Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Το αριστερό του πόδι και μια αλληγορία

πηγή
Ο λόγος στους συγγραφείς

Το αριστερό του πόδι και μια αλληγορία

Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πρώτων πνευματικών υλών λογοτεχνίας, γράφει για την προσωπική του περιπέτεια υγείας, που του άλλαξε ανεπιστρεπτί τη ζωή.


«Δίνει ποτέ κανένας σημασία στις κινήσεις που κάνει όταν βάζει το παντελόνι του; Οχι δεν δίνει».

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

antaiosΟ Ανταίος Χρυσοστομίδης, ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής ή, αλλιώς, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πρώτων πνευματικών υλών λογοτεχνίας, έγραψε ένα σπαρακτικό αλλά καθόλου μελό διήγημα για την προσωπική του περιπέτεια υγείας, που του έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί τη ζωή. Είναι τα «Κίτρινα παπούτσια», κείμενο κρυμμένο ανάμεσα σε 39 άλλα με ηχηρές υπογραφές, στην αφιερωματική έκδοση των 70 χρόνων του «Ικαρου», Για μια επέτειο. Σε οκτώ σελίδες μόλις, αυτός ο πιο αναγνωρισμένος και αναγνωρίσιμος υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας, ο πιο δραστήριος, ο πιο δικτυωμένος, ο πιο επιτυχημένος στα ελληνικά εκδοτικά πράγματα, ο και μεταφραστής καταφέρνει να περιγράψει, με έναν λόγο που πάλλεται χωρίς ποτέ να γίνεται δραματικός, την ιατρική, φυσική και ψυχική δοκιμασία του που ακόμα εξελίσσεται. Και το κάνει αυτό έχοντας αφομοιώσει τους όρους της καθαρόαιμης λογοτεχνίας κι έχοντας κατακτήσει μια αποστασιοποιημένη ματιά, έτσι που το κείμενό του ξεπερνά τελικά την προσωπική του περίπτωση και γίνεται γενικότερα επιδραστικό. Τα «Κίτρινα παπούτσια», μ’ άλλα λόγια, δεν έχουν μονάχα την αξία μιας μαρτυρίας, αλλά διαβάζονται και ως μια αλληγορία για την καταβύθιση του μέσου Ελληνα στην κρίση.

«Πότε αλήθεια συνειδητοποιείς ότι η ζωή σου έχει αλλάξει; Οι μέρες γλιστρούν φαινομενικά η μια ίδια με την άλλη, αλλά εσύ νιώθεις να κατεβαίνεις μια σκάλα που δεν ξέρεις πού καταλήγει, πού τελειώνει, αν τελειώνει». Αυτή την αθόρυβη προέλαση μιας δυσοίωνης πραγματικότητας καταγράφει ο Χρυσοστομίδης καθώς αναθυμάται την αλληλουχία των γεγονότων από εκείνη τη γιορτή της Αγίας Ειρήνης τον Μάιο του 2012, όταν, διασχίζοντας έναν δρόμο, ένιωσε το αριστερό του πόδι να σέρνεται ελαφρά. «Οσο περισσότερο πηγαίνεις σε γιατρούς, τόσες περισσότερες αρρώστιες σού βρίσκουν» έλεγε πάντα. Κι έτσι μετέθεσε τον ιατρικό έλεγχο της υγείας του, όπως έκαναν κοτζάμ κυβερνήσεις σε σχέση με την υγεία τούτης της χώρας μετά τη γιορτή των άγιων Ολυμπιακών… Σήμερα χρειάζεται δέκα λεπτά για να φορέσει τα παπούτσια του, κι άλλα τόσα για το παντελόνι του. Ολο του το κορμί «είναι μια χούφτα νεύρα που λειτουργούν άναρχα», και περπατάει με μπαστούνι για να συγκρατεί όχι τόσο το σώμα του όσο την ανασφάλειά του.

Φυσικά, κάποια στιγμή πήγε στον ορθοπεδικό, έκανε εννιά μαγνητικές τομογραφίες σ’ εκείνο «το τούνελ όπου οι χειρότεροι φόβοι σου είναι ελεύθεροι να ταξιδεύουν», και στη συνέχεια πέρασε στους νευρολόγους. Οι φίλοι γνωρίζουν τον γολγοθά του με εκείνους τους γιατρούς που σώπαιναν μπροστά στα συμπτώματα που εμφάνιζε, καλλιεργώντας έτσι την αγωνία του και το αίσθημα του αναπόδραστου τέλους. Στο διήγημα, όμως, δεν μιλά γι’ αυτό. Η ελληνική κοινωνική και πολιτική σκηνή βρίθει από τέτοιους «καλούς» ανθρώπους που ξέρουν αλλά δεν μιλούν, οπότε ο Χρυσοστομίδης, που απεχθάνεται τα κλισέ, επιλέγει να περάσει κατευθείαν στο «διά ταύτα».

Σαν πρωταγωνιστής μιας εξωφρενικής ιστορίας, ο εαυτός του μαθαίνει ότι δεν θα ξαναβρεί τον αυτοματισμό των κινήσεών του, ότι η αρρώστια του είναι ανίατη αλλά έχει μια δική της λογική, ξεχωριστά χαρακτηριστικά και διαφορετική εξέλιξη σε κάθε περίπτωση, γι” αυτό και την αποκαλούν σύνδρομο. Ο καθένας λοιπόν «έχει τη μοίρα του μ’ αυτό το σύνδρομο», τα φάρμακα μπορούν να ελαφρύνουν τα συμπτώματα και οι φυσιοθεραπείες διευκολύνουν τις κινήσεις, αλλά το βασικό είναι, του λένε, να κρατήσει το ηθικό του και να ζεί όπως πριν. Ομως εκείνος βλέπει ότι στην καθημερινή πράξη αυτό είναι πολύ δύσκολο. Πόσο μάλλον όταν ζει κανείς σε μια πόλη εχθρική προς όσους έχουν ανάγκη από βοήθεια: όπως οι άστεγοι και οι φτωχοί, τα παιδιά ή οι απελπισμένοι, οι ηλικιωμένοι ή οι άνθρωποι με κινητικά προβλήματα… «Αν μπορούσες», γράφει οργισμένος, «θα έπαιρνες όλους τους δημάρχους της τελευταίας 20ετίας και θα τους έδενες σκοινιά στα πόδια όπως δένουν τα κατσίκια. Θα τους άφηνες λίγο μόνο σκοινί, κι ύστερα θα τους έδινες ένα μπαστούνι και θα τους έβαζες να περπατήσουν στα πεζοδρόμια, ας πούμε της οδού Σόλωνος ή της οδού Μπενάκη».


……………………………………….


Οπως τόσοι Ελληνες

Υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς που έχουν πραγματευτεί ρητά το θέμα της απώλειας αγαπημένων προσώπων, αλλά πολύ λιγότεροι έχουν τολμήσει να μιλήσουν χωρίς υπαινιγμούς για μια αρρώστια τους χωρίς να γίνουν γραφικοί. Ο Φουέντες και η Αλιέντε έχουν γράψει για τα παιδιά που έχασαν, ο Τζούλιαν Μπαρνς και η Τζόις Κάρολ Οουτς για τους συντρόφους τους, ο Δημήτρης Δημητριάδης και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης για τη μητέρα και την αδελφή τους, αντίστοιχα. Στην άλλη κατηγορία ξεχωρίζω το Η θάλασσα μέσα μου (Πατάκης) του Ραμόν Σαμπέρδο και το Αριστερό μου πόδι (Λιβάνης) του Κρίστι Μπράουν, όμως στέκομαι στον Τάσο Χατζητάτση (Σα σπασμένα φτερά, Πόλις), στον Κωστή Γκιμοσούλη ( Δυο μήνες στην αποθήκη, Καστανιώτης) και στον ψυχίατρο-ψυχαναλυτή Θανάση Τζαβάρα (Ταξίδι από τα Κύθηρα, Συνάψεις). Ο Χρυσοστομίδης, όμως, ξεχωρίζει διότι η ιστορία του καθρεφτίζει μια διαδικασία εν προόδω, και ο αναγνώστης παρακολουθεί τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του: την προσπάθεια διακωμώδησης της δοκιμασίας του, τον τρόμο του θανάτου, την απόγνωση όταν πέφτει φαρδύς-πλατύς, τη δυσπιστία και τις αμφιβολίες που τον ροκανίζουν όταν ακούει αισιόδοξες διαπιστώσεις, τις κρίσεις πανικού που τον αιφνιδιάζουν π.χ. όταν τρία σκαλιά του φαίνονται βάραθρο, την αυτολύπηση… Πόσοι Ελληνες που βρέθηκαν σε αδιέξοδο μετά το 2010, δεν έχουν βιώσει αντίστοιχα συναισθήματα;

Ωστόσο ο καταλύτης στο διήγημα είναι μια λεπτομέρεια: τα κίτρινα μοκασίνια, μια συμφέρουσα αγορά από τα πριν, που έχουν μείνει στο κουτί τους. Πώς να τα φορέσει τώρα; «Θα σε κοιτάζουν στον δρόμο και θα λένε, κοίτα παπούτσια ο σακάτης!» Με αυτήν την αφορμή ο φίλος μου ο Ανταίος θα συνειδητοποιήσει ότι αν αφεθεί, θα χάσει την ίδια του την ταυτότητα. Γι’ αυτό θα αντιδράσει. Και θα κλείσει το διήγημά του με την ανάκτηση του εαυτού του. Ετσι αισιόδοξα κλείνει και τον β” τόμο του βιβλίου του Οι κεραίες της εποχής μου (Καστανιώτης) με υλικό από τις εκπομπές μας στη φιμωμένη πια ΕΤ1. Εστιάζει στον Σουηδό Τούμας Τράνστρεμερ, τον νομπελίστα ποιητή που έχασε τη φωνή του και τη δυνατότητα να γράφει, ο οποίος κάθεται στα 82 του και παίζει πιάνο… με το αριστερό χέρι.

mikela.loximatia@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: