Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Γράμμα στο ψηλόλιγνο πλατάνι της ομίχλης

 



Αγαπημένο μου ψηλόλιγνο πλατάνι,

ξέρω πως όταν θα σε ξαναδώ, δε θά 'χεις πια αυτό το ύψος...

Θα υπάρχεις, όμως. Πες μου, "ναι!"

Είχα δει απ' το καλοκαίρι τις χοντρές ρίζες σου που εξείχαν, όπως είχα δει και το μπόι σου...

"Μη ψηλώνεις άλλο", σου έλεγα. "Κινδυνεύεις, γίνεσαι κίνδυνος και για τους ανθρώπους."

Δε μ' άκουγες.

"Θέλω να με βλέπεις απ' την αυλή", σιγοψιθύριζες. "Για σένα μπορώ να φτάσω και στα σύννεφα για να με δεις. Ξέρω πόσο μ' αγαπάς και με θαυμάζεις."

"Σε βλέπω, σ' αγαπώ, σε φωτογραφίζω, σε παίρνω μαζί μου και σε κοιτώ, δε σε ξεχνώ! Μη ψηλώνεις άλλο σε παρακαλώ! Δε μπορώ και να σε κρύψω... Προκαλείς. Σε είδαν κι άλλοι και οι καιροί δεν είναι καλοί. Οι αέρηδές μας έγιναν άγριοι. Είναι θυμωμένοι. Αυτοπροστατεύσου, σε παρακαλώ! Άπλωσε μόνο τα κλαδιά σου! Μην τρέφεις άλλο την κορυφή! Μη! "

...Δε μ' άκουσες. Αντιθέτως, το καλοκαίρι ψήλωσες ακόμα πιο πολύ. Όταν περνούσα από κοντά σου, τα ίδια σου σιγοψιθύριζα. Κι απ' την αυλή, κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Εσύ, εκεί!

Βρήκες κοντά σου πηγή, κι όλο έπινες, ακόμα κι αν δε διψούσες. Κι όλο το νερό το πήγαινες στο ύψος.

...Και τώρα, τελευταία μας συνάντηση, τέλος Οκτώβρη, τότε που το χωριό το σκέπαζε η ομίχλη (κι όχι μόνο), εσύ εκεί, ακόμα και μέσ' την πυκνότητά της, ήθελες να φαίνεσαι.

Ήθελες να σε δω, να σε ξαναπροσέξω, να δεις πόσο σ' αγαπώ, για τελευταία φορά, απ' αυτά τα ύψη...

...Κι εγώ σε κοίταζα, μ' όλη την ομίχλη του έξω και του μέσα μου και δε σε μάλωσα αυτή τη φορά για το ψήλωμα...

Ήξερα πως έρχεται χειμώνας, τα φύλλα σου θα κιτρινίσουν και θα πέσουν, θα γίνουν νέο χαλί στη γη που θα ζεσταίνουν τις ρίζες σου κι εσύ θα κοιμηθείς γυμνό, ως την επόμενη άνοιξη.

...Φεύγοντας, δεν ήξερα πως σε χαιρετούσα...

Μετά διάβασα στις εφημερίδες για κοπή επικίνδυνων πλατάνων στο χωριό. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν σε σένα. Στο δικό μου πλατάνι, στον φόντο της αυλής μου, με θέα στην θάλασσα και την ανατολή.

Δεν έκανα κιχ, μη σε προδώσω...

Έμαθα όμως... πως κόντυνες...

Πόσο, δεν ξέρω.

Δε θέλω να μάθω, δε θέλω να δω.

Θέλω, σε παρακαλώ, μέχρι να ξαναέρθω, αντί να κοιμηθείς, εσύ να πίνεις νερό απ' την πηγή και τώρα... ΝΑΙ, να ψηλώσεις γρήγορα και πολύ, για να σε ξαναβλέπω απ' την αυλή.

Όχι, μη φοβάσαι. Δε θα σε ξαναλαβώσουν σύντομα, γιατί τα κλαδιά σου θα είναι νέα και γερά, κι όχι επικίνδυνα.

...Δε θα σε ρωτήσω πόσο πόνεσες. Το φαντάζομαι. Και για να είμαι ειλικρινής, κι εκεί να ήμουνα, όχι, δεν θα άντεχα να φωτογραφίσω ... το κλάδεμα, όπως έκανα παλιότερα...

Άλλαξα, καλό μου πλατάνι. Άλλαξα.

Σ' χώρα μας καλό μου πλατάνι που εμείς οι άνθρωποι φυτρώσαμε μέσα στο δάσος και πονάμε κι εσάς.

Κι εμείς πονεμένοι είμαστε, καλό μου...

Λαβωμένοι, κι ας μη φαίνεται.

"Αντίο" δε θα πω, γιατί ξέρω πως οι ρίζες σου είναι εκεί! Το ύψος σου, δε με νοιάζει.

Σ' αγαπούσα, σ' αγαπώ και θα σ' αγαπώ, όσο υπάρχω, όπως είσαι, γιατί εσύ θα υπάρχεις και μετά από μένα... θα ξαναψηλώσεις, θα ξαναφουντώσεις και θα μ' αγαπάς, ΚΑΙ τότε... ελπίζω!

Υγ. Πίνε, πίνε νερό, μη σταματάς, κι ας μη διψάς, αγαπημένο μου...














Η ομίχλη:





3 σχόλια:

Κυκλαμίνα είπε...

Η ανάρτηση ξεχάστηκε στα πρόχειρα απ' τις 6 Νοέμβρη.
Το γράμμα γράφτηκε σήμερα στα βιαστικά.

Αστοριανή είπε...

...δώδεκα μέρες, στην "άκρη", έ, δεν είναι και πολλές. Ωσπου να αποκρυπτογραφίσει... την αγάπη σου και τις συγκινητικές σου συμβουλές, θα αντλεί δύναμη... μη σε νοιάζει... εμείς, τί κανουμε...
εξανλήθηκε -τουλάχιστον από μένα η δύναμη, σέρνεται σαν τραυματισμένο φίδι κι ας μην έχει δηλητήριο...
σώθηκαν όλα, κι αγωνίζομαι μισό "κορμ'ι" μισ'η καρδιά, μισή ψυχή... Ο Μεγαλοδύναμος, ας μου δίνει λίγο φως. Έστω και από τις αστραπές... Πάλι πίσω στην ερημιά μου. Ας είναι! και μή χειρότρα...
Σε φιλώ.

Κυκλαμίνα είπε...

Εμείς Γιώτα μου, σφίγγουμε τα δόντια και στεκόμαστε όρθιες, με όσο μπόϊ έχουμε η καθεμιά μας, εξωτερικό και εσωτερικό.
Το και "μη χειρότερα", ξαναπέστο!
Κι εγώ σε φιλώ. Τα λέμε!