Δυο μέρες τώρα, κοιτάζω τον κήπο απ' το μπαλκόνι.
"Κήπε μου, αγαπημένε και παραμελημένε" του λέω, "Η ΕΜΥ είπε θα σε ποτίσει εκείνη! Κάνε λίγο υπομονή, να κάνω κι εγώ κάτι άλλο! Ναι;" τον ρώτησα, μα εκείνος δεν απάντησε.
Μια άσπρη πεταλούδα με μαύρες βούλες πετούσε στη γύρα, ένα κλωνάρι ροδακινιάς κόντευε να φτάσει τη βρύση, στα χαμηλά στα χαμηλά, σερνάμενο, ένα πράσινο αλογάκι άλλαξε φύλλο στην ορτανσία, χθες βράδυ πέταξε στο μπαλκόνι μας και το "έπαιξε" μέχρι θανάτου η γατούλα η Ελπίδα μας, δεν πρόλαβα να της δώσω το τόπι, αυτά!
Νωρίτερα είπα να πάω για πότισμα, μα άκουσα στον τσίγκο της γειτόνισσας ότι ανέλαβε ένα σύννεφο να με εξυπηρετήσει. Έτσι θρονιάστηκα πάλι στον υπολογιστή, γιατί τα βιβλία είναι πολλά, κι οι συγγραφείς κι οι ποιητές, ακόμα περισσότεροι!
Εύκολο το' χεις το να εκδώσεις βιβλίο, θαρρείς; Για ρώτα!
(21: 07 Έχουμε και δουλειές!)
Όταν κατάλαβα τελικά ότι το σύννεφο με κορόιδεψε, κατέβηκα κάτω λίγο νευριασμένη.
"Τι θα γίνει, μπάρμπα Αντώνη; Θα βρέξει ή δε θα βρέξει, τελικά;" ρώτησα τον γείτονά μου που τον αγαπάω μόνο και μόνο επειδή όταν ήταν παιδί είχε γνωρίσει τον πατέρα μου! (Τώρα και λίγο παραπάνω, γιατί μου ποτίζει τα πρωινά τις πιπεριές! Γι' αυτό έβγαλαν πιπέρια, αλλιώς θα μάζευα σπετζοφάι!)
"Ξέρω, γω, μαρί Κατιρίνα! Μπουρεί να βρεξ' το βράδ'!" μου απάντησε.
Αφού είπε "μπουρεί" ο μπάρμπα Αντώνης, πρέπει να ποτίσω οπωσδήποτε, σκέφτηκα.
Προχώρησα.
Κοίταξα τον ουρανό.
"Τι θα γίνει με σένα; Βροντάς κι αστράφτεις, χαζοψιχαλίζεις. Αποφάσισε τέλος πάντων! Θα εκτονωθείς; Θα ποτίσεις ή θα ποτίσω;" τον ρώτησα από μέσα μου.
Κοίταξα τις καλά βρεγμένες πιπεριές απ' τον μπάρμπα - Αντώνη, κοίταξα και την στέγνα της ζούγκλας μου και έτρεξα ν' ανοίξω την βρύση.
Εκεί που πότιζα, χοντρές σταγόνες της βροχής, άλλοτε αραιές κι άλλοτε πυκνές, έπεφταν στο σώμα μου, στα λουλούδια μου και στο τσιμέντο.
"Ότι και να κάνεις, μυξοκλαίς. Δε σε πιστεύω. Δεν σταματάω το πότισμα." ξαναμουρμούρησα.
Τελικά, όταν τελείωσα και έπρεπε να ανέβω πάνω, είδα πως η σιγανοπαπαδιά η βροχή με είχε βρέξει για τα καλά και έπρεπε ν' αλλάξω!
Ανεβαίνοντας, χαιρέτησα τον μπάρμπα - Αντώνη που έπινε το κρασάκι του κι εκείνος μου είπε:
"Να! Έπιασε δυνατότερη!"
'Τώρα, ας κάνει ότι θέλει, μπάρμπα - Αντώνη! Βρέξει δε βρέξει, δε διψάνε πια! Καληνύχτα!"
"Κήπε μου, αγαπημένε και παραμελημένε" του λέω, "Η ΕΜΥ είπε θα σε ποτίσει εκείνη! Κάνε λίγο υπομονή, να κάνω κι εγώ κάτι άλλο! Ναι;" τον ρώτησα, μα εκείνος δεν απάντησε.
Μια άσπρη πεταλούδα με μαύρες βούλες πετούσε στη γύρα, ένα κλωνάρι ροδακινιάς κόντευε να φτάσει τη βρύση, στα χαμηλά στα χαμηλά, σερνάμενο, ένα πράσινο αλογάκι άλλαξε φύλλο στην ορτανσία, χθες βράδυ πέταξε στο μπαλκόνι μας και το "έπαιξε" μέχρι θανάτου η γατούλα η Ελπίδα μας, δεν πρόλαβα να της δώσω το τόπι, αυτά!
Νωρίτερα είπα να πάω για πότισμα, μα άκουσα στον τσίγκο της γειτόνισσας ότι ανέλαβε ένα σύννεφο να με εξυπηρετήσει. Έτσι θρονιάστηκα πάλι στον υπολογιστή, γιατί τα βιβλία είναι πολλά, κι οι συγγραφείς κι οι ποιητές, ακόμα περισσότεροι!
Εύκολο το' χεις το να εκδώσεις βιβλίο, θαρρείς; Για ρώτα!
(21: 07 Έχουμε και δουλειές!)
Όταν κατάλαβα τελικά ότι το σύννεφο με κορόιδεψε, κατέβηκα κάτω λίγο νευριασμένη.
"Τι θα γίνει, μπάρμπα Αντώνη; Θα βρέξει ή δε θα βρέξει, τελικά;" ρώτησα τον γείτονά μου που τον αγαπάω μόνο και μόνο επειδή όταν ήταν παιδί είχε γνωρίσει τον πατέρα μου! (Τώρα και λίγο παραπάνω, γιατί μου ποτίζει τα πρωινά τις πιπεριές! Γι' αυτό έβγαλαν πιπέρια, αλλιώς θα μάζευα σπετζοφάι!)
"Ξέρω, γω, μαρί Κατιρίνα! Μπουρεί να βρεξ' το βράδ'!" μου απάντησε.
Αφού είπε "μπουρεί" ο μπάρμπα Αντώνης, πρέπει να ποτίσω οπωσδήποτε, σκέφτηκα.
Προχώρησα.
Κοίταξα τον ουρανό.
"Τι θα γίνει με σένα; Βροντάς κι αστράφτεις, χαζοψιχαλίζεις. Αποφάσισε τέλος πάντων! Θα εκτονωθείς; Θα ποτίσεις ή θα ποτίσω;" τον ρώτησα από μέσα μου.
Κοίταξα τις καλά βρεγμένες πιπεριές απ' τον μπάρμπα - Αντώνη, κοίταξα και την στέγνα της ζούγκλας μου και έτρεξα ν' ανοίξω την βρύση.
Εκεί που πότιζα, χοντρές σταγόνες της βροχής, άλλοτε αραιές κι άλλοτε πυκνές, έπεφταν στο σώμα μου, στα λουλούδια μου και στο τσιμέντο.
"Ότι και να κάνεις, μυξοκλαίς. Δε σε πιστεύω. Δεν σταματάω το πότισμα." ξαναμουρμούρησα.
Τελικά, όταν τελείωσα και έπρεπε να ανέβω πάνω, είδα πως η σιγανοπαπαδιά η βροχή με είχε βρέξει για τα καλά και έπρεπε ν' αλλάξω!
Ανεβαίνοντας, χαιρέτησα τον μπάρμπα - Αντώνη που έπινε το κρασάκι του κι εκείνος μου είπε:
"Να! Έπιασε δυνατότερη!"
'Τώρα, ας κάνει ότι θέλει, μπάρμπα - Αντώνη! Βρέξει δε βρέξει, δε διψάνε πια! Καληνύχτα!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου