Τα παιδιά της Κατακόμβης
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ
Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ
(ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ)
4. Ο ευνοούμενος
Ο Δάσκαλος είχε μιαν απαράβατη συνήθεια: να ερωτεύεται σχεδόν πάντα κάποιον πρωτοετή, έναν απ’ τους καινούργιους, και να του χαρίζει την εύνοιά του. Κι ο κλήρος εκείνη τη χρονιά έπεσε σ’ Αυτόν. Αυτός, μην έχοντας ιδέα γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα του Δασκάλου κι αναζητώντας υποσυνείδητα ένα υποκατάστατο του πατέρα που πάντα τού έλειπε, αγάπησε τον Δάσκαλο σαν πατέρα του, τον έκανε θεό του και τον τοποθέτησε ψηλά σε βάθρο για να μπορεί να τον λατρεύει –όπως ταιριάζει στους θεούς– από απόσταση. Εκστασιαζόταν μπροστά του, όπως όταν ήταν χριστιανόπουλο μπροστά στον Παντοκράτορα, ζωγραφισμένο ονειρικά απ’ τον Γουναρόπουλο ψηλά στον τρούλο της Αγίας Τριάδος κάθε φορά που εκκλησιαζόταν στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου της μεγάλης πολιτείας, ακολουθώντας τον αρχιμανδρίτη ιεροκήρυκα πατέρα Σεβαστιανό, που ήταν κι ο πνευματικός του πατέρας.
Γιατί τούτος ο Δάσκαλος δεν ήταν απ’ τους συνηθισμένους. Ήταν ένας μάγος, ένας θεός. Είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε χίλια πρόσωπα και να σε συναρπάζει, να σε ανεβάζει σε άλλες σφαίρες, σφαίρες πρωτόφαντης θεατρικής μαγείας και πνευματικής μεταρσίωσης. Μέσα σε δύο ώρες –δίωρο ήταν σχεδόν πάντα το μάθημά του– μεταμορφωνόταν σε δεκατετράχρονη Ιουλιέτα και την ίδια στιγμή στον Ρωμαίο της, στη συνέχεια στην παραμάνα της κι αμέσως μετά στην υπερευαίσθητη πόρνη Μπλανς Ντυμπουά και μαζί στον γήινο και πρωτόγονο Πολωνό Κοβάλσκι και σε όλες τις ηρωίδες και τους ήρωες του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, του Τσέχοφ, του Ίψεν και του Σαίξπηρ, καθώς και σε αμέτρητους άλλους χαρακτήρες, αριστοκράτες και λαϊκούς, νέους και γέρους, πόρνους και αγίους, κωμικούς και δραματικούς. Και σαν τη δασκάλα στα πρωτάκια, αγωνιζόταν και πάσχιζε, συλλαβή τη συλλαβή, λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, να μάθει τους μαθητές του να αισθάνονται και να αρθρώνουν, για να μπορέσουν κάποτε να εκπορθήσουν τις πύλες της υποκριτικής τέχνης και να εισχωρήσουν στη μαγεία και στον προορισμό του Θεάτρου, που δεν είναι άλλος από το «να κρατάει έναν καθρέφτη μπροστά στη φύση… Για να αποτυπώνει το μέτρο και τη σοφία της. Χωρίς φυσικά να παραμένει στη φωτογραφική μονοδιάστατη απεικόνισή της, αλλά να προχωράει στο ξαναζωντάμεμά της, αποκαλύπτοντας το τρισδιάστατο της εικόνας, το πολυδιάστατο των χαρακτήρων και της εποχής τους. Κι ακόμα να συλλαμβάνει και να ανασυνθέτει το νόημα που της προσδίδει ο πρωτογενής δημιουργός, ο συγγραφέας, μέσα όμως από την δική του ψυχοσύνθεση και οπτική, μέσα από την ευαισθησία του, τη φαντασία του και την καλλιέργειά του και μέσα από τα ερεθίσματα που δέχεται στο κορμί, στο νου και στην ψυχή του».
Τις ώρες της διδασκαλίας, Αυτός δεν έβλεπε το ανοικονόμητο κορμί του Δασκάλου με το ελαφρύ κύρτωμα στην πλάτη ούτε το τεράστιο στόμα του με τα χαλασμένα δόντια και με τα χοντρά, πάντα μισανοιγμένα και πάντα χαλαρά χείλη, τις σχεδόν πάντα υγρές άκρες του στόματός του· δεν έβλεπε την κρεατοελιά στο μάγουλό του και την πιτυρίδα που χιόνιζε, χειμώνα καλοκαίρι, τον λιγδωμένο γιακά και τους ώμους του μοναδικού μαύρου σακακιού του. Όλα αυτά εξαφανίζονταν ως διά μαγείας στις μεταμορφώσεις του τις ώρες της διδασκαλικής του μυσταγωγίας.
Δεν είχε ούτε μήνα στη σχολή, κι είχε ξεχωρίσει αισθητά ανάμεσα στους συμμαθητές του. Παρακολουθούσε αδιάλειπτα όλα τα μαθήματα υποκριτικής, αυτοσχεδιασμού, ορθοφωνίας, χορού και όλα τα θεωρητικά. Μάθαινε όχι μόνο τους δικούς του ρόλους αλλά και των συμμαθητών του κι έβγαινε έτσι διπλά κερδισμένος. Γιατί, την ώρα που οι συμμαθητές του διδάσκονταν τους ρόλους τους, Αυτός από κάτω σαν ακροατής, χαλαρός και χωρίς το σφίξιμο, το τρακ και την αγωνία του εξεταζόμενου, γνωρίζοντας τους ρόλους τους, αποτύπωνε πιο εύκολα και πιο ουσιαστικά τις παρατηρήσεις, τις διορθώσεις και όλη γενικά τη διδασκαλία του Δασκάλου. Κι όλο αυτό το πολύτιμο υλικό το επεξεργαζόταν το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό του.
Αυτόν τον πρώτο καιρό δεν ζούσε παρά μονάχα για τη σχολή και δεν ξοδευόταν σε τίποτε άλλο. Μονάχα τα πρωινά της Κυριακής, πεταγόταν λίγο για ένα ξεμούδιασμα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Για πρώτη φορά στη ζωή του μίσησε την κυριακάτικη αργία που τον κρατούσε μακριά απ’ την αγαπημένη του σχολή. Αλλά μια και δεν γινόταν να πάει Αυτός στη σχολή, έφερνε τη σχολή στο δωμάτιό του. Γινόταν ο ίδιος Δάσκαλος και μαθητές, αγόρια και κορίτσια. Ήξερε ήδη τους ρόλους όλων απέξω. Για ακροατήριο είχε τους συγκάτοικους της πανσιόν, που λόγω Κυριακής αργίας και απογεύματος βρίσκονταν οι περισσότεροι στα δωμάτιά τους κι απολάμβαναν τον «θεατρικό εσπερινό του», όπως είχε βαφτίσει ο Θόας τα κυριακάτικα θεατρικά του απογεύματα στην πανσιόν. Κι είχε γίνει συνήθεια σε όλους τους ενοίκους και τους κυριακάτικους επισκέπτες τους να παίρνουν θέσεις από νωρίς για να απολαύσουν την πρωτότυπη αυτή παράσταση, που την τέλειωνε πάντα με έναν από τους μονολόγους του Άμλετ, κι όλη η πανσιόν του Αίολου τρανταζόταν απ’ τα χειροκροτήματα και τα μπράβο.
Όλη αυτή η πρωτότυπη παράσταση μπορεί να είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον για τους θεατές της και να τους έδινε ιδιαίτερη ευχαρίστηση, ωστόσο Αυτόν τον φόρτιζε με μια υπερδιέγερση που καταστάλαζε σε μελαγχολία και κατάθλιψη, αισθήματα τον κρατούσαν ξάγρυπνο επί ώρες. Τότε έρχονταν και τον έζωναν μαύρες σκέψεις, αμφιβολίες, τύψεις κι ενοχές που εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο για το θέατρο, χωρίς να συμβουλευτεί και να ρωτήσει κανέναν και, προπάντων, δίχως να ενημερώσει την ίδια τη μητέρα του, που τον είχε ξορκίσει να κρατηθεί μακριά απ’ αυτό.
Όμως ποιον να ρωτήσει και ποιον να συμβουλευτεί; Σε ποιον να ανοίξει την καρδιά του και να μιλήσει για το θέατρο; Στο μελαχρινό κορίτσι απ’ την πατρίδα με τα μελιτζανιά, τα χοντρά χείλη που σπούδαζε φιλολογία, κι είχε μαζί της μια τρυφερή πλατωνική σχέση; Μα όταν τόλμησε, σε ανύποπτο χρόνο, να της κάνει κάποια νύξη γι’ αυτήν την ανομολόγητη κλίση του, αυτή, σαν δεύτερη μάνα του, τον αποστόμωσε: «Τότε διάλεξε: το θέατρο ή εμένα».
Ύστερα, αυτόν τον τελευταίο καιρό ζούσε μόνος του, δίχως φίλους, γιατί όλους τους φίλους του, τους πατριώτες συμμαθητές του που είχαν πετύχει στην Αθήνα σε διάφορες σχολές, και αυτούς που έμεναν σε ακραίες συνοικίες, όπου τα ενοίκια ήταν πιο φτηνά, και τους άλλους, τα παιδιά των αστών, που έμεναν στο κέντρο σε ακριβά δωμάτια και σιτίζονταν στο Παλλάδιο, όλους αυτούς τους είχε κάνει πέρα, ύστερα από την αυστηρή σύσταση-κανόνα που του είχε επιβάλει η δασκάλα του στο μάθημα της ορθοφωνίας: «Αν θέλεις να κάνεις καριέρα στο θέατρο, να φας ψωμί δηλαδή, πρέπει να μάθεις να μιλάς σωστά ελληνικά, να προφέρεις δηλαδή όλες τις συλλαβές και να μην τρως τις καταλήξεις, όπως κάνετε στην πατρίδα σου. Για να το πετύχεις αυτό, πρέπει να κόψεις μαχαίρι, όπως ο Μεγαλέξανδρος τον γόρδιο δεσμό, κάθε παρέα και συναναστροφή με τους πατριώτες σου και με τους δικούς σου. Κι ακόμα, αν έχεις φιλενάδα απ’ την πατρίδα σου, παράτησέ την αμέσως κι αντικατάστησέ την με βέρα Αθηναία. Μονάχα έτσι θα μάθεις να μιλάς σωστά».
«Παράτησέ την κι αντικατάστησέ την...» Αυτή η φράση της δασκάλας του τον προβλημάτισε για καιρό. Κι όχι τόσο αυτή καθαυτήν η φράση, όσο η ευκολία και ο κυνισμός με τα οποία ειπώθηκε. «Και τι είναι δηλαδή ένα κορίτσι με σαρκώδη όμορφα μελιτζανιά χείλη», σκεφτόταν, «πουκάμισο είναι να το πετάξεις και να το αντικαταστήσεις με άλλο; Και το θέατρο πάλι, τι είναι; Μινώταυρος που πρέπει να του θυσιάσεις τρυφερές παρθένες για να το εξευμενίσεις;»
Αυτόν τον πρώτο καιρό δεν κατάφερε να γίνει φίλος με κανέναν από τους συμμαθητές του, ούτε καν μ’ αυτούς που είχε «σκηνές» μαζί τους. Τους έβλεπε λίγο πριν απ’ το μάθημα, όπου πήγαινε πάντα πρώτος, και λίγο σε κάποια διαλείμματα, όταν αποφάσισε να βγαίνει στο καπνιστήριο για να μη νομίσουν πως τους σνομπάρει, όπως τον συμβούλεψε ο διπλανός του. Αυτοί περνούσαν από μπροστά του, του πετούσαν ένα βλέμμα, του ’λεγαν δεν του ’λεγαν ένα μασημένο «γεια», μερικοί αντάλλασσαν με το ζόρι μαζί του δυο-τρεις ξερές κουβέντες κι έφευγαν. Στη συνέχεια γίνονταν παρέες πιο πέρα απ’ Αυτόν, πειράζονταν και γελούσαν, ενώ Αυτός έστεκε ολομόναχος σαν ψωριασμένος, να αναρωτιέται τι άραγε να φταίει. Στην αρχή τού πέρασε απ’ το νου πως έφταιγε το ότι δεν κάπνιζε, γιατί, πώς να το κάνουμε, το τσιγάρο είναι ένας συνδετικός κρίκος, πάντα βοηθάει για μια προσέγγιση, για μια πρώτη επαφή. Είναι αλήθεια πως τον πρώτο καιρό που βγήκε στο καπνιστήριο κάποιοι απ’ τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές του τον πλησίασαν και του ζήτησαν άλλες φωτιά κι άλλοι τσιγάρο. Το στερεότυπο όμως «δεν έχω, δυστυχώς δεν καπνίζω» ήταν αποτρεπτικό και δεν έφερε δεύτερη κουβέντα, ούτε προώθησε καμιά επαφή. Έτσι σταμάτησαν να τον πλησιάζουν. Τότε πήγε κι αγόρασε ένα κουτί σπίρτα και στο διάλειμμα, εκεί που στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο, στην ίδια πάντα θέση, άναβε από κανένα σπίρτο, το κρατούσε επιδεικτικά αναμμένο και περίμενε να πάνε ν’ ανάψουν τα τσιγάρα τους. Όμως, κανένας και καμιά δεν τον πλησίασε. Έσκυβαν στις παρέες τους κι άναβαν ο ένας απ’ το τσιγάρο του άλλου, ώσπου το αναμμένο σπίρτο τού έκαιγε τα δάχτυλα και το πέταγε στο σταχτοδοχείο με την άμμο. Δεν εγκατέλειψε όμως την προσπάθεια και την άλλη μέρα αγόρασε ένα μικρό πακέτο τσιγάρα, Άριστα Ματσάγγου. Το κρατούσε κι αυτό επιδεικτικά ανοιχτό, περιμένοντάς τους να πάνε να του ζητήσουν τσιγάρο και ν’ αρχίσουν κουβέντα μαζί του. Όμως ούτε αυτή η δεύτερη προσπάθειά του έφερε το αποτέλεσμα που προσδοκούσε. Τον πλησίαζαν, έπαιρναν τσιγάρο, του ’λεγαν δεν του ’λεγαν ένα μασημένο «ευχαριστώ» και πήγαιναν και το κάπνιζαν στη συντροφιά τους. Κι Αυτός απόμενε πάλι μόνος με το πακέτο άδειο και γεμάτος απορία κι ερωτηματικά. Όπως το συνήθιζε, έριξε το φταίξιμο στον εαυτό του. Αυτός έφταιγε για τη συμπεριφορά των συμμαθητών του, Αυτός και κανένας άλλος. Αυτός ο ξένος, ο ουρανοκατέβατος, που ήρθε εκπρόθεσμα στη σχολή και μπήκε σφήνα στην τάξη και τάραξε την ισορροπία της με τη φόρα και τις επιδόσεις του και τους άρπαξε την εύνοια του Δασκάλου, που την εποφθαλμιούσαν και την επεδίωκαν με κάθε τρόπο τα περισσότερα απ’ τα αγόρια. Κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς ένιωθαν πως την άξιζαν δικαιωματικά και πίστευαν πως την είχαν σίγουρη, πριν φυσικά εμφανιστεί Αυτός. Κι έφταιγε ακόμα γιατί Αυτός είχε την πολυτέλεια να μην εργάζεται, ώστε να πηγαίνει πρώτος στη σχολή και να μην κάνει καμιά απουσία σε κανένα από τα μαθήματα, αντίθετα με τους περισσότερους συμμαθητές του που δεν πατούσαν στο μάθημα της ορθοφωνίας, –μολονότι οι μισοί ήταν από την επαρχία και είχαν προβληματική προφορά– και σνόμπαραν το μάθημα του χορού και την κοπανούσαν απ’ τα θεωρητικά, που ήταν συνήθως τις τελευταίες ώρες.
Σίγουρα Αυτός έφταιγε, γιατί όλοι σχεδόν οι συμμαθητές του κι ίσως μερικές συμμαθήτριες εργάζονταν σε δουλειές κουραστικές – κάποιοι μάλιστα δούλευαν σε οικοδομές. Έρχονταν για μάθημα στη σχολή κατευθείαν από τις δουλειές τους, τρέχοντας σχεδόν, με την ψυχή στο στόμα κι ένα σάντουιτς στο χέρι, που πολλές φορές δεν προλάβαιναν να το φάνε. Έτσι δεν είχαν το χρόνο που είχε Αυτός για να δουλέψουν τους ρόλους τους, πόσο μάλλον να δουλέψουν και τους ρόλους των συμμαθητών τους, όπως έκανε Αυτός στον μυστικό κι αθέμιτο ανταγωνισμό που με αθωότητα είχε θεσπίσει μόνος του. Κάποιοι απ’ τους επαρχιώτες συμμαθητές του δεν είχαν όχι μόνο το χιλιάρικο το μήνα που είχε Αυτός, αλλά ούτε το βδομαδιάτικο καλάθι με τα τρόφιμα.
Επιπλέον έφταιγε γιατί όταν ο Δάσκαλος τους διέκοπτε πάνω στις σκηνές που δούλευε, και τους μιλούσε για τον συγγραφέα και το έργο του, και ζητούσε τη γνώμη τους σχετικά, θέλοντας να διαπιστώσει τα διαβάσματά τους, τις γνώσεις τους, την καλλιέργειά τους, την κρίση τους και ταυτόχρονα να τους ερεθίσει πνευματικά, μέσα στη γενική μουγγαμάρα ήταν Αυτός πρώτος που έπαιρνε το λόγο και μιλούσε κι έλεγε πράγματα που έκαναν το πρόσωπο του Δασκάλου να λάμπει από βαθιά ικανοποίηση και κάποιους από τους συμμαθητές του να αλληλοκοιτάζονται με ζήλια και τάσεις συνωμοτικές.
Ωστόσο, υπήρχαν και κάποιοι, κυρίως κοπέλες, που αποτολμούσαν να τον υποστηρίξουν και να ισχυριστούν πως μόνο καλό έκανε, πως με την άμιλλα που επέβαλε με τον ερχομό του στην τάξη πέτυχε το ανέβασμά της. Η πλειονότητα βέβαια ειρωνευόταν αυτόν τον ισχυρισμό και τον κατηγορούσε ως παμπόνηρο και κρυψίνου, απόδειξη πως δεν ήξεραν ακόμα από πού τον έφερε ο Δάσκαλος, από πού τους κατέβηκε, γιατί δεν είχε πει σε κανέναν από πού κρατάει η σκούφια του, απλώς διαδόθηκε πως ήταν Θεσσαλός. Έλεγαν ακόμα πως ήταν ένας επιδειξιομανής σπασίκλας, που όλα αυτά τα έκανε βάσει σχεδίου, για να τους αρπάξει την εύνοια του Δασκάλου… Όλα δε τα περί άμιλλας ήταν κουραφέξαλα και μαλακίες, και πολύ σύντομα θα αποδεικνειόταν του λόγου το αληθές.
Πώς θα μπορούσαν, αλήθεια, να ξέρουν όλοι αυτοί οι επικριτές του τι μάχες έδωσε Αυτός με την μητέρα του, το περιβάλλον του και, προπαντός, με τον εαυτό του για το θέατρο. Πώς θα μπορούσαν να ξέρουν οι συμμαθητές του, αυτοί που τον απομόνωσαν κι επέβαλαν και στους άλλους την απομόνωσή του, ότι η παρεξηγήσιμη συμπεριφορά του δεν είχε τίποτα πονηρό και δόλιο σε βάρος τους, ότι προερχόταν από μια βαθύτερη ανάγκη του χαρακτήρα του για παραδοχή και επιβεβαίωση, για το χειροκρότημα και τον έπαινο, σύμφυτα όλα αυτού που λέμε ταλέντο...
Τον τελευταίο καιρό που ο Δάσκαλος του έδινε τον έναν ρόλο μετά τον άλλον και τον σήκωνε σε κάθε μάθημά του, η απομόνωση απ’ τους συμμαθητές του είχε αγγίξει τα όρια της καραντίνας. Του φέρονταν σαν να μην υπήρχε στη σχολή, σχεδόν δεν του μιλούσαν. Κι Αυτός, πέρα από τις όποιες ενοχές του απέναντί τους για την πρόοδό του και τους συχνούς επαίνους του Δασκάλου, κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι συμμαθητές του, με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά τους, δεν ζητούσαν τίποτε άλλο παρά να πάψει να είναι αυτός που είναι, να πάψει δηλαδή να είναι ο εαυτός του και να γίνει σαν αυτούς. Να πάψει να μελετάει, να πάψει να προχωράει, να πάψει να εξελίσσεται, να μείνει στάσιμος, για να μπορέσουν να τον φτάσουν. Με λίγα λόγια, να διαγράψει τη μέχρι τώρα πορεία του, τις άγιες εμπειρίες του, να πετάξει όλες τις πνευματικές αποσκευές του, που τόσο κοπίασε και μάτωσε για να τις αποκτήσει, και να χαμηλώσει, να κατέβει στο επίπεδό τους, κι όχι να προσπαθήσει να τους ανεβάσει στο δικό του... Αυτό ήταν αποφασισμένος να μην το κάνει ποτέ, με οποιοδήποτε κόστος. Δεν το έκανε τότε, στα δύσκολα χρόνια, τότε που ήταν παιδί ξένο, ορφανό κι απροστάτευτο, και θα το κάνει τώρα που ήταν δυνατός κι ένιωθε ασφαλής κάτω από την σκέπη της εύνοιας του μάγου Δασκάλου; Δεν θα μπορούσε άλλωστε να διανοηθεί να κάνει κάτι τέτοιο ύστερα από τα λόγια-υποθήκες του Δασκάλου με αφορμή το εγκώμιο που έπλεξε στη συμμαθήτριά του την Ελπίδα για τη δουλειά της στο ρόλο της μάνας απ’ τον Ματωμένο γάμο του Λόρκα, που Αυτός, όπως το συνήθιζε, τα ’γραψε στο σημειωματάριό του: «Θα σας βοηθήσω, όσους από σας έχετε δυνατότητες και θέλετε να πάτε μπροστά. Στόχος της δουλειάς μας εδώ είναι να ωθήσουμε ψηλά τους ταλαντούχους και να μπορέσουμε να τραβήξουμε στο ύψος τους τους ασθενέστερους. Δεν θα κατεβάσουμε ποτέ τους ταλαντούχους στο επίπεδο των ασθενέστερων εν ονόματι μιας θεωρητικής και αμφίβολης ισότητας. Αυτό αντίκειται στους νόμους της φύσης και στην εξέλιξη της τέχνης. Και το θέατρο είναι Τέχνη, δεν είναι συνδικαλισμός».
Κι Αυτός, ένας άβγαλτος νεαρός από την επαρχία που δεν είχε κλείσει ακόμα τον κύκλο της εφηβείας, μήτε καν τα δεκαεννιά του χρόνια, που μόλις πριν από μερικούς μήνες, κόβοντας έναν γόρδιο δεσμό, είχε δραπετεύσει από τις τάξεις του κατηχητικού και τώρα πάλι κόβοντας έναν δεύτερο γόρδιο δεσμό βρέθηκε ξαφνικά από τα έδρανα του αμφιθεάτρου της Νομικής στο ημιυπόγειο εργαστήρι μια Δραματικής Σχολής θαυμάτων, ευνοούμενος ενός θαυματοποιού Δασκάλου, ήταν φυσικό, αυτόν τον πρώτο καιρό, έτσι γρήγορα που εξελίχθηκαν τα πράγματα, να τα ’χει λίγο χαμένα, να νιώθει κάπως μετέωρος και να δέχεται αδιαμαρτύρητα, σχεδόν παθητικά, την απομόνωση που του είχε επιβληθεί. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, κατέφυγε στη σιωπηλή του περηφάνια. Αγνός κι ανυποψίαστος, αδιαφορούσε για το παρασκήνιο της σχολής και συνέχιζε να απολαμβάνει τα αγαθά της εύνοιας, χωρίς ίχνος αμφιβολίας πως την άξιζε, γιατί πίστευε πως δεν του χαρίστηκε, αλλά την κέρδισε με το σπαθί του, το ταλέντο, τη σκληρή δουλειά και την αφοσίωσή του στη σχολή και στον Δάσκαλο. Έπαιρνε όποιον ρόλο ήθελε σε όλους τους δασκάλους της υποκριτικής και όλοι του διέθεταν τον περισσότερο χρόνο τους. Δούλευε ταυτόχρονα έξι ρόλους, χώρια εκείνους των συμμαθητών του, διάβαζε δύο με τρία θεατρικά έργα την εβδομάδα και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τη ζήλια και το φθόνο τους. Βέβαια τα ένιωθε και τα έβλεπε όλα μέσα από την απομόνωσή του, αλλά κάποτε έπαψαν να τον προβληματίζουν, γιατί τα θεωρούσε όλα φυσικό επακόλουθο της άμιλλας και του ανταγωνισμού που υπάρχουν αναπόφευκτα σε μια Δραματική Σχολή, ειδικά στα δύο βασικά μαθήματά της, την υποκριτική και τον αυτοσχεδιασμό.
Τρεις όμως από τους συμμαθητές του, που δεν σκάμπαζαν από άμιλλες και τέτοια και τους ήταν αδύνατο να χωνέψουν που ένα «άκαπνο βλαχαδερό» τους άρπαξε την εύνοια του Δασκάλου, τα βρήκαν μεταξύ τους, συνασπίστηκαν κι άρχισαν να μηχανεύονται τρόπους και κόλπα για να τον βγάλουν από τη μέση, όσο ήταν ακόμα καιρός.
Οι δύο ήταν από τους ομορφονιούς της τάξης• το ’ξεραν και το ’δειχναν. Κυκλοφορούσαν μέσα στην αίθουσα κι έξω στο απαγορευμένο καπνιστήριο σαν τους καθαρόαιμους επιβήτορες στο ράντζο τους, προβάλλοντας φανερά τα εξωτερικά προσόντα και τις ιδιαίτερες προθέσεις τους. Το ’βλεπες στο ντύσιμό τους, στα κολλητά μπλουτζίν παντελόνια τους, και το διάβαζες στο πρόσωπο και στο βλέμμα τους.
Ο τρίτος υστερούσε σε εμφάνιση, αλλά υπερτερούσε σε πονηριά και μεθοδικότητα. Αμίλητος, αγέλαστος, αθόρυβος και μουλωχτός, έδειχνε να κατατρύχεται από κάποια έμμονη ιδέα, που για χάρη της είχε καλλιεργήσει τις παραπάνω ιδιότητες, και αδιαφορούσε για όλα τα μαθήματα, εκτός από το μάθημα του Δασκάλου. Καθόταν πάντα απέναντί του, τον κοίταζε συνέχεια στα μάτια και μαϊμούδιζε τις εκφράσεις του και τα συναισθήματά του. Χαμογελούσε ο Δάσκαλος, χαμογελούσε κι αυτός, θύμωνε ο Δάσκαλος, θύμωνε κι αυτός, έκλαιγε ο Δάσκαλος, έκλαιγε κι αυτός. Κι όλα αυτά στην υπηρεσία της έμμονης ιδέας του, που ο καθένας αντιλαμβανόταν πως δεν ήταν άλλη απ’ το να μπει στην Κατακόμβη με κάθε τρόπο, σαν κομπάρσος, σαν ταξιθέτης, σαν βοηθός ηλεκτρολόγου ή φωτιστή, με στόχο να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοια του Δασκάλου και να γίνει μια μέρα πρωταγωνιστής.
Από τους τρεις ήταν ο πιο ατάλαντος και ο πιο επικίνδυνος. Γιατί οι καθαρόαιμοι επιβήτορες είναι ευανάγνωστοι, τους διαβάζεις και παίρνεις τα μέτρα σου· ενώ τα μουλωχτά ανθρωπάκια είναι απρόβλεπτα και γι’ αυτό πιο εγκληματικά.
Και τι σύμπτωση! Οι δύο επιβήτορες ήταν κι αυτοί από την «αγία» επαρχία ενώ ο τρίτος Πειραιωτάκι. Είχαν και οι τρεις από έναν άγιο στο τοπωνύμιο της καταγωγής τους. Ο πρώτος ήταν απ’ τον Άγιο Στέφανο Αττικής, ο δεύτερος από τον Άγιο Γεώργιο Δημητσάνας κι ο τρίτος από τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη.
Η ανάληψη δράσης για να τον κάνουν στην μπάντα ήταν πια ζήτημα χρόνου και λεπτομέρειας.
5. Η πρώτη επικοινωνία
Ριγόζινο
Γεννήθηκε στην Ονοχωνιάδα, μια άσημη κωμόπολη στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, από μητέρα απλή νοικοκυρά και πατέρα σιδηροδρομικό, που μόλις είχε προσληφθεί στους Θεσσαλικούς Σιδηροδρόμους. Όλοι, συγγενείς και φίλοι, καλοτύχιζαν το παιδί κι εύχονταν στον πατέρα να στεριώσει επιτέλους σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί τις παρατούσε τη μια μετά την άλλη και δεν στέριωνε σε καμιά.
Ήταν το τρίτο παιδί των γονιών του και το μόνο εν ζωή. Τα άλλα δύο είχαν πεθάνει, ο πρωτότοκος Δημήτρης από ελονοσία και η πανέμορφη Φρειδερίκη από βάσκανο μάτι. Από φόβο μην τριτώσει το κακό, γιατί κι ο παππούς του ο Δημήτρης δεν ζούσε, Αυτόν τον βάφτισαν Αντώνη. Έτσι παρέβησαν το πατροπαράδοτο έθιμο που θέλει το πρώτο αγόρι του ζευγαριού να παίρνει το όνομα του παππού του, για να διαιωνίζεται το πατρογονικό όνομα. Αυτή η παράβαση χρεώθηκε φυσικά στη μητέρα του και εξόργισε τόσο τη γιαγιά του την Πανδώρα στο χωριό του πατέρα του, που έκανε τις σχέσεις πεθεράς-νύφης ακόμα πιο δύσκολες απ’ ό,τι ήταν πριν απ’ το γάμο, που η γιαγιά Πανδώρα δεν τον ενέκρινε και τον πολέμησε με λύσσα ώς την τελευταία στιγμή.
Νονά του ήταν η γιατρίνα, που έμενε απέναντι απ’ το σπίτι τους και τον λάτρευε σχεδόν πιο πολύ κι απ’ τα εγγόνια της, που τύχαινε να ’ναι όλα κορίτσια. Απ’ την ημέρα που γεννήθηκε, οι γονείς του έτρεμαν και λαχταρούσαν γι’ Αυτόν, μην τους πάθει τίποτα και τον χάσουν. Τον ντάντευαν, τον έπαιζαν κι όλο μ’ Αυτόν ασχολούνταν. Ο πατέρας του τού κουβαλούσε απ’ τον Σιδηροδρομικό Συνεταιρισμό και του πουλιού το γάλα, σοκολατάκια, σταφίδες, τετράδια ιχνογραφίας, χρωματιστά μολύβια και μολυβένια στρατιωτάκια. Και η μητέρα του τον νανούριζε τα βράδια με ποιήματα, δημοτικά τραγούδια και νυφιάτικα μοιρολόγια:
Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
Μάνα μ’ με, καλέ, μάνα μ’ με ’διωχνε...
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρονών, και η πρώτη εικόνα που καταγράφηκε στη μνήμη του ήταν ένα δειλινό στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, απέναντι απ’ το σπίτι του, να χοροπηδάει μαζί με άλλους μικρούς και μεγάλους και να ξελαρυγγιάζεται: «Πήραμε την Κορυτσά, πήραμε το Τεπελένι!». Και λίγο καιρό μετά, στο υπόγειο καταφύγιο του διπλανού ξενοδοχείου, να χώνεται λαχταρισμένος στην αγκαλιά της μάνας του και να βουλώνει τ’ αυτιά του με τα χεράκια του για να μην ακούει τα γερμανικά στούκας που βομβάρδιζαν τον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου σκοτώθηκε ο σταθμάρχης με την κόρη του και στρατιώτες που γύριζαν με το τραίνο από την Αλβανία.
Ένα ήρεμο δειλινό, ο πατέρας του αργούσε πολύ να γυρίσει στο σπίτι απ’ τη δουλειά του. Η μητέρα του δίπλα στο παράθυρο μπάλωνε τα ρούχα του και κάθε τόσο έριχνε ανήσυχες ματιές κάτω στην πλατεία για να τον δει να ’ρχεται και να ησυχάσει. Κι Αυτός, ριγμένος ολόκληρος πάνω στο ψηλό στρογγυλό τραπέζι, σχεδίαζε κάτι αλλόκοτα πουλιά σαν αερόπλανα στο τετράδιο ιχνογραφίας με τα χρωματιστά μολύβια του. Όταν πήρε να σκοτεινιάζει μες στο δωμάτιο, η μητέρα του σηκώθηκε, άναψε πρώτα την κρεμαστή καντήλα στο εικόνισμα, καθάρισε το λαμπόγυαλο, άναψε τη λάμπα και την πήγε στο τραπέζι πλάι του. «Να μην πάθουν τα μάτια σου», του ’πε, κι έγειρε το πρόσωπό της στο κεφαλάκι του να του φιλήσει τα μαλλιά, αλλά σταμάτησε ν’ αφουγκραστεί κάτι δειλά βήματα που ανέβαιναν την εξωτερική σκάλα που και έμοιαζαν με του πατέρα του.
Ήταν ένας συνάδελφός του, που της έδωσε μουδιασμένα ένα σημείωμα κι έφυγε το ίδιο μουδιασμένα, χωρίς να της πει άλλο τίποτα παρά μονάχα: «Αυτό μου το ’δωσε ο Θανάσης για να σ’ το φέρω». Ψύχραιμη και περήφανη η μητέρα του δεν καταδέχτηκε να τον ρωτήσει τίποτα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και προχώρησε προς τη λάμπα στο τραπέζι ξεδιπλώνοντας το σημείωμα του πατέρα του, που έγραφε: «Δασκαλοπούλα μου...». Πάντα έτσι τρυφερά την προσφωνούσε, όχι γιατί ήταν κόρη δασκάλου, αλλά για να την εξευμενίσει όταν επρόκειτο να κάνει κάτι παρορμητικό ή το ’χε κάνει ήδη, και ήξερε καλά πως δεν θα το ενέκρινε. «Δασκαλοπούλα μου, μην τρομάξεις, φεύγω για το βουνό. Βασανίστηκα πολύ μέχρι να το αποφασίσω, σκεφτόμουνα εσένα και το παιδί, δεν ήξερα πού θα ’πρεπε να σας αφήσω, γιατί οι μέρες που έρχονται θα ’ναι πολύ δύσκολες για όλους. Γι’ αυτό, κλείσε καλά το σπίτι, πάρε το παιδί και σύρτε στο χωριό, στη μάνα μου. Πριν φτάσετε εσείς εκεί, θα ’χω περάσει πρωτύτερα εγώ και θα τους έχω ενημερώσει να σας περιμένουν. Και μην το κουνήσετε από εκεί, ό,τι κι αν σας συμβεί. Δεν θ’ αργήσω να ’ρθω να σας δω. Σας φιλώ και τους δυο σας. Ο Θανάσης σου. Υ.Γ. Δασκαλοπούλα μου, το παιδί και τα μάτια σου».
Είδε τη μητέρα του να σωριάζεται στην καρέκλα απέναντί του, να γέρνει το μέτωπό της στη γροθιά που κρατούσε το σημείωμά του και να το τσαλακώνει για να το λιώσει. Κι από κείνο το βράδυ Αυτός άρχισε να παρατηρεί τη μητέρα του και να καταγράφει μέσα του κινήσεις, εκφράσεις και εύγλωττες σιωπές της, συνειδητοποιώντας μέρα με τη μέρα πόσο πολύ η μητέρα του αγαπούσε τον πατέρα του κι έκανε πάντα ό,τι της ζητούσε. Μόνο και μόνο για να τον ευχαριστήσει· κι ας μη συμφωνούσε ποτέ μαζί του και σε τίποτα.
Το ίδιο εκείνο βράδυ τον πήρε στο κρεβάτι της και τον κοίμισε με το πιο σπαραχτικό νανούρισμα:
Όταν ήμουνα τριών ετών και πάτησα τεσσάρω,
καλύτερα, μανούλα μου, να με ’δωνες στο χάρο...
Την επαύριο που ήταν Σάββατο, αφού αποχαιρέτησαν τη νονά του κι έκλεισαν καλά το σπίτι, ανέβηκαν στο διπλόκαρο ενός συγχωριανού και συγγενή του πατέρα του, που είχε έρθει στο σαββατιάτικο παζάρι της Ονοχωνιάδας για ψώνια, κι αφού κάνανε μια μικρή στάση στο σπίτι της θείας Βάγιας που ήταν στο δρόμο τους, για να την αποχαιρετήσουν και να της δώσουν τα κλειδιά του σπιτιού τους για ώρα ανάγκης, φτάσανε στο Ριγόζινο, το χωριό του πατέρα του, το δειλινό και μπήκαν με το διπλόκαρο στην απέραντη λιθόστρωτη αυλή, προγκίζοντας κότες, πάπιες, χήνες και περιστέρια. Κι είδαν τη γιαγιά Πανδώρα, τον παππού Ζαρλάγκα και τις δύο δίδυμες κόρες τους να παρατάνε τις δουλειές τους, σκουπίζοντας όπως όπως τα χέρια στην ποδιά τους, να τρέχουν καταπάνω τους, να τους αρπάζουν και τους δυο στην αγκαλιά τους και να μην ξέρουν τι να τους κάνουν και πώς να τους δείξουν τη χαρά τους που έφτασαν επιτέλους κοντά τους.
Αυτή η τόσο εγκάρδια υποδοχή παραξένεψε πολύ τη μητέρα του και την προβλημάτισε ακόμα περισσότερο. Και είχε τους λόγους της. Ο πρώτος ήταν πως με την πεθερά της δεν τα πήγε ποτέ καλά· ο δεύτερος και ουσιαστικότερος πως η τωρινή οικογένεια της γιαγιάς δεν ήταν η πραγματική οικογένεια του πατέρα του, εκτός βέβαια από την ίδια τη γιαγιά, που ήταν πράγματι η μάνα που τον γέννησε. Γιατί μετά την άγρια δολοφονία του πρώτου της άντρα, του παππού του Δημήτρη Καραπάνου, από τον μικρότερο αδερφό του «για μια μπάλα χορτάρι» –όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής συγκλονίζοντας το πανελλήνιο– η γιαγιά Πανδώρα ξαναπαντρεύτηκε και πήρε τον Ζαρλάγκα, τον τωρινό άντρα της, κι έκανε μαζί του τις δίδυμες κόρες, τις μελαδελφές του πατέρα του, την Αθανασία και την Κρυστάλλω, που τώρα έμπαιναν στην εφηβεία κι ετοίμαζαν στον αργαλειό και στα νυχτέρια τα προικιά τους.
Χαρούμενη και συγκινημένη που το έχω στα χέρια μου, έτσι κι αλλιώς!
"ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ, ΠΟΛΥΤΑΛΑΝΤΕ, ΒΑΣΙΛΗ!"
Υγ. Σκύβω το κεφάλι για τα καλά σου λόγια... "Σ' ευχαριστώ" πολύ που με μετράς στους φίλους!
Νιώθω υπερήφανη, πραγματικά που σε γνώρισα, τόσο εσένα, όσο και την Αμαλία, την εξίσου πολυτάλαντη!
Υγεία, Αγάπη και πάντα ποιοτικές δημιουργίες!
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ
Εκδόσεις ΣΜΙΛΗ
(ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ)
4. Ο ευνοούμενος
Ο Δάσκαλος είχε μιαν απαράβατη συνήθεια: να ερωτεύεται σχεδόν πάντα κάποιον πρωτοετή, έναν απ’ τους καινούργιους, και να του χαρίζει την εύνοιά του. Κι ο κλήρος εκείνη τη χρονιά έπεσε σ’ Αυτόν. Αυτός, μην έχοντας ιδέα γι’ αυτήν την ιδιαιτερότητα του Δασκάλου κι αναζητώντας υποσυνείδητα ένα υποκατάστατο του πατέρα που πάντα τού έλειπε, αγάπησε τον Δάσκαλο σαν πατέρα του, τον έκανε θεό του και τον τοποθέτησε ψηλά σε βάθρο για να μπορεί να τον λατρεύει –όπως ταιριάζει στους θεούς– από απόσταση. Εκστασιαζόταν μπροστά του, όπως όταν ήταν χριστιανόπουλο μπροστά στον Παντοκράτορα, ζωγραφισμένο ονειρικά απ’ τον Γουναρόπουλο ψηλά στον τρούλο της Αγίας Τριάδος κάθε φορά που εκκλησιαζόταν στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου της μεγάλης πολιτείας, ακολουθώντας τον αρχιμανδρίτη ιεροκήρυκα πατέρα Σεβαστιανό, που ήταν κι ο πνευματικός του πατέρας.
Γιατί τούτος ο Δάσκαλος δεν ήταν απ’ τους συνηθισμένους. Ήταν ένας μάγος, ένας θεός. Είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε χίλια πρόσωπα και να σε συναρπάζει, να σε ανεβάζει σε άλλες σφαίρες, σφαίρες πρωτόφαντης θεατρικής μαγείας και πνευματικής μεταρσίωσης. Μέσα σε δύο ώρες –δίωρο ήταν σχεδόν πάντα το μάθημά του– μεταμορφωνόταν σε δεκατετράχρονη Ιουλιέτα και την ίδια στιγμή στον Ρωμαίο της, στη συνέχεια στην παραμάνα της κι αμέσως μετά στην υπερευαίσθητη πόρνη Μπλανς Ντυμπουά και μαζί στον γήινο και πρωτόγονο Πολωνό Κοβάλσκι και σε όλες τις ηρωίδες και τους ήρωες του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, του Τσέχοφ, του Ίψεν και του Σαίξπηρ, καθώς και σε αμέτρητους άλλους χαρακτήρες, αριστοκράτες και λαϊκούς, νέους και γέρους, πόρνους και αγίους, κωμικούς και δραματικούς. Και σαν τη δασκάλα στα πρωτάκια, αγωνιζόταν και πάσχιζε, συλλαβή τη συλλαβή, λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, να μάθει τους μαθητές του να αισθάνονται και να αρθρώνουν, για να μπορέσουν κάποτε να εκπορθήσουν τις πύλες της υποκριτικής τέχνης και να εισχωρήσουν στη μαγεία και στον προορισμό του Θεάτρου, που δεν είναι άλλος από το «να κρατάει έναν καθρέφτη μπροστά στη φύση… Για να αποτυπώνει το μέτρο και τη σοφία της. Χωρίς φυσικά να παραμένει στη φωτογραφική μονοδιάστατη απεικόνισή της, αλλά να προχωράει στο ξαναζωντάμεμά της, αποκαλύπτοντας το τρισδιάστατο της εικόνας, το πολυδιάστατο των χαρακτήρων και της εποχής τους. Κι ακόμα να συλλαμβάνει και να ανασυνθέτει το νόημα που της προσδίδει ο πρωτογενής δημιουργός, ο συγγραφέας, μέσα όμως από την δική του ψυχοσύνθεση και οπτική, μέσα από την ευαισθησία του, τη φαντασία του και την καλλιέργειά του και μέσα από τα ερεθίσματα που δέχεται στο κορμί, στο νου και στην ψυχή του».
Τις ώρες της διδασκαλίας, Αυτός δεν έβλεπε το ανοικονόμητο κορμί του Δασκάλου με το ελαφρύ κύρτωμα στην πλάτη ούτε το τεράστιο στόμα του με τα χαλασμένα δόντια και με τα χοντρά, πάντα μισανοιγμένα και πάντα χαλαρά χείλη, τις σχεδόν πάντα υγρές άκρες του στόματός του· δεν έβλεπε την κρεατοελιά στο μάγουλό του και την πιτυρίδα που χιόνιζε, χειμώνα καλοκαίρι, τον λιγδωμένο γιακά και τους ώμους του μοναδικού μαύρου σακακιού του. Όλα αυτά εξαφανίζονταν ως διά μαγείας στις μεταμορφώσεις του τις ώρες της διδασκαλικής του μυσταγωγίας.
Δεν είχε ούτε μήνα στη σχολή, κι είχε ξεχωρίσει αισθητά ανάμεσα στους συμμαθητές του. Παρακολουθούσε αδιάλειπτα όλα τα μαθήματα υποκριτικής, αυτοσχεδιασμού, ορθοφωνίας, χορού και όλα τα θεωρητικά. Μάθαινε όχι μόνο τους δικούς του ρόλους αλλά και των συμμαθητών του κι έβγαινε έτσι διπλά κερδισμένος. Γιατί, την ώρα που οι συμμαθητές του διδάσκονταν τους ρόλους τους, Αυτός από κάτω σαν ακροατής, χαλαρός και χωρίς το σφίξιμο, το τρακ και την αγωνία του εξεταζόμενου, γνωρίζοντας τους ρόλους τους, αποτύπωνε πιο εύκολα και πιο ουσιαστικά τις παρατηρήσεις, τις διορθώσεις και όλη γενικά τη διδασκαλία του Δασκάλου. Κι όλο αυτό το πολύτιμο υλικό το επεξεργαζόταν το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό του.
Αυτόν τον πρώτο καιρό δεν ζούσε παρά μονάχα για τη σχολή και δεν ξοδευόταν σε τίποτε άλλο. Μονάχα τα πρωινά της Κυριακής, πεταγόταν λίγο για ένα ξεμούδιασμα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Για πρώτη φορά στη ζωή του μίσησε την κυριακάτικη αργία που τον κρατούσε μακριά απ’ την αγαπημένη του σχολή. Αλλά μια και δεν γινόταν να πάει Αυτός στη σχολή, έφερνε τη σχολή στο δωμάτιό του. Γινόταν ο ίδιος Δάσκαλος και μαθητές, αγόρια και κορίτσια. Ήξερε ήδη τους ρόλους όλων απέξω. Για ακροατήριο είχε τους συγκάτοικους της πανσιόν, που λόγω Κυριακής αργίας και απογεύματος βρίσκονταν οι περισσότεροι στα δωμάτιά τους κι απολάμβαναν τον «θεατρικό εσπερινό του», όπως είχε βαφτίσει ο Θόας τα κυριακάτικα θεατρικά του απογεύματα στην πανσιόν. Κι είχε γίνει συνήθεια σε όλους τους ενοίκους και τους κυριακάτικους επισκέπτες τους να παίρνουν θέσεις από νωρίς για να απολαύσουν την πρωτότυπη αυτή παράσταση, που την τέλειωνε πάντα με έναν από τους μονολόγους του Άμλετ, κι όλη η πανσιόν του Αίολου τρανταζόταν απ’ τα χειροκροτήματα και τα μπράβο.
Όλη αυτή η πρωτότυπη παράσταση μπορεί να είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον για τους θεατές της και να τους έδινε ιδιαίτερη ευχαρίστηση, ωστόσο Αυτόν τον φόρτιζε με μια υπερδιέγερση που καταστάλαζε σε μελαγχολία και κατάθλιψη, αισθήματα τον κρατούσαν ξάγρυπνο επί ώρες. Τότε έρχονταν και τον έζωναν μαύρες σκέψεις, αμφιβολίες, τύψεις κι ενοχές που εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο για το θέατρο, χωρίς να συμβουλευτεί και να ρωτήσει κανέναν και, προπάντων, δίχως να ενημερώσει την ίδια τη μητέρα του, που τον είχε ξορκίσει να κρατηθεί μακριά απ’ αυτό.
Όμως ποιον να ρωτήσει και ποιον να συμβουλευτεί; Σε ποιον να ανοίξει την καρδιά του και να μιλήσει για το θέατρο; Στο μελαχρινό κορίτσι απ’ την πατρίδα με τα μελιτζανιά, τα χοντρά χείλη που σπούδαζε φιλολογία, κι είχε μαζί της μια τρυφερή πλατωνική σχέση; Μα όταν τόλμησε, σε ανύποπτο χρόνο, να της κάνει κάποια νύξη γι’ αυτήν την ανομολόγητη κλίση του, αυτή, σαν δεύτερη μάνα του, τον αποστόμωσε: «Τότε διάλεξε: το θέατρο ή εμένα».
Ύστερα, αυτόν τον τελευταίο καιρό ζούσε μόνος του, δίχως φίλους, γιατί όλους τους φίλους του, τους πατριώτες συμμαθητές του που είχαν πετύχει στην Αθήνα σε διάφορες σχολές, και αυτούς που έμεναν σε ακραίες συνοικίες, όπου τα ενοίκια ήταν πιο φτηνά, και τους άλλους, τα παιδιά των αστών, που έμεναν στο κέντρο σε ακριβά δωμάτια και σιτίζονταν στο Παλλάδιο, όλους αυτούς τους είχε κάνει πέρα, ύστερα από την αυστηρή σύσταση-κανόνα που του είχε επιβάλει η δασκάλα του στο μάθημα της ορθοφωνίας: «Αν θέλεις να κάνεις καριέρα στο θέατρο, να φας ψωμί δηλαδή, πρέπει να μάθεις να μιλάς σωστά ελληνικά, να προφέρεις δηλαδή όλες τις συλλαβές και να μην τρως τις καταλήξεις, όπως κάνετε στην πατρίδα σου. Για να το πετύχεις αυτό, πρέπει να κόψεις μαχαίρι, όπως ο Μεγαλέξανδρος τον γόρδιο δεσμό, κάθε παρέα και συναναστροφή με τους πατριώτες σου και με τους δικούς σου. Κι ακόμα, αν έχεις φιλενάδα απ’ την πατρίδα σου, παράτησέ την αμέσως κι αντικατάστησέ την με βέρα Αθηναία. Μονάχα έτσι θα μάθεις να μιλάς σωστά».
«Παράτησέ την κι αντικατάστησέ την...» Αυτή η φράση της δασκάλας του τον προβλημάτισε για καιρό. Κι όχι τόσο αυτή καθαυτήν η φράση, όσο η ευκολία και ο κυνισμός με τα οποία ειπώθηκε. «Και τι είναι δηλαδή ένα κορίτσι με σαρκώδη όμορφα μελιτζανιά χείλη», σκεφτόταν, «πουκάμισο είναι να το πετάξεις και να το αντικαταστήσεις με άλλο; Και το θέατρο πάλι, τι είναι; Μινώταυρος που πρέπει να του θυσιάσεις τρυφερές παρθένες για να το εξευμενίσεις;»
Αυτόν τον πρώτο καιρό δεν κατάφερε να γίνει φίλος με κανέναν από τους συμμαθητές του, ούτε καν μ’ αυτούς που είχε «σκηνές» μαζί τους. Τους έβλεπε λίγο πριν απ’ το μάθημα, όπου πήγαινε πάντα πρώτος, και λίγο σε κάποια διαλείμματα, όταν αποφάσισε να βγαίνει στο καπνιστήριο για να μη νομίσουν πως τους σνομπάρει, όπως τον συμβούλεψε ο διπλανός του. Αυτοί περνούσαν από μπροστά του, του πετούσαν ένα βλέμμα, του ’λεγαν δεν του ’λεγαν ένα μασημένο «γεια», μερικοί αντάλλασσαν με το ζόρι μαζί του δυο-τρεις ξερές κουβέντες κι έφευγαν. Στη συνέχεια γίνονταν παρέες πιο πέρα απ’ Αυτόν, πειράζονταν και γελούσαν, ενώ Αυτός έστεκε ολομόναχος σαν ψωριασμένος, να αναρωτιέται τι άραγε να φταίει. Στην αρχή τού πέρασε απ’ το νου πως έφταιγε το ότι δεν κάπνιζε, γιατί, πώς να το κάνουμε, το τσιγάρο είναι ένας συνδετικός κρίκος, πάντα βοηθάει για μια προσέγγιση, για μια πρώτη επαφή. Είναι αλήθεια πως τον πρώτο καιρό που βγήκε στο καπνιστήριο κάποιοι απ’ τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές του τον πλησίασαν και του ζήτησαν άλλες φωτιά κι άλλοι τσιγάρο. Το στερεότυπο όμως «δεν έχω, δυστυχώς δεν καπνίζω» ήταν αποτρεπτικό και δεν έφερε δεύτερη κουβέντα, ούτε προώθησε καμιά επαφή. Έτσι σταμάτησαν να τον πλησιάζουν. Τότε πήγε κι αγόρασε ένα κουτί σπίρτα και στο διάλειμμα, εκεί που στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο, στην ίδια πάντα θέση, άναβε από κανένα σπίρτο, το κρατούσε επιδεικτικά αναμμένο και περίμενε να πάνε ν’ ανάψουν τα τσιγάρα τους. Όμως, κανένας και καμιά δεν τον πλησίασε. Έσκυβαν στις παρέες τους κι άναβαν ο ένας απ’ το τσιγάρο του άλλου, ώσπου το αναμμένο σπίρτο τού έκαιγε τα δάχτυλα και το πέταγε στο σταχτοδοχείο με την άμμο. Δεν εγκατέλειψε όμως την προσπάθεια και την άλλη μέρα αγόρασε ένα μικρό πακέτο τσιγάρα, Άριστα Ματσάγγου. Το κρατούσε κι αυτό επιδεικτικά ανοιχτό, περιμένοντάς τους να πάνε να του ζητήσουν τσιγάρο και ν’ αρχίσουν κουβέντα μαζί του. Όμως ούτε αυτή η δεύτερη προσπάθειά του έφερε το αποτέλεσμα που προσδοκούσε. Τον πλησίαζαν, έπαιρναν τσιγάρο, του ’λεγαν δεν του ’λεγαν ένα μασημένο «ευχαριστώ» και πήγαιναν και το κάπνιζαν στη συντροφιά τους. Κι Αυτός απόμενε πάλι μόνος με το πακέτο άδειο και γεμάτος απορία κι ερωτηματικά. Όπως το συνήθιζε, έριξε το φταίξιμο στον εαυτό του. Αυτός έφταιγε για τη συμπεριφορά των συμμαθητών του, Αυτός και κανένας άλλος. Αυτός ο ξένος, ο ουρανοκατέβατος, που ήρθε εκπρόθεσμα στη σχολή και μπήκε σφήνα στην τάξη και τάραξε την ισορροπία της με τη φόρα και τις επιδόσεις του και τους άρπαξε την εύνοια του Δασκάλου, που την εποφθαλμιούσαν και την επεδίωκαν με κάθε τρόπο τα περισσότερα απ’ τα αγόρια. Κάποιοι μάλιστα απ’ αυτούς ένιωθαν πως την άξιζαν δικαιωματικά και πίστευαν πως την είχαν σίγουρη, πριν φυσικά εμφανιστεί Αυτός. Κι έφταιγε ακόμα γιατί Αυτός είχε την πολυτέλεια να μην εργάζεται, ώστε να πηγαίνει πρώτος στη σχολή και να μην κάνει καμιά απουσία σε κανένα από τα μαθήματα, αντίθετα με τους περισσότερους συμμαθητές του που δεν πατούσαν στο μάθημα της ορθοφωνίας, –μολονότι οι μισοί ήταν από την επαρχία και είχαν προβληματική προφορά– και σνόμπαραν το μάθημα του χορού και την κοπανούσαν απ’ τα θεωρητικά, που ήταν συνήθως τις τελευταίες ώρες.
Σίγουρα Αυτός έφταιγε, γιατί όλοι σχεδόν οι συμμαθητές του κι ίσως μερικές συμμαθήτριες εργάζονταν σε δουλειές κουραστικές – κάποιοι μάλιστα δούλευαν σε οικοδομές. Έρχονταν για μάθημα στη σχολή κατευθείαν από τις δουλειές τους, τρέχοντας σχεδόν, με την ψυχή στο στόμα κι ένα σάντουιτς στο χέρι, που πολλές φορές δεν προλάβαιναν να το φάνε. Έτσι δεν είχαν το χρόνο που είχε Αυτός για να δουλέψουν τους ρόλους τους, πόσο μάλλον να δουλέψουν και τους ρόλους των συμμαθητών τους, όπως έκανε Αυτός στον μυστικό κι αθέμιτο ανταγωνισμό που με αθωότητα είχε θεσπίσει μόνος του. Κάποιοι απ’ τους επαρχιώτες συμμαθητές του δεν είχαν όχι μόνο το χιλιάρικο το μήνα που είχε Αυτός, αλλά ούτε το βδομαδιάτικο καλάθι με τα τρόφιμα.
Επιπλέον έφταιγε γιατί όταν ο Δάσκαλος τους διέκοπτε πάνω στις σκηνές που δούλευε, και τους μιλούσε για τον συγγραφέα και το έργο του, και ζητούσε τη γνώμη τους σχετικά, θέλοντας να διαπιστώσει τα διαβάσματά τους, τις γνώσεις τους, την καλλιέργειά τους, την κρίση τους και ταυτόχρονα να τους ερεθίσει πνευματικά, μέσα στη γενική μουγγαμάρα ήταν Αυτός πρώτος που έπαιρνε το λόγο και μιλούσε κι έλεγε πράγματα που έκαναν το πρόσωπο του Δασκάλου να λάμπει από βαθιά ικανοποίηση και κάποιους από τους συμμαθητές του να αλληλοκοιτάζονται με ζήλια και τάσεις συνωμοτικές.
Ωστόσο, υπήρχαν και κάποιοι, κυρίως κοπέλες, που αποτολμούσαν να τον υποστηρίξουν και να ισχυριστούν πως μόνο καλό έκανε, πως με την άμιλλα που επέβαλε με τον ερχομό του στην τάξη πέτυχε το ανέβασμά της. Η πλειονότητα βέβαια ειρωνευόταν αυτόν τον ισχυρισμό και τον κατηγορούσε ως παμπόνηρο και κρυψίνου, απόδειξη πως δεν ήξεραν ακόμα από πού τον έφερε ο Δάσκαλος, από πού τους κατέβηκε, γιατί δεν είχε πει σε κανέναν από πού κρατάει η σκούφια του, απλώς διαδόθηκε πως ήταν Θεσσαλός. Έλεγαν ακόμα πως ήταν ένας επιδειξιομανής σπασίκλας, που όλα αυτά τα έκανε βάσει σχεδίου, για να τους αρπάξει την εύνοια του Δασκάλου… Όλα δε τα περί άμιλλας ήταν κουραφέξαλα και μαλακίες, και πολύ σύντομα θα αποδεικνειόταν του λόγου το αληθές.
Πώς θα μπορούσαν, αλήθεια, να ξέρουν όλοι αυτοί οι επικριτές του τι μάχες έδωσε Αυτός με την μητέρα του, το περιβάλλον του και, προπαντός, με τον εαυτό του για το θέατρο. Πώς θα μπορούσαν να ξέρουν οι συμμαθητές του, αυτοί που τον απομόνωσαν κι επέβαλαν και στους άλλους την απομόνωσή του, ότι η παρεξηγήσιμη συμπεριφορά του δεν είχε τίποτα πονηρό και δόλιο σε βάρος τους, ότι προερχόταν από μια βαθύτερη ανάγκη του χαρακτήρα του για παραδοχή και επιβεβαίωση, για το χειροκρότημα και τον έπαινο, σύμφυτα όλα αυτού που λέμε ταλέντο...
Τον τελευταίο καιρό που ο Δάσκαλος του έδινε τον έναν ρόλο μετά τον άλλον και τον σήκωνε σε κάθε μάθημά του, η απομόνωση απ’ τους συμμαθητές του είχε αγγίξει τα όρια της καραντίνας. Του φέρονταν σαν να μην υπήρχε στη σχολή, σχεδόν δεν του μιλούσαν. Κι Αυτός, πέρα από τις όποιες ενοχές του απέναντί τους για την πρόοδό του και τους συχνούς επαίνους του Δασκάλου, κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι συμμαθητές του, με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά τους, δεν ζητούσαν τίποτε άλλο παρά να πάψει να είναι αυτός που είναι, να πάψει δηλαδή να είναι ο εαυτός του και να γίνει σαν αυτούς. Να πάψει να μελετάει, να πάψει να προχωράει, να πάψει να εξελίσσεται, να μείνει στάσιμος, για να μπορέσουν να τον φτάσουν. Με λίγα λόγια, να διαγράψει τη μέχρι τώρα πορεία του, τις άγιες εμπειρίες του, να πετάξει όλες τις πνευματικές αποσκευές του, που τόσο κοπίασε και μάτωσε για να τις αποκτήσει, και να χαμηλώσει, να κατέβει στο επίπεδό τους, κι όχι να προσπαθήσει να τους ανεβάσει στο δικό του... Αυτό ήταν αποφασισμένος να μην το κάνει ποτέ, με οποιοδήποτε κόστος. Δεν το έκανε τότε, στα δύσκολα χρόνια, τότε που ήταν παιδί ξένο, ορφανό κι απροστάτευτο, και θα το κάνει τώρα που ήταν δυνατός κι ένιωθε ασφαλής κάτω από την σκέπη της εύνοιας του μάγου Δασκάλου; Δεν θα μπορούσε άλλωστε να διανοηθεί να κάνει κάτι τέτοιο ύστερα από τα λόγια-υποθήκες του Δασκάλου με αφορμή το εγκώμιο που έπλεξε στη συμμαθήτριά του την Ελπίδα για τη δουλειά της στο ρόλο της μάνας απ’ τον Ματωμένο γάμο του Λόρκα, που Αυτός, όπως το συνήθιζε, τα ’γραψε στο σημειωματάριό του: «Θα σας βοηθήσω, όσους από σας έχετε δυνατότητες και θέλετε να πάτε μπροστά. Στόχος της δουλειάς μας εδώ είναι να ωθήσουμε ψηλά τους ταλαντούχους και να μπορέσουμε να τραβήξουμε στο ύψος τους τους ασθενέστερους. Δεν θα κατεβάσουμε ποτέ τους ταλαντούχους στο επίπεδο των ασθενέστερων εν ονόματι μιας θεωρητικής και αμφίβολης ισότητας. Αυτό αντίκειται στους νόμους της φύσης και στην εξέλιξη της τέχνης. Και το θέατρο είναι Τέχνη, δεν είναι συνδικαλισμός».
Κι Αυτός, ένας άβγαλτος νεαρός από την επαρχία που δεν είχε κλείσει ακόμα τον κύκλο της εφηβείας, μήτε καν τα δεκαεννιά του χρόνια, που μόλις πριν από μερικούς μήνες, κόβοντας έναν γόρδιο δεσμό, είχε δραπετεύσει από τις τάξεις του κατηχητικού και τώρα πάλι κόβοντας έναν δεύτερο γόρδιο δεσμό βρέθηκε ξαφνικά από τα έδρανα του αμφιθεάτρου της Νομικής στο ημιυπόγειο εργαστήρι μια Δραματικής Σχολής θαυμάτων, ευνοούμενος ενός θαυματοποιού Δασκάλου, ήταν φυσικό, αυτόν τον πρώτο καιρό, έτσι γρήγορα που εξελίχθηκαν τα πράγματα, να τα ’χει λίγο χαμένα, να νιώθει κάπως μετέωρος και να δέχεται αδιαμαρτύρητα, σχεδόν παθητικά, την απομόνωση που του είχε επιβληθεί. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, κατέφυγε στη σιωπηλή του περηφάνια. Αγνός κι ανυποψίαστος, αδιαφορούσε για το παρασκήνιο της σχολής και συνέχιζε να απολαμβάνει τα αγαθά της εύνοιας, χωρίς ίχνος αμφιβολίας πως την άξιζε, γιατί πίστευε πως δεν του χαρίστηκε, αλλά την κέρδισε με το σπαθί του, το ταλέντο, τη σκληρή δουλειά και την αφοσίωσή του στη σχολή και στον Δάσκαλο. Έπαιρνε όποιον ρόλο ήθελε σε όλους τους δασκάλους της υποκριτικής και όλοι του διέθεταν τον περισσότερο χρόνο τους. Δούλευε ταυτόχρονα έξι ρόλους, χώρια εκείνους των συμμαθητών του, διάβαζε δύο με τρία θεατρικά έργα την εβδομάδα και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τη ζήλια και το φθόνο τους. Βέβαια τα ένιωθε και τα έβλεπε όλα μέσα από την απομόνωσή του, αλλά κάποτε έπαψαν να τον προβληματίζουν, γιατί τα θεωρούσε όλα φυσικό επακόλουθο της άμιλλας και του ανταγωνισμού που υπάρχουν αναπόφευκτα σε μια Δραματική Σχολή, ειδικά στα δύο βασικά μαθήματά της, την υποκριτική και τον αυτοσχεδιασμό.
Τρεις όμως από τους συμμαθητές του, που δεν σκάμπαζαν από άμιλλες και τέτοια και τους ήταν αδύνατο να χωνέψουν που ένα «άκαπνο βλαχαδερό» τους άρπαξε την εύνοια του Δασκάλου, τα βρήκαν μεταξύ τους, συνασπίστηκαν κι άρχισαν να μηχανεύονται τρόπους και κόλπα για να τον βγάλουν από τη μέση, όσο ήταν ακόμα καιρός.
Οι δύο ήταν από τους ομορφονιούς της τάξης• το ’ξεραν και το ’δειχναν. Κυκλοφορούσαν μέσα στην αίθουσα κι έξω στο απαγορευμένο καπνιστήριο σαν τους καθαρόαιμους επιβήτορες στο ράντζο τους, προβάλλοντας φανερά τα εξωτερικά προσόντα και τις ιδιαίτερες προθέσεις τους. Το ’βλεπες στο ντύσιμό τους, στα κολλητά μπλουτζίν παντελόνια τους, και το διάβαζες στο πρόσωπο και στο βλέμμα τους.
Ο τρίτος υστερούσε σε εμφάνιση, αλλά υπερτερούσε σε πονηριά και μεθοδικότητα. Αμίλητος, αγέλαστος, αθόρυβος και μουλωχτός, έδειχνε να κατατρύχεται από κάποια έμμονη ιδέα, που για χάρη της είχε καλλιεργήσει τις παραπάνω ιδιότητες, και αδιαφορούσε για όλα τα μαθήματα, εκτός από το μάθημα του Δασκάλου. Καθόταν πάντα απέναντί του, τον κοίταζε συνέχεια στα μάτια και μαϊμούδιζε τις εκφράσεις του και τα συναισθήματά του. Χαμογελούσε ο Δάσκαλος, χαμογελούσε κι αυτός, θύμωνε ο Δάσκαλος, θύμωνε κι αυτός, έκλαιγε ο Δάσκαλος, έκλαιγε κι αυτός. Κι όλα αυτά στην υπηρεσία της έμμονης ιδέας του, που ο καθένας αντιλαμβανόταν πως δεν ήταν άλλη απ’ το να μπει στην Κατακόμβη με κάθε τρόπο, σαν κομπάρσος, σαν ταξιθέτης, σαν βοηθός ηλεκτρολόγου ή φωτιστή, με στόχο να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοια του Δασκάλου και να γίνει μια μέρα πρωταγωνιστής.
Από τους τρεις ήταν ο πιο ατάλαντος και ο πιο επικίνδυνος. Γιατί οι καθαρόαιμοι επιβήτορες είναι ευανάγνωστοι, τους διαβάζεις και παίρνεις τα μέτρα σου· ενώ τα μουλωχτά ανθρωπάκια είναι απρόβλεπτα και γι’ αυτό πιο εγκληματικά.
Και τι σύμπτωση! Οι δύο επιβήτορες ήταν κι αυτοί από την «αγία» επαρχία ενώ ο τρίτος Πειραιωτάκι. Είχαν και οι τρεις από έναν άγιο στο τοπωνύμιο της καταγωγής τους. Ο πρώτος ήταν απ’ τον Άγιο Στέφανο Αττικής, ο δεύτερος από τον Άγιο Γεώργιο Δημητσάνας κι ο τρίτος από τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη.
Η ανάληψη δράσης για να τον κάνουν στην μπάντα ήταν πια ζήτημα χρόνου και λεπτομέρειας.
5. Η πρώτη επικοινωνία
Ριγόζινο
Γεννήθηκε στην Ονοχωνιάδα, μια άσημη κωμόπολη στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, από μητέρα απλή νοικοκυρά και πατέρα σιδηροδρομικό, που μόλις είχε προσληφθεί στους Θεσσαλικούς Σιδηροδρόμους. Όλοι, συγγενείς και φίλοι, καλοτύχιζαν το παιδί κι εύχονταν στον πατέρα να στεριώσει επιτέλους σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί τις παρατούσε τη μια μετά την άλλη και δεν στέριωνε σε καμιά.
Ήταν το τρίτο παιδί των γονιών του και το μόνο εν ζωή. Τα άλλα δύο είχαν πεθάνει, ο πρωτότοκος Δημήτρης από ελονοσία και η πανέμορφη Φρειδερίκη από βάσκανο μάτι. Από φόβο μην τριτώσει το κακό, γιατί κι ο παππούς του ο Δημήτρης δεν ζούσε, Αυτόν τον βάφτισαν Αντώνη. Έτσι παρέβησαν το πατροπαράδοτο έθιμο που θέλει το πρώτο αγόρι του ζευγαριού να παίρνει το όνομα του παππού του, για να διαιωνίζεται το πατρογονικό όνομα. Αυτή η παράβαση χρεώθηκε φυσικά στη μητέρα του και εξόργισε τόσο τη γιαγιά του την Πανδώρα στο χωριό του πατέρα του, που έκανε τις σχέσεις πεθεράς-νύφης ακόμα πιο δύσκολες απ’ ό,τι ήταν πριν απ’ το γάμο, που η γιαγιά Πανδώρα δεν τον ενέκρινε και τον πολέμησε με λύσσα ώς την τελευταία στιγμή.
Νονά του ήταν η γιατρίνα, που έμενε απέναντι απ’ το σπίτι τους και τον λάτρευε σχεδόν πιο πολύ κι απ’ τα εγγόνια της, που τύχαινε να ’ναι όλα κορίτσια. Απ’ την ημέρα που γεννήθηκε, οι γονείς του έτρεμαν και λαχταρούσαν γι’ Αυτόν, μην τους πάθει τίποτα και τον χάσουν. Τον ντάντευαν, τον έπαιζαν κι όλο μ’ Αυτόν ασχολούνταν. Ο πατέρας του τού κουβαλούσε απ’ τον Σιδηροδρομικό Συνεταιρισμό και του πουλιού το γάλα, σοκολατάκια, σταφίδες, τετράδια ιχνογραφίας, χρωματιστά μολύβια και μολυβένια στρατιωτάκια. Και η μητέρα του τον νανούριζε τα βράδια με ποιήματα, δημοτικά τραγούδια και νυφιάτικα μοιρολόγια:
Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
Μάνα μ’ με, καλέ, μάνα μ’ με ’διωχνε...
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρονών, και η πρώτη εικόνα που καταγράφηκε στη μνήμη του ήταν ένα δειλινό στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, απέναντι απ’ το σπίτι του, να χοροπηδάει μαζί με άλλους μικρούς και μεγάλους και να ξελαρυγγιάζεται: «Πήραμε την Κορυτσά, πήραμε το Τεπελένι!». Και λίγο καιρό μετά, στο υπόγειο καταφύγιο του διπλανού ξενοδοχείου, να χώνεται λαχταρισμένος στην αγκαλιά της μάνας του και να βουλώνει τ’ αυτιά του με τα χεράκια του για να μην ακούει τα γερμανικά στούκας που βομβάρδιζαν τον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου σκοτώθηκε ο σταθμάρχης με την κόρη του και στρατιώτες που γύριζαν με το τραίνο από την Αλβανία.
Ένα ήρεμο δειλινό, ο πατέρας του αργούσε πολύ να γυρίσει στο σπίτι απ’ τη δουλειά του. Η μητέρα του δίπλα στο παράθυρο μπάλωνε τα ρούχα του και κάθε τόσο έριχνε ανήσυχες ματιές κάτω στην πλατεία για να τον δει να ’ρχεται και να ησυχάσει. Κι Αυτός, ριγμένος ολόκληρος πάνω στο ψηλό στρογγυλό τραπέζι, σχεδίαζε κάτι αλλόκοτα πουλιά σαν αερόπλανα στο τετράδιο ιχνογραφίας με τα χρωματιστά μολύβια του. Όταν πήρε να σκοτεινιάζει μες στο δωμάτιο, η μητέρα του σηκώθηκε, άναψε πρώτα την κρεμαστή καντήλα στο εικόνισμα, καθάρισε το λαμπόγυαλο, άναψε τη λάμπα και την πήγε στο τραπέζι πλάι του. «Να μην πάθουν τα μάτια σου», του ’πε, κι έγειρε το πρόσωπό της στο κεφαλάκι του να του φιλήσει τα μαλλιά, αλλά σταμάτησε ν’ αφουγκραστεί κάτι δειλά βήματα που ανέβαιναν την εξωτερική σκάλα που και έμοιαζαν με του πατέρα του.
Ήταν ένας συνάδελφός του, που της έδωσε μουδιασμένα ένα σημείωμα κι έφυγε το ίδιο μουδιασμένα, χωρίς να της πει άλλο τίποτα παρά μονάχα: «Αυτό μου το ’δωσε ο Θανάσης για να σ’ το φέρω». Ψύχραιμη και περήφανη η μητέρα του δεν καταδέχτηκε να τον ρωτήσει τίποτα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και προχώρησε προς τη λάμπα στο τραπέζι ξεδιπλώνοντας το σημείωμα του πατέρα του, που έγραφε: «Δασκαλοπούλα μου...». Πάντα έτσι τρυφερά την προσφωνούσε, όχι γιατί ήταν κόρη δασκάλου, αλλά για να την εξευμενίσει όταν επρόκειτο να κάνει κάτι παρορμητικό ή το ’χε κάνει ήδη, και ήξερε καλά πως δεν θα το ενέκρινε. «Δασκαλοπούλα μου, μην τρομάξεις, φεύγω για το βουνό. Βασανίστηκα πολύ μέχρι να το αποφασίσω, σκεφτόμουνα εσένα και το παιδί, δεν ήξερα πού θα ’πρεπε να σας αφήσω, γιατί οι μέρες που έρχονται θα ’ναι πολύ δύσκολες για όλους. Γι’ αυτό, κλείσε καλά το σπίτι, πάρε το παιδί και σύρτε στο χωριό, στη μάνα μου. Πριν φτάσετε εσείς εκεί, θα ’χω περάσει πρωτύτερα εγώ και θα τους έχω ενημερώσει να σας περιμένουν. Και μην το κουνήσετε από εκεί, ό,τι κι αν σας συμβεί. Δεν θ’ αργήσω να ’ρθω να σας δω. Σας φιλώ και τους δυο σας. Ο Θανάσης σου. Υ.Γ. Δασκαλοπούλα μου, το παιδί και τα μάτια σου».
Είδε τη μητέρα του να σωριάζεται στην καρέκλα απέναντί του, να γέρνει το μέτωπό της στη γροθιά που κρατούσε το σημείωμά του και να το τσαλακώνει για να το λιώσει. Κι από κείνο το βράδυ Αυτός άρχισε να παρατηρεί τη μητέρα του και να καταγράφει μέσα του κινήσεις, εκφράσεις και εύγλωττες σιωπές της, συνειδητοποιώντας μέρα με τη μέρα πόσο πολύ η μητέρα του αγαπούσε τον πατέρα του κι έκανε πάντα ό,τι της ζητούσε. Μόνο και μόνο για να τον ευχαριστήσει· κι ας μη συμφωνούσε ποτέ μαζί του και σε τίποτα.
Το ίδιο εκείνο βράδυ τον πήρε στο κρεβάτι της και τον κοίμισε με το πιο σπαραχτικό νανούρισμα:
Όταν ήμουνα τριών ετών και πάτησα τεσσάρω,
καλύτερα, μανούλα μου, να με ’δωνες στο χάρο...
Την επαύριο που ήταν Σάββατο, αφού αποχαιρέτησαν τη νονά του κι έκλεισαν καλά το σπίτι, ανέβηκαν στο διπλόκαρο ενός συγχωριανού και συγγενή του πατέρα του, που είχε έρθει στο σαββατιάτικο παζάρι της Ονοχωνιάδας για ψώνια, κι αφού κάνανε μια μικρή στάση στο σπίτι της θείας Βάγιας που ήταν στο δρόμο τους, για να την αποχαιρετήσουν και να της δώσουν τα κλειδιά του σπιτιού τους για ώρα ανάγκης, φτάσανε στο Ριγόζινο, το χωριό του πατέρα του, το δειλινό και μπήκαν με το διπλόκαρο στην απέραντη λιθόστρωτη αυλή, προγκίζοντας κότες, πάπιες, χήνες και περιστέρια. Κι είδαν τη γιαγιά Πανδώρα, τον παππού Ζαρλάγκα και τις δύο δίδυμες κόρες τους να παρατάνε τις δουλειές τους, σκουπίζοντας όπως όπως τα χέρια στην ποδιά τους, να τρέχουν καταπάνω τους, να τους αρπάζουν και τους δυο στην αγκαλιά τους και να μην ξέρουν τι να τους κάνουν και πώς να τους δείξουν τη χαρά τους που έφτασαν επιτέλους κοντά τους.
Αυτή η τόσο εγκάρδια υποδοχή παραξένεψε πολύ τη μητέρα του και την προβλημάτισε ακόμα περισσότερο. Και είχε τους λόγους της. Ο πρώτος ήταν πως με την πεθερά της δεν τα πήγε ποτέ καλά· ο δεύτερος και ουσιαστικότερος πως η τωρινή οικογένεια της γιαγιάς δεν ήταν η πραγματική οικογένεια του πατέρα του, εκτός βέβαια από την ίδια τη γιαγιά, που ήταν πράγματι η μάνα που τον γέννησε. Γιατί μετά την άγρια δολοφονία του πρώτου της άντρα, του παππού του Δημήτρη Καραπάνου, από τον μικρότερο αδερφό του «για μια μπάλα χορτάρι» –όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής συγκλονίζοντας το πανελλήνιο– η γιαγιά Πανδώρα ξαναπαντρεύτηκε και πήρε τον Ζαρλάγκα, τον τωρινό άντρα της, κι έκανε μαζί του τις δίδυμες κόρες, τις μελαδελφές του πατέρα του, την Αθανασία και την Κρυστάλλω, που τώρα έμπαιναν στην εφηβεία κι ετοίμαζαν στον αργαλειό και στα νυχτέρια τα προικιά τους.
Χαρούμενη και συγκινημένη που το έχω στα χέρια μου, έτσι κι αλλιώς!
"ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ, ΠΟΛΥΤΑΛΑΝΤΕ, ΒΑΣΙΛΗ!"
Υγ. Σκύβω το κεφάλι για τα καλά σου λόγια... "Σ' ευχαριστώ" πολύ που με μετράς στους φίλους!
Νιώθω υπερήφανη, πραγματικά που σε γνώρισα, τόσο εσένα, όσο και την Αμαλία, την εξίσου πολυτάλαντη!
Υγεία, Αγάπη και πάντα ποιοτικές δημιουργίες!
2 σχόλια:
Κατερίνα μου,
δεν γνωρίζω πόσων ετών... είναι ο κυρ-Βασίλης, ο φίλος σου!
Αφού το όνομά σου δεν θυμάται σωστά...
αφού ο ...αντρίκιος του εγωϊσμός Θέλει να πιστοποιήσει το ότι είσαι....
αυτοδίδακτη ταλαντούχα...!!!
πώς καταδέχτηκε να αφεθεί στα ...χέρια σου!
Θεωρώ την αφιέρωση άστοχη, για να μη πω άπρεπη για σένα.
Αν κι εσύ νομίζεις, βάλε το στα σχόλια!!!
Η γνώμη μου είναι αμετάκλητη, όπως και να είναι...
Σε φιλώ,
Υιώτα, ΝΥ
Γιώτα μου, άργησα να δημοσιεύσω το σχόλιό σου, γιατί μου πήρε χρόνο να σου εξηγήσω πως ο Βασίλης δεν είχε καμιά πρόθεση να με προσβάλλει, αντιθέτως, μάλιστα!
Αχ, εσείς οι γραμματισμένοι μου που κολλάτε στις λέξεις! Γι' αυτό εγώ δίνω περισσότερη έμφαση στις λέξεις του σώματος και κυρίως των ματιών και της καρδιάς!
Όταν θα έρθεις με το καλό και θα τον γνωρίσεις από κοντά, θα δεις πόσο έξω έπεσες, ειδικά με Αυτόν, τον άνθρωπο και καλλιτέχνη!
Σε δικαιολογώ όμως, γιατί είσαι μακριά, δεν μπορείς να ξέρεις και κυρίως, εκτιμώ το ότι το αισθάνθηκες από αγάπη, για να προστατέψεις την φίλη σου!
Δεν ένοιωθα καλά που το είχα στα απαγορευμένα μηνύματα, γιατί είστε και οι δυο, πολύ φίλοι μου!
Η γνώμη σου θ' αλλάξει, αν ήδη δεν άλλαξε! φιλάκια!
Δημοσίευση σχολίου