*
*
Ο Παναής, τα κύματα και το κοριτσάκι με το σωσίβιο με τα
σπίρτα.
Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1969, κι ήμουνα περίπου 9
χρονών. Αγαπούσα πολύ την θάλασσα, καθώς την έβλεπα απ’ την αυλή, κι όταν η
μάννα δούλευε στο Χορευτό και μ’ έπαιρνε μαζί της, την χάζευα όλη μέρα, κι όταν
ήταν ήσυχη, μ’ άφηνε με κάποια παρέα ή τ’ αφεντικά, να πάω κι εγώ για μπάνιο.
Δεν θυμάμαι ποιος και πότε, μου είχε χαρίσει ένα σωσίβιο, που το φορούσα, γιατί
δεν ήξερα μπάνιο. Πρέπει να το είχα χρόνια, γιατί αυτό το σωσίβιο, κάποια μέρα
κόπηκε η βαλβίδα κλείστρου ασφαλείας του κι εγώ η έξυπνη μικρούλα, αφού το
φούσκωσα, γέμισα την τρύπα με σπίρτα. Τόσο μου έφτασε το μυαλό, τόσο έκανα.
Μια καλοκαιρινή μέρα, λοιπόν, που η μάννα δούλευε πλύστρα σε
ξενοδοχείο της Ζαγοράς, εγώ λαχτάρησα την θάλασσα και μια και δυο, ξεκίνησα με
το φουσκωμένο σωσίβιο με τα σπίρτα, για τον σταθμό.
Εκεί ήξερα πως υπήρχε τοπικό δρομολόγιο Ζαγορά – Χορευτό, μ’
ένα παλιό λεωφορείο εποχής, του ΚΤΕΛ Βόλου. Σε όλες τις συνοικίες της Ζαγοράς,
μαζευόντουσαν πολλές οικογένειες με τα παιδιά τους και πήγαιναν για μπάνιο στο
Χορευτό ή για δουλειές.
Καμαρωτή – καμαρωτή, λοιπόν, έφτασα στην πλατεία και
συνάντησα μια κυρία με τα δυο της παιδιά.
«Πού πας Κατ’νάκ;»
«Για μπάνιο… στη θάλασσα!» (Πόσο καλύτερο απ’ την σκαφίδα!)
Δεν είπε τίποτα η γυναίκα, (ξέρω το όνομά της, εύχομαι να
ζει!) κόλλησα κι εγώ στην συντροφιά της. Λεφτά για το εισιτήριο, φαντάζομαι
είχα, δε μπορεί να ξεκίνησα έτσι! (Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, μπορεί να ήμουνα
και μικρότερη σε ηλικία.)
Θυμάμαι πως όπως κατεβαίναμε στην κεντρική στάση, εκεί, όλοι
μαζί, όλο το τσούρμο, κάναμε το μπάνιο μας. Κάπου κοντά σ’ αυτή την κυρία και
την παρέα της, έστρωσα κι εγώ την πετσετούλα μου, έβγαλα το φουστανάκι μου,
φόρεσα το σωσίβιο … με τα σπίρτα και μπήκα… να κολυμπήσω, με όλη την άγνοια
κινδύνου που έχει ένα παιδί.
Εκείνη τη μέρα είχε μεγάλη φουρτούνα. Όλοι έπαιζαν με τους
αφρούς των κυμάτων, εγώ πρώτη κολυμβήτρια, πλατς πλατς τα χεράκια, κούνημα τα
ποδαράκια, αγκαλίτσα το σωσίβιο… κολυμπούσα χαρωπή…
Δεν θυμάμαι αν με μάλωναν οι έξω, αν με φώναζαν, εγώ θυμάμαι
πως επέπλεα και τα μεγάλα κύματα με πήγαιναν όπου ήθελαν… το χαιρόμουν… σαν
παιδί που αγαπά την θάλασσα.
Θυμάμαι, τα κύματα του Χορευτού (απ’ το κέντρο), μια μ’
ανέβαζαν ψηλά, μια με τραβούσαν μέσα και με ταξίδευαν…
Πίσω δεν κοίταζα, ούτε κόσμο έβλεπα, μόνο θάλασσα, ούτε
φοβήθηκα, απ’ ότι θυμάμαι, μέχρι που, μετά από πολύ ώρα, (δε μπορώ να ξέρω
πόση), κάποια μεγάλα κύματα με πέταξαν στα πρώην παλιά βράχια του τωρινού κάμπιγκ,
(λιμανάκι), μαζί με το σωσίβιο… και τα σπίρτα που αν και βρεγμένα, ήταν στην
θέση τους. Τα γόνατά μου πρέπει να έτρεχαν αίμα, μα εγώ, πατώντας από πέτρα σε
πέτρα, πάτησα στεριά…
Τότε βλέπω έναν νεαρό, σχεδόν 20χρονο αγόρι, να τρέχει προς
το μέρος μου.
Ήταν ο αδελφός μου ο Παναής.
Κρατούσε στα χέρια του την πετσέτα μου με το σακουλάκι και
τα ρούχα μου και το μόνο που είπε, ήταν:
«Ντύσου! Γρήγορα στο λεωφορείο, γιατί καθυστέρησε και μην
ξεχάσεις να κατέβεις στην Στάση Κωνσταντινίδη, κι όχι στην πλατεία.»
…Ντύθηκα, έφτασα, μπήκα μέσα στο λεωφορείο, όλος ο κόσμος
καθιστός, είδα και τον αδελφό μου, κάθισα, κι εγώ και κοίταζα την θέα απ’ το
παράθυρο…
Απλά πράγματα. Στον κόσμο μου…
Ο πολύς κόσμος κατέβηκε στον σταθμό της πλατείας Αγίου
Γεωργίου, κι εγώ με τον αδελφό μου (ίσως και μερικούς άλλους που γύριζαν στο
Πουρί), κατεβήκαμε στην επόμενη Στάση, όπως μου είχε πει.
Εγώ χαρούμενη και γελαστή, μέχρι που έφυγε το λεωφορείο και
τότε, άρχισε ένα κλωτσοσκούφι απ’ τον αμίλητο Πανάγο, απ’ την άσφαλτο, μέχρι
την αυλή του σπιτιού μας.
Χαστούκια, μπουνιές, κλωτσιές, ξύλο, όχι αστεία. Να πέφτω,
να σηκώνομαι και να ξαναπέφτω, μαυρισμένη, όχι απ’ τον ήλιο, αλλά απ’ το ξύλο,
έφτασα κλαίγοντας στο σπίτι και φοβούμενη πια τον αδελφό μου, έτρεξα στην
γειτόνισσα να με προστατέψει, γιατί η μάννα ακόμα δούλευε.
Πρέπει να έμεινα πάνω από ένα μήνα σπίτι της, φοβόμουνα να
πάω σπίτι μας, όσο κι αν με καλόπαιρνε η μάννα και μού ‘λεγε ή ότι λείπει ο
Παναής ή ότι με χτύπησε από αγάπη, γιατί κινδύνεψα να πνιγώ.
Για χρόνια μισούσα, φοβόμουνα και απέφευγα τον αδελφό μου,
φοβούμενη μη με ξαναδείρει…
Όταν έλειπε η μάννα στην Αθήνα, στα άλλα παιδιά της, εγώ
κοιμόμουνα σε θείες και γειτόνισσες.
«Με φοβάται», έλεγε ο Παναής, «δεν κοιμάται στο σπίτι», αλλά
δεν θυμόταν, ότι εγώ τον φοβόμουνα γι’ αυτό το σκηνικό, κι όχι γιατί ήταν
άντρας. «Μα είμαστε αδέλφια, τι φοβάται;» ρώταγε την θειά μου!
….Μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας, κατάλαβα την αγωνία και την
αγάπη του αδελφού μου και από τότε, ήταν η αδυναμία μου. Κι όμως, ενώ θυμόμουνα
όποτε έβλεπα κύμα, δεν το συζήτησα ποτέ μαζί του! Δεν πρόλαβα! Ρουφούσαμε το
παρόν όταν συναντιόμασταν, κι όταν ερχόταν να με δει, εγώ έμενα ξάγρυπνη να τον
σκεπάζω, ν’ ακούω το παραμιλητό του, να τον βλέπω, να χορταίνω περισσότερες
στιγμές που τον είχα κοντά μου. Τον αγαπούσα ίσα με την μάννα, ίσως και
παραπάνω από Εκείνη. Δυο χρόνια άρρωστος, κατέρρευσα. Έτρεχα κοντά του στα
Νοσοκομεία και στις Κλινικές, μ’ έδιωχνε για να μη με βλέπει να υποφέρω, στο
τέλος, λόγω κόβιντ συναντιόμασταν στα τρία μέτρα απόσταση, κλαίγαμε κι οι δυο, στα
δε τηλέφωνα, λίγες φορές άντεχε να μου μιλήσει. Συγκινούνταν, έκλαιγε,
ακούγοντας το όνομά μου. Με είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Μ’ αγαπούσε περισσότερο
απ’ όλα τ’ άλλα αδέλφια, (γιατί ήμουνα το μικρό )όπως κι εγώ… ακόμα, τον
αγαπάω…
Τέσσερις μήνες απουσίας, σήμερα και δεν βρήκα την δύναμη να
πάω, ούτε να τον Χαιρετήσω… ούτε στο μνήμα του…
Εγώ που χαιρέτησα δυναμικά, τόσους ανθρώπους, πέρα από
συγγενείς, στον Πανάγο, δεν άντεξα, δεν ήθελα, μέχρι που αντέδρασε και η
καρδιά.
Είναι και τα χιλιόμετρα… αλλά αυτό είναι ψέμα. Αν άντεχα, θα
πήγαινα και περπατώντας ή πετώντας.
Είναι σίγουρα η άρνηση να το δεχτώ, μην καταρρεύσω και
πρέπει να είμαι όρθια.
…Βλέπω τα κύματα, βλέπω τα μαύρα που φορώ, τηλεφωνώ και ρωτώ
την νύφη μου: «τι κάνετε;» σα να είναι ακόμα εδώ.
Η λογική ξέρει, η καρδιά κλωτσάει στην αλήθεια…
Ίσως λειτουργεί σαν το σωσίβιο… που τα σπίρτα βράχηκαν, μα η
σπιρτάδα τους αντέχει, κι ανάβουν έντονα στις αναμνήσεις μου μαζί του… και
γίνονται φλόγες, πυρκαγιές.
ΖΕΙΣ στην καρδιά μου και στην σκέψη μου, Πανάγο!
Πόσο πολύ μ’ αγάπησες… αδελφέ μου, το ξέρω.
Γι’ αυτό δεν έρχεσαι στον ύπνο μου και στέλνεις τη μάννα…
ΑΘΑΝΑΤΟΣ, Πανάγο μου!
ΑΘΑΝΑΤΟΣ και ΑΓΙΟΣ!
*
ΥΓ. Διορθώσεις κειμένου, συγγνώμη, δε μπορώ να κάνω. Πιέστηκα όλη την προηγούμενη βδομάδα, κι απόψε θέλησε να βγει, με αφορμή το πρώτο κυκλάμινο. (ΕΔΩ)