε και 3 μέρες.

...Δεν ήρθα ακόμα να σου φέρω λουλούδια...

...Δεν είμαι έτοιμη, το ξέρεις.

Έρχεσαι εσύ στα όνειρά μου, όμως, τόσο συχνά και πάντα για "κάτι" με προειδοποιείς...

Λείπεις απ' τη ζωή μου όμως, αφάνταστα, ατίθαση γατούλα μου, κι ακόμα, δεν μπορώ να το πιστέψω.

Λείπω απ' το σπίτι και νομίζω πως με περιμένεις.

Αργώ να κοιμηθώ, όπως πάντα και νομίζω πως θα έρθεις να μου τραβήξεις ξανά το χέρι απ' τον υπολογιστή.

Ακούω νιάου και νομίζω πως σ' έκλεισα κατά λάθος στο μπαλκόνι.

Μπαίνουν ζουζούνια και νομίζω πως εσύ, ξανά θα τα πιάσεις...

Δύσκολα...

Βλέπω γατάκια και θυμάμαι εσένα και με πιάνει το παράπονο...

Κάποια σου μοιάζουν τόσο πολύ!

Πώς θα σε ξεπεράσω Ελπίδα μου, ξεχωριστή, μοναδική, ανεπανάληπτη συντροφιά μου;

Πες μου, πώς;

Καμία άλλη γάτα, δεν θα καταφέρει ποτέ να καλύψει την θέση σου στη ζωή μου.

Περάσαμε τόσα πολλά μαζί.

Ξέρω πόσο λείπεις και στους άλλους, αλλά δεν εκδηλώνονται τώρα.

Ξέρουν πως έχω πολλές ανοιχτές πληγές φέτος και σιγούν, για να ξεχάσω... πιο εύκολα.

Αν ήξεραν πόσο μου λείπεις, αν ήξεραν!

Υγ. Φέρνοντας το λινκ της σελίδας σου, έτσι όπως κοιμάσαι στην καρέκλα...

"Κοιμήσου", γλυκό μου, σ' αγαπώ...

Πάντα θα σ' αγαπώ και θα σε σκέφτομαι, σα να είσαι ακόμα πλάι μου...


ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, αγαπημένε ξάδελφε...

 



Απέφευγα να πάω στο χωριό, γιατί είχα δυο αγαπημένους αρρώστους και φοβόμουνα μην τύχει και Φύγουν και είμαι εκεί.
Τους έχω κλάψει τόσο εν ζωή, τελευταίους Αποχαιρετισμούς, δεν τους ήθελα, δεν τους άντεχα.
Πόσο να το αποφύγω, όμως;
Μόνο ο Θεός ξέρει, πόσο αντέχει το λαδάκι στο καντηλάκι του κορμιού του καθενός μας και πότε αυτό θα σβήσει.

...Να, που ο μοναδικός και γνωστός αγαπημένος ξάδελφος απ' το σόϊ του πατέρα μου, ο Στέλιος Καλαβρός, με αγαπούσε και αυτός και με ήθελε εκεί.
Δύσκολες μέρες πριν, δύσκολες στιγμές Εκείνη τη μέρα, δύσκολες και οι επόμενες.
Όσο ένιωθα δυνατή, συμπαραστάθηκα στην αγαπημένη οικογένειά του.
Όταν λύγισα πολύ, αντέδρασα διαφορετικά απ' τους άλλους, αλλά ευτυχώς η πονεμένη οικογένεια με ένιωσε.
Ο Στέλιος έδωσε μεγάλη μάχη για να ζήσει και σίγουρα είναι ο Νικητής και θα μείνει αθάνατος στη μνήμη εκείνων που τον αγαπήσανε και τους αγάπησε.

ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ, αγαπημένε μου ξάδελφε!
Μαζευτήκατε πολλοί αγαπημένοι Εκεί, Ψηλά, κι εμείς εδώ, όσο μπορούμε, σμίγουμε κι αγκαλιαζόμαστε, δε ξεχνάμε εύκολα, ελπίζουμε στον χρόνο να μας πείσει πως ο θάνατος είναι μια απλή μετάβαση σε άλλη ζωή, είστε πάντα κοντά μας, μας ακούτε και μας βλέπετε...
Να μας προσέχετε, Στέλιο μου!
Δύναμη και Κουράγιο εύχομαι ολόψυχα στην οικογένειά σου, γιατί σίγουρα, σε εκείνους λείπεις πιο πολύ.
Εμείς οι δυο, θα τα "λέμε" πιο συχνά, τώρα το καλοκαίρι... εκεί κοντά στον Ρήγα, στον Άι- Γιάννη, στη Μάννα και στη Νέα σου Κατοικία...

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, Γαρυφαλλιά μου...

Φορτωμένοι, φτάσαμε στο χωριό μεσημεράκι, να συνδυάσουμε μια βδομάδα διακοπές με δουλειές, όπως κάθε καλοκαίρι.

"Τι λες; Δεν καθόμαστε εδώ να φάμε και μετά να πάμε σπίτι;" με ρώτησε ο άντρας μου. 

"Καθόμαστε", του απάντησα.

"Κατέβα εσύ εδώ, να πάω να παρκάρω, πιάσε τραπέζι, κι έρχομαι", είπε.

***


Σταμάτησε ακριβώς δίπλα στον πλάτανο. Κατέβηκα, έκλεισα την πόρτα του αυτοκινήτου, εκείνος έφυγε, εγώ γύρισα την πλάτη... είδα το κηδειόχαρτο και παρέλυσαν τα πόδια μου.

'Εφυγε η Γαρυφαλλιά Ντουκλανίδη; Πότε; Γιατί; Πώς δεν το έμαθα;
Έτρεξα (ο λόγος το λέει, τα πόδια έτρεμαν) στο παρεκκλήσι και άναψα ένα κεράκι στην μνήμη της.
Στα χαμένα... Συνήθως ανάβω πολλά. Για ζωντανούς, για νεκρούς, για αρρώστους (κ.λ.π.)


'Ηρθε και με βρήκε ο άντρας μου να κάθομαι σ' ένα τραπέζι και να κλαίω.
"Τί έπαθες;"
"Πέθανε μια φίλη απ' το Δημοτικό, που κάποια εποχή κάναμε στενή παρέα και πριν τον γάμο της, είχα φορέσει το νυφικό της και με φωτογράφιζε στην αυλή της, στα λουλούδια της... Μετά χαθήκαμε, μόνο μια φορά την συνάντησα τυχαία στον Βόλο που έτρεχε στους γιατρούς, για τον τότε άρρωστο άντρα της και τώρα διαβάζω: ΠΕΘΑΝΕ!"

...Κι ο άντρας μου σιώπησε, ώσπου ήρθε το γκαρσόνι.
Παραγγελία δική μου τυπική, μ' είχαν πνίξει οι εφηβικές αναμνήσεις, κι ένα "γιατί;"
Δεν έβλεπα την ώρα να πάμε σπίτι, να κρυφτώ σε μια γωνιά, να κλάψω, να κλάψω, να στερέψω το ποτάμι που εδώ και καιρό κυλούσε μέσα μου, κι όλο έβαζα φράχτες...


ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, Γαρυφαλλιά μου!

Εύχομαι Δύναμη και Κουράγιο στην οικογένειά σου.

Έφυγες νωρίς...

Κι αν δεν ξανασυναντηθήκαμε εδώ, Καλή αντάμωση στους Ουρανούς, Εκεί που όλοι όσοι αγαπήθηκαν, σμίγουν εύκολα.

..... 

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

"Τσ' μάννας, δεν είσαι;"

"Τσ' μάννας, δεν είσαι;"  

Μεσημεράκι ήταν και μετά το μπάνιο στην Ελίτσα, καθίσαμε να φάμε σε μια ταβέρνα.

Υπήρχαν δυο παρέες, τις οποίες και χαιρετήσαμε, κι ας μην τους γνωρίζαμε.

Συνηθίζεται αυτό στα χωριά, ας είναι και τουρίστες.

Έτσι που καθόμουνα, εκτός από την θέα, έβλεπα και τα άλλα τραπέζια. 

Κάποια στιγμή είδα ότι ένας κύριος, με κοίταζε επίμονα και τον ακούω να με ρωτάει:

"Τσ' μάννας, δεν είσαι;"  

Δεν κατάλαβα τι είπε.

"Συγγνώμη, τι με ρωτήσατε; Δεν το κατάλαβα."

"Τσ' μάννας, δεν είσαι;"  

...Κατάλαβα, αλλά απόρησα με την ερώτηση.

Χαμογέλασα, χωρίς να θέλω να τον προσβάλλω και του απάντησα:

"Και ποιος δεν είναι τσ' μάνας τ';"

Εκείνος σοβαρότατος μου απάντησε:

"Εσύ δεν είσαι που έγραψες το βιβλίο για τ' μάννα;"

Έμεινα βουβή και τον κοίταζα, κατάπληκτη!

Συγκλονίστηκα. Ούτε που τον ήξερα τον κύριο, ούτε που θυμόμουνα το βιβλίο! (Έχω πατήσει delete, εδώ και χρόνια στα βιβλία μου, όχι βέβαια, στην μάννα!)

Όταν βρήκα την φωνή μου, του είπα συγκινημένη:

"Συγγνώμη! Με θυμάστε γι' αυτό, μετά από 20 χρόνια;"

"Πώς να σε ξεχάσω, αφού το διάβασα;"

'Εμεινα!

Θυμήθηκα ότι ο τότε στόχος μου ήταν να θυμούνται την μάννα μου κι όχι εμένα, αλλά δεν ξέχασα και τους επόμενους (λάθος) στόχους...

...Στον συνεχόμενο διάλογο του είπα πως έχω γράψει για παιδιά και για πατέρα που δεν χάρηκα, κι ότι είναι πολύ καλύτερα απ' της μάννας, αλλά λίγη σημασία έχει πια, και τα λοιπά και τα λοιπά...

Θέλω να ευχαριστήσω κι από δω εκείνον τον κύριο και πολλούς άλλους που με συστήνουν με αφορμή τη μάννα, άλλοι το κυκλάμινο, άλλοι για "τα χνάρια", κι άλλοι για τα υπόλοιπα. (τα της "δόξης"...)

Με συγκινούν, με τιμούν... ήθελα να μείνω κι εγώ στην Ιστορία, κάποτε, (ΟΧΙ ΠΙΑ), αλλά χωρίς να το θέλουν, ματώνουν βαθιές κρυμμένες πληγές και "λάθη" μου.

Αθώος κόσμος που θαυμάζει για το "τίποτα", ενώ, άλλα πράγματα στη ζωή έχουν "αξία", ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!

***

ΥΓ. Όχι, δεν μ' έπιασε η επιστροφή στην δόξα, ούτε η ανάγκη του γραψίματος... απλά, κάποια θέματα τα θεωρώ "χρέος" μου, να μείνουν στον αέρα, κι ένα "σμπρώξιμο" προέκυψε σήμερα. Εκκρεμούν κάποια ακόμη.

Ποτέ δεν μ' άρεσαν οι παγωμένες μου σελίδες, γι' αυτό τις ανανέωνα όλες τόσα χρόνια, υπέφερα πολύ για να καταφέρω αυτή την "δίαιτα", αλλά κάποια στιγμή... όσο κι αν πονάς, τα καταφέρνεις.

Αλλάξανε οι εποχές, οι συνθήκες, οι συνήθειες, η ίδια η ζωή μας, ακόμα και οι συμπεριφορές, όχι όμως και τα συναισθήματα, είτε καταγράφονται, είτε όχι.

Πάντα πίστευα και πιστεύω πως η πάστα του Ανθρώπου, δεν αλλάζει.

Γεννιέται και Φεύγει μ' αυτήν, όσες μάσκες κι αν φοράει, ηθελημένα ή αθέλητα.


Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

Ο Παναής, τα κύματα και το κοριτσάκι με το σωσίβιο με τα σπίρτα.

 *












































*

Ο Παναής, τα κύματα και το κοριτσάκι με το σωσίβιο με τα σπίρτα.

 

Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1969, κι ήμουνα περίπου 9 χρονών. Αγαπούσα πολύ την θάλασσα, καθώς την έβλεπα απ’ την αυλή, κι όταν η μάννα δούλευε στο Χορευτό και μ’ έπαιρνε μαζί της, την χάζευα όλη μέρα, κι όταν ήταν ήσυχη, μ’ άφηνε με κάποια παρέα ή τ’ αφεντικά, να πάω κι εγώ για μπάνιο. Δεν θυμάμαι ποιος και πότε, μου είχε χαρίσει ένα σωσίβιο, που το φορούσα, γιατί δεν ήξερα μπάνιο. Πρέπει να το είχα χρόνια, γιατί αυτό το σωσίβιο, κάποια μέρα κόπηκε η βαλβίδα κλείστρου ασφαλείας του κι εγώ η έξυπνη μικρούλα, αφού το φούσκωσα, γέμισα την τρύπα με σπίρτα. Τόσο μου έφτασε το μυαλό, τόσο έκανα.

Μια καλοκαιρινή μέρα, λοιπόν, που η μάννα δούλευε πλύστρα σε ξενοδοχείο της Ζαγοράς, εγώ λαχτάρησα την θάλασσα και μια και δυο, ξεκίνησα με το φουσκωμένο σωσίβιο με τα σπίρτα, για τον σταθμό.

Εκεί ήξερα πως υπήρχε τοπικό δρομολόγιο Ζαγορά – Χορευτό, μ’ ένα παλιό λεωφορείο εποχής, του ΚΤΕΛ Βόλου. Σε όλες τις συνοικίες της Ζαγοράς, μαζευόντουσαν πολλές οικογένειες με τα παιδιά τους και πήγαιναν για μπάνιο στο Χορευτό ή για δουλειές.

Καμαρωτή – καμαρωτή, λοιπόν, έφτασα στην πλατεία και συνάντησα μια κυρία με τα δυο της παιδιά.

«Πού πας Κατ’νάκ;»

«Για μπάνιο… στη θάλασσα!» (Πόσο καλύτερο απ’ την σκαφίδα!)

Δεν είπε τίποτα η γυναίκα, (ξέρω το όνομά της, εύχομαι να ζει!) κόλλησα κι εγώ στην συντροφιά της. Λεφτά για το εισιτήριο, φαντάζομαι είχα, δε μπορεί να ξεκίνησα έτσι! (Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, μπορεί να ήμουνα και μικρότερη σε ηλικία.)

Θυμάμαι πως όπως κατεβαίναμε στην κεντρική στάση, εκεί, όλοι μαζί, όλο το τσούρμο, κάναμε το μπάνιο μας. Κάπου κοντά σ’ αυτή την κυρία και την παρέα της, έστρωσα κι εγώ την πετσετούλα μου, έβγαλα το φουστανάκι μου, φόρεσα το σωσίβιο … με τα σπίρτα και μπήκα… να κολυμπήσω, με όλη την άγνοια κινδύνου που έχει ένα παιδί.

Εκείνη τη μέρα είχε μεγάλη φουρτούνα. Όλοι έπαιζαν με τους αφρούς των κυμάτων, εγώ πρώτη κολυμβήτρια, πλατς πλατς τα χεράκια, κούνημα τα ποδαράκια, αγκαλίτσα το σωσίβιο… κολυμπούσα χαρωπή…

Δεν θυμάμαι αν με μάλωναν οι έξω, αν με φώναζαν, εγώ θυμάμαι πως επέπλεα και τα μεγάλα κύματα με πήγαιναν όπου ήθελαν… το χαιρόμουν… σαν παιδί που αγαπά την θάλασσα.

Θυμάμαι, τα κύματα του Χορευτού (απ’ το κέντρο), μια μ’ ανέβαζαν ψηλά, μια με τραβούσαν μέσα και με ταξίδευαν…

Πίσω δεν κοίταζα, ούτε κόσμο έβλεπα, μόνο θάλασσα, ούτε φοβήθηκα, απ’ ότι θυμάμαι, μέχρι που, μετά από πολύ ώρα, (δε μπορώ να ξέρω πόση), κάποια μεγάλα κύματα με πέταξαν στα πρώην παλιά βράχια του τωρινού κάμπιγκ, (λιμανάκι), μαζί με το σωσίβιο… και τα σπίρτα που αν και βρεγμένα, ήταν στην θέση τους. Τα γόνατά μου πρέπει να έτρεχαν αίμα, μα εγώ, πατώντας από πέτρα σε πέτρα, πάτησα στεριά…

Τότε βλέπω έναν νεαρό, σχεδόν 20χρονο αγόρι, να τρέχει προς το μέρος μου.

Ήταν ο αδελφός μου ο Παναής.

Κρατούσε στα χέρια του την πετσέτα μου με το σακουλάκι και τα ρούχα μου και το μόνο που είπε, ήταν:

«Ντύσου! Γρήγορα στο λεωφορείο, γιατί καθυστέρησε και μην ξεχάσεις να κατέβεις στην Στάση Κωνσταντινίδη, κι όχι στην πλατεία.»

…Ντύθηκα, έφτασα, μπήκα μέσα στο λεωφορείο, όλος ο κόσμος καθιστός, είδα και τον αδελφό μου, κάθισα, κι εγώ και κοίταζα την θέα απ’ το παράθυρο…

Απλά πράγματα. Στον κόσμο μου…

Ο πολύς κόσμος κατέβηκε στον σταθμό της πλατείας Αγίου Γεωργίου, κι εγώ με τον αδελφό μου (ίσως και μερικούς άλλους που γύριζαν στο Πουρί), κατεβήκαμε στην επόμενη Στάση, όπως μου είχε πει.

Εγώ χαρούμενη και γελαστή, μέχρι που έφυγε το λεωφορείο και τότε, άρχισε ένα κλωτσοσκούφι απ’ τον αμίλητο Πανάγο, απ’ την άσφαλτο, μέχρι την αυλή του σπιτιού μας.

Χαστούκια, μπουνιές, κλωτσιές, ξύλο, όχι αστεία. Να πέφτω, να σηκώνομαι και να ξαναπέφτω, μαυρισμένη, όχι απ’ τον ήλιο, αλλά απ’ το ξύλο, έφτασα κλαίγοντας στο σπίτι και φοβούμενη πια τον αδελφό μου, έτρεξα στην γειτόνισσα να με προστατέψει, γιατί η μάννα ακόμα δούλευε.

Πρέπει να έμεινα πάνω από ένα μήνα σπίτι της, φοβόμουνα να πάω σπίτι μας, όσο κι αν με καλόπαιρνε η μάννα και μού ‘λεγε ή ότι λείπει ο Παναής ή ότι με χτύπησε από αγάπη, γιατί κινδύνεψα να πνιγώ.

Για χρόνια μισούσα, φοβόμουνα και απέφευγα τον αδελφό μου, φοβούμενη μη με ξαναδείρει…

Όταν έλειπε η μάννα στην Αθήνα, στα άλλα παιδιά της, εγώ κοιμόμουνα σε θείες και γειτόνισσες.

«Με φοβάται», έλεγε ο Παναής, «δεν κοιμάται στο σπίτι», αλλά δεν θυμόταν, ότι εγώ τον φοβόμουνα γι’ αυτό το σκηνικό, κι όχι γιατί ήταν άντρας. «Μα είμαστε αδέλφια, τι φοβάται;» ρώταγε την θειά μου!

….Μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας, κατάλαβα την αγωνία και την αγάπη του αδελφού μου και από τότε, ήταν η αδυναμία μου. Κι όμως, ενώ θυμόμουνα όποτε έβλεπα κύμα, δεν το συζήτησα ποτέ μαζί του! Δεν πρόλαβα! Ρουφούσαμε το παρόν όταν συναντιόμασταν, κι όταν ερχόταν να με δει, εγώ έμενα ξάγρυπνη να τον σκεπάζω, ν’ ακούω το παραμιλητό του, να τον βλέπω, να χορταίνω περισσότερες στιγμές που τον είχα κοντά μου. Τον αγαπούσα ίσα με την μάννα, ίσως και παραπάνω από Εκείνη. Δυο χρόνια άρρωστος, κατέρρευσα. Έτρεχα κοντά του στα Νοσοκομεία και στις Κλινικές, μ’ έδιωχνε για να μη με βλέπει να υποφέρω, στο τέλος, λόγω κόβιντ συναντιόμασταν στα τρία μέτρα απόσταση, κλαίγαμε κι οι δυο, στα δε τηλέφωνα, λίγες φορές άντεχε να μου μιλήσει. Συγκινούνταν, έκλαιγε, ακούγοντας το όνομά μου. Με είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Μ’ αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα αδέλφια, (γιατί ήμουνα το μικρό )όπως κι εγώ… ακόμα, τον αγαπάω…

Τέσσερις μήνες απουσίας, σήμερα και δεν βρήκα την δύναμη να πάω, ούτε να τον Χαιρετήσω… ούτε στο μνήμα του…

Εγώ που χαιρέτησα δυναμικά, τόσους ανθρώπους, πέρα από συγγενείς, στον Πανάγο, δεν άντεξα, δεν ήθελα, μέχρι που αντέδρασε και η καρδιά.

Είναι και τα χιλιόμετρα… αλλά αυτό είναι ψέμα. Αν άντεχα, θα πήγαινα και περπατώντας ή πετώντας.

Είναι σίγουρα η άρνηση να το δεχτώ, μην καταρρεύσω και πρέπει να είμαι όρθια.

…Βλέπω τα κύματα, βλέπω τα μαύρα που φορώ, τηλεφωνώ και ρωτώ την νύφη μου: «τι κάνετε;» σα να είναι ακόμα εδώ.

Η λογική ξέρει, η καρδιά  κλωτσάει στην αλήθεια…

Ίσως λειτουργεί σαν το σωσίβιο… που τα σπίρτα βράχηκαν, μα η σπιρτάδα τους αντέχει, κι ανάβουν έντονα στις αναμνήσεις μου μαζί του… και γίνονται φλόγες, πυρκαγιές.

ΖΕΙΣ στην καρδιά μου και στην σκέψη μου, Πανάγο!

Πόσο πολύ μ’ αγάπησες…  αδελφέ μου, το ξέρω.

Γι’ αυτό δεν έρχεσαι στον ύπνο μου και στέλνεις τη μάννα…

ΑΘΑΝΑΤΟΣ, Πανάγο μου!

ΑΘΑΝΑΤΟΣ και ΑΓΙΟΣ!

*

ΥΓ. Διορθώσεις κειμένου, συγγνώμη, δε μπορώ να κάνω. Πιέστηκα όλη την προηγούμενη βδομάδα, κι απόψε θέλησε να βγει, με αφορμή το πρώτο κυκλάμινο. (ΕΔΩ)