Φορτωμένοι, φτάσαμε στο χωριό μεσημεράκι, να συνδυάσουμε μια βδομάδα διακοπές με δουλειές, όπως κάθε καλοκαίρι.
"Τι λες; Δεν καθόμαστε εδώ να φάμε και μετά να πάμε σπίτι;" με ρώτησε ο άντρας μου.
"Καθόμαστε", του απάντησα.
"Κατέβα εσύ εδώ, να πάω να παρκάρω, πιάσε τραπέζι, κι έρχομαι", είπε.
***
'Εφυγε η Γαρυφαλλιά Ντουκλανίδη; Πότε; Γιατί; Πώς δεν το έμαθα;
Έτρεξα (ο λόγος το λέει, τα πόδια έτρεμαν) στο παρεκκλήσι και άναψα ένα κεράκι στην μνήμη της.
Στα χαμένα... Συνήθως ανάβω πολλά. Για ζωντανούς, για νεκρούς, για αρρώστους (κ.λ.π.)
"Τί έπαθες;"
"Πέθανε μια φίλη απ' το Δημοτικό, που κάποια εποχή κάναμε στενή παρέα και πριν τον γάμο της, είχα φορέσει το νυφικό της και με φωτογράφιζε στην αυλή της, στα λουλούδια της... Μετά χαθήκαμε, μόνο μια φορά την συνάντησα τυχαία στον Βόλο που έτρεχε στους γιατρούς, για τον τότε άρρωστο άντρα της και τώρα διαβάζω: ΠΕΘΑΝΕ!"
...Κι ο άντρας μου σιώπησε, ώσπου ήρθε το γκαρσόνι.
Παραγγελία δική μου τυπική, μ' είχαν πνίξει οι εφηβικές αναμνήσεις, κι ένα "γιατί;"
Δεν έβλεπα την ώρα να πάμε σπίτι, να κρυφτώ σε μια γωνιά, να κλάψω, να κλάψω, να στερέψω το ποτάμι που εδώ και καιρό κυλούσε μέσα μου, κι όλο έβαζα φράχτες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου