Τον πλανόδιο βιολιστή μας, δεν τον ξέχασα...
Άλλωστε, είχα πει κάτι γι' αυτόν, πολύ παλιότερα.
Κρατάω εδώ την συνέντευξη στην Γλυκερία Υδραίου, στον Ταχυδρόμο.
Άλλωστε, είχα πει κάτι γι' αυτόν, πολύ παλιότερα.
Κρατάω εδώ την συνέντευξη στην Γλυκερία Υδραίου, στον Ταχυδρόμο.
Ο πλανόδιος βιολιστής του Βόλου
2013-01-14 - 11:29:47
Γνώριμος ο ήχος του βιολιού που άλλοτε με ευχάριστη διάθεση κι άλλοτε πάλι με πόνο ψυχής, αποτυπώνει σκέψεις και συναισθήματα, ξεδιπλώνοντας μια ολόκληρη πορεία ζωής. Κάθε νότα συντροφεύει επί τέσσερα και πλέον χρόνια το πέρασμα των περιπατητών της Ερμού, οι οποίοι επιβραδύνουν πολλές φορές το βήμα τους, για να απολαύσουν μια πανδαισία ήχων. Το δοξάρι του Ρένου Πίποϊ, του βιρτουόζου από την Ρουμανία, που ζει στον Βόλο τα τελευταία πέντε χρόνια, αφηγείται κάθε μέρα, με ήλιο και βροχή, με καύσωνα και τσουχτερό κρύο, ιστορίες διανθισμένες με ποικίλα ηχοχρώματα, που δεν αφήνουν κανένα ασυγκίνητο. Το καθημερινό υπαίθριο κοντσέρτο του 53χρονου βιοπαλαιστή, συνεχίζεται με την ίδια πάντα ζέση, τόσο στην κεντρική αγορά, όσο και στα παραλιακά καταστήματα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο άρτος ο επιούσιος, τα αναγκαία προς το ζην. Το βιολί είναι ο πιστός σύντροφος του «βιολιστή του δρόμου», ο οποίος είναι πλέον γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους τους συμπολίτες.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γλυκερία Υδραίου
Η ζωή του είναι σύμφυτη με την μουσική κι όπως ομολογεί ο ίδιος, μιλώντας στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, είναι γόνος πολύ γνωστής οικογένειας μουσικών από την Ρουμανία και μεγάλωσε ακούγοντας μουσική, διότι ο πατέρας του ήταν εξαιρετικός σολίστ πιάνου. «Γεννήθηκα στην Κραϊόβα και σπούδασα βιολί από την ηλικία των έξι ετών, γιατί μου άρεσε η μουσική. Πήγα σε μουσικό σχολείο, όπου φοίτησα δώδεκα χρόνια, σύμφωνα με το εκπαιδευτικό σύστημα της Ρουμανίας και συνέχισα στο Πανεπιστήμιο, όπου σπούδασα βιολί και συμφωνική μουσική» αναφέρει ο ίδιος, σ’ ένα διάλειμμα του αγώνα για τον επιούσιο, ανακαλώντας προσωπικές μνήμες από την γενέτειρά του. Ο βιρτουόζος βιολιστής συμμετείχε από νωρίς στις σχολικές ορχήστρες και μάλιστα ανέβηκε σε νεαρή ηλικία στο πόντιουμ διαφόρων ορχηστρικών σχημάτων, φολκλορικών αλλά και συμφωνικών, ως μαέστρος με πολλές περγαμηνές.
Το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν συμπτωματικό κι όπως αναφέρει ο ίδιος κατ’ επανάληψη «δεν ήρθα για να μείνω». Αφορμή για την πρώτη γνωριμία με τα Ελληνικά ηχοχρώματα, το φως και τον ήλιο, στάθηκε ένα διεθνές φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε πριν από μερικά χρόνια στην Λευκάδα, με την συμμετοχή ορχηστρικών σχημάτων από διάφορες χώρες. «Ήρθα στην Ελλάδα για να συμμετάσχω στο Φεστιβάλ και στον γυρισμό κάναμε ένα διάλειμμα για ξεκούραση στην Κατερίνη όπου είχαμε λίγες ώρες στην διάθεσή μας για μπάνιο και ξεκούραση κι εγώ πήρα το βιολί μου κι άρχισα να παίζω. Με άκουσαν να παίζω και μου πρότειναν να μείνω και να εργαστώ στο Ωδείο της Κατερίνης και σε σχολείο στο Λιτόχωρο» θυμάται ο Ρένος Πίποϊ. «Πήρα αμέσως τηλέφωνο την σύζυγό μου, συνεχίζει ο ίδιος την αφήγηση, γιατί δεν ήξερα τι να κάνω και τελικά αποφάσισα να μείνω και να δουλέψω στην Ελλάδα, προκειμένου να βοηθήσω την οικογένειά μου». Στην Κατερίνη παρέμεινε δέκα χρόνια, διδάσκοντας βιολί σε Ωδείο και σε μουσικό σχολείο και στο μεταξύ, μετοίκησε η οικογένειά του στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να αναζητήσει και ο ίδιος την τύχη του στην πρωτεύουσα.
Δεύτερη πατρίδα ο Βόλος
Οι προσπάθειες για εξεύρεση εργασίας στην πρωτεύουσα απέβησαν άκαρπες για τον αξιοπρεπή βιοπαλαιστή, ο οποίος αποφάσισε να αναζητήσει στο μεταξύ, εργασία στην Σκιάθο, στην διάρκεια της θερινής περιόδου. «Πριν πάω στην Σκιάθο, είδα για πρώτη φορά το Βόλο, το λιμάνι, είδα ότι είναι πολύ καλοί οι άνθρωποι και σκέφτηκα να μείνω εδώ» αναφέρει ο ίδιος. Δυστυχώς όμως, δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει ακόμη μόνιμη εργασία«παρότι έχω κάνει αίτηση να διδάξω σε σχολεία» όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά. Η υπαίθρια σκηνή της Ερμού φιλοξενεί τα τελευταία πέντε χρόνια το όνειρό του για μια καλύτερη ζωή, ενώ οι εκπληκτικές μελωδίες που χαρίζει απλόχερα στους περαστικούς, πρωί και βράδυ, μιλούν για την ζωή του, τις αγωνίες, το καρδιοχτύπι, τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης αλλά και την επιθυμία του να διδάξει βιολί σε σχολεία ή σε Ωδεία.
«Παίζω κάθε μέρα στο δρόμο γιατί δεν έχω άλλη εναλλακτική λύση», ομολογεί. Η απάντηση στο ερώτημα αν βγαίνει το μεροκάματο είναι αφοπλιστική και αποτυπώνεται εύγλωττα στην φράση «όλοι περνάνε δύσκολα και όταν έχουν, μου δίνουν κάτι. Το μεροκάματο, προσθέτει ο Ρένος Πίποϊ, άλλοτε βγαίνει και άλλοτε πάλι, όχι». Πολλά βράδια έχει κοιμηθεί νηστικός κι όπως ομολογεί «βοηθάω την οικογένειά μου με τα χρήματα που βγάζω και αν έχω παραπάνω εισπράξεις εξασφαλίζω το φαγητό μου. Διαφορετικά, δύο ή τρία ευρώ είναι αρκετά για να φάω ένα γύρο». Παρόλα αυτά, δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Ρουμανία και όπως υπογραμμίζει «αγαπώ την Ελλάδα και θέλω να μείνω εδώ. Σήμερα έχουν αλλάξει τα πάντα στην Ρουμανία, δεν έχω κανέναν πλέον στην πατρίδα μου. Αν γυρίσω τώρα στην Ρουμανία, θα είμαι ξένος».
Οι Βολιώτες τον αντιμετωπίζουν με καλοσύνη κι όπως τονίζει ο ίδιος «μέχρι στιγμής δεν μου έχουν μιλήσει άσχημα. Δεν έκανα άλλωστε τίποτα για να μου μιλάνε άσχημα. Παίζω βιολί και τίποτε άλλο. Όταν παίζω βιολί, είμαστε μόνο εγώ και η μουσική, τίποτε άλλο κι όταν παίζω, θέλω να παίζω καλά, άσχετα αν είμαι στενοχωρημένος, για να νιώθω πρώτα εγώ καλά και μετά ο κόσμος».
Αγάπη για την μουσική
Ο Ρένος Πίποϊ κουβαλάει πολύ σημαντικές μουσικές περγαμηνές και διακρίσεις στις αποσκευές του, έχοντας πάντα ως σύμμαχο ζωής το αδιαμφισβήτητο ταλέντο, την κουλτούρα, την καλλιέργεια και την ευγένεια που τον διακρίνει. Παίζει όλα τα είδη μουσικής και παράλληλα συνθέτει και ο ίδιος μουσική, την οποία έχει καταγράψει μάλιστα σε cd. Παλιότερα συμμετείχε σε ορχήστρα πλανόδιων μουσικών, αλλά δυστυχώς, διαλύθηκε το σχήμα όταν δύο από τα τέσσερα μέλη επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Έκτοτε παίζει μόνος, σε διάφορα κεντρικά σημεία της πόλης, παλεύοντας με περισσή αξιοπρέπεια για το μεροκάματο, ενώ όπως ομολογεί «του λείπει η οικογένειά του».
Δηλώνει απερίφραστα λάτρης της Ελλάδας κι όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά «έχω πολλούς φίλους στο Βόλο, όλοι με γνωρίζουν και με συμπαθούν και υπάρχουν πολύ καλοί μουσικοί στην Ελλάδα και στο Βόλο. Ο κόσμος έχει κουλτούρα και έχω συνεργαστεί επίσης με μουσικούς από το Βόλο και μερικές φορές με καλούν σύλλογοι, για να παίξω βιολί σε εκδηλώσεις».
Η ευχή που διατυπώνει από καρδιάς είναι «να αλλάξει η κατάσταση στην Ελλάδα, να είναι όλοι ευχαριστημένοι και να έχουν χρήματα γιατί αν είστε εσείς καλά, θα είμαι και εγώ καλά». Αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια τις δυσκολίες της καθημερινότητας, τονίζοντας ότι «δεν είμαι ο μόνος που περνάει δύσκολα. Όλοι υποφέρουν και εύχομαι να έρθει κάποια στιγμή που θα γίνει καλά η Ελλάδα». Η μόνη του επιθυμία είναι «μια μόνιμη δουλειά, να διδάσκω αυτό που γνωρίζω καλά, δεν ζητάω τίποτε άλλο». Η Ελλάδα είναι πλέον η δεύτερη πατρίδα του πλανόδιου μουσικού, ο οποίος αγωνίζεται με πολύ κουράγιο για να βοηθήσει την οικογένειά του, την σύζυγο και τα δύο του παιδιά, έχοντας πάντα ως όνειρο εμφανιστεί ως σολίστ σε μια αίθουσα και να μοιραστεί παράλληλα με νεαρούς, εκκολαπτόμενους σολίστες τις γνώσεις και την αγάπη του για την ευγενέστερη των τεχνών, την μουσική.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γλυκερία Υδραίου
Η ζωή του είναι σύμφυτη με την μουσική κι όπως ομολογεί ο ίδιος, μιλώντας στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, είναι γόνος πολύ γνωστής οικογένειας μουσικών από την Ρουμανία και μεγάλωσε ακούγοντας μουσική, διότι ο πατέρας του ήταν εξαιρετικός σολίστ πιάνου. «Γεννήθηκα στην Κραϊόβα και σπούδασα βιολί από την ηλικία των έξι ετών, γιατί μου άρεσε η μουσική. Πήγα σε μουσικό σχολείο, όπου φοίτησα δώδεκα χρόνια, σύμφωνα με το εκπαιδευτικό σύστημα της Ρουμανίας και συνέχισα στο Πανεπιστήμιο, όπου σπούδασα βιολί και συμφωνική μουσική» αναφέρει ο ίδιος, σ’ ένα διάλειμμα του αγώνα για τον επιούσιο, ανακαλώντας προσωπικές μνήμες από την γενέτειρά του. Ο βιρτουόζος βιολιστής συμμετείχε από νωρίς στις σχολικές ορχήστρες και μάλιστα ανέβηκε σε νεαρή ηλικία στο πόντιουμ διαφόρων ορχηστρικών σχημάτων, φολκλορικών αλλά και συμφωνικών, ως μαέστρος με πολλές περγαμηνές.
Το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν συμπτωματικό κι όπως αναφέρει ο ίδιος κατ’ επανάληψη «δεν ήρθα για να μείνω». Αφορμή για την πρώτη γνωριμία με τα Ελληνικά ηχοχρώματα, το φως και τον ήλιο, στάθηκε ένα διεθνές φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε πριν από μερικά χρόνια στην Λευκάδα, με την συμμετοχή ορχηστρικών σχημάτων από διάφορες χώρες. «Ήρθα στην Ελλάδα για να συμμετάσχω στο Φεστιβάλ και στον γυρισμό κάναμε ένα διάλειμμα για ξεκούραση στην Κατερίνη όπου είχαμε λίγες ώρες στην διάθεσή μας για μπάνιο και ξεκούραση κι εγώ πήρα το βιολί μου κι άρχισα να παίζω. Με άκουσαν να παίζω και μου πρότειναν να μείνω και να εργαστώ στο Ωδείο της Κατερίνης και σε σχολείο στο Λιτόχωρο» θυμάται ο Ρένος Πίποϊ. «Πήρα αμέσως τηλέφωνο την σύζυγό μου, συνεχίζει ο ίδιος την αφήγηση, γιατί δεν ήξερα τι να κάνω και τελικά αποφάσισα να μείνω και να δουλέψω στην Ελλάδα, προκειμένου να βοηθήσω την οικογένειά μου». Στην Κατερίνη παρέμεινε δέκα χρόνια, διδάσκοντας βιολί σε Ωδείο και σε μουσικό σχολείο και στο μεταξύ, μετοίκησε η οικογένειά του στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να αναζητήσει και ο ίδιος την τύχη του στην πρωτεύουσα.
Δεύτερη πατρίδα ο Βόλος
Οι προσπάθειες για εξεύρεση εργασίας στην πρωτεύουσα απέβησαν άκαρπες για τον αξιοπρεπή βιοπαλαιστή, ο οποίος αποφάσισε να αναζητήσει στο μεταξύ, εργασία στην Σκιάθο, στην διάρκεια της θερινής περιόδου. «Πριν πάω στην Σκιάθο, είδα για πρώτη φορά το Βόλο, το λιμάνι, είδα ότι είναι πολύ καλοί οι άνθρωποι και σκέφτηκα να μείνω εδώ» αναφέρει ο ίδιος. Δυστυχώς όμως, δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει ακόμη μόνιμη εργασία«παρότι έχω κάνει αίτηση να διδάξω σε σχολεία» όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά. Η υπαίθρια σκηνή της Ερμού φιλοξενεί τα τελευταία πέντε χρόνια το όνειρό του για μια καλύτερη ζωή, ενώ οι εκπληκτικές μελωδίες που χαρίζει απλόχερα στους περαστικούς, πρωί και βράδυ, μιλούν για την ζωή του, τις αγωνίες, το καρδιοχτύπι, τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης αλλά και την επιθυμία του να διδάξει βιολί σε σχολεία ή σε Ωδεία.
«Παίζω κάθε μέρα στο δρόμο γιατί δεν έχω άλλη εναλλακτική λύση», ομολογεί. Η απάντηση στο ερώτημα αν βγαίνει το μεροκάματο είναι αφοπλιστική και αποτυπώνεται εύγλωττα στην φράση «όλοι περνάνε δύσκολα και όταν έχουν, μου δίνουν κάτι. Το μεροκάματο, προσθέτει ο Ρένος Πίποϊ, άλλοτε βγαίνει και άλλοτε πάλι, όχι». Πολλά βράδια έχει κοιμηθεί νηστικός κι όπως ομολογεί «βοηθάω την οικογένειά μου με τα χρήματα που βγάζω και αν έχω παραπάνω εισπράξεις εξασφαλίζω το φαγητό μου. Διαφορετικά, δύο ή τρία ευρώ είναι αρκετά για να φάω ένα γύρο». Παρόλα αυτά, δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην Ρουμανία και όπως υπογραμμίζει «αγαπώ την Ελλάδα και θέλω να μείνω εδώ. Σήμερα έχουν αλλάξει τα πάντα στην Ρουμανία, δεν έχω κανέναν πλέον στην πατρίδα μου. Αν γυρίσω τώρα στην Ρουμανία, θα είμαι ξένος».
Οι Βολιώτες τον αντιμετωπίζουν με καλοσύνη κι όπως τονίζει ο ίδιος «μέχρι στιγμής δεν μου έχουν μιλήσει άσχημα. Δεν έκανα άλλωστε τίποτα για να μου μιλάνε άσχημα. Παίζω βιολί και τίποτε άλλο. Όταν παίζω βιολί, είμαστε μόνο εγώ και η μουσική, τίποτε άλλο κι όταν παίζω, θέλω να παίζω καλά, άσχετα αν είμαι στενοχωρημένος, για να νιώθω πρώτα εγώ καλά και μετά ο κόσμος».
Αγάπη για την μουσική
Ο Ρένος Πίποϊ κουβαλάει πολύ σημαντικές μουσικές περγαμηνές και διακρίσεις στις αποσκευές του, έχοντας πάντα ως σύμμαχο ζωής το αδιαμφισβήτητο ταλέντο, την κουλτούρα, την καλλιέργεια και την ευγένεια που τον διακρίνει. Παίζει όλα τα είδη μουσικής και παράλληλα συνθέτει και ο ίδιος μουσική, την οποία έχει καταγράψει μάλιστα σε cd. Παλιότερα συμμετείχε σε ορχήστρα πλανόδιων μουσικών, αλλά δυστυχώς, διαλύθηκε το σχήμα όταν δύο από τα τέσσερα μέλη επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Έκτοτε παίζει μόνος, σε διάφορα κεντρικά σημεία της πόλης, παλεύοντας με περισσή αξιοπρέπεια για το μεροκάματο, ενώ όπως ομολογεί «του λείπει η οικογένειά του».
Δηλώνει απερίφραστα λάτρης της Ελλάδας κι όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά «έχω πολλούς φίλους στο Βόλο, όλοι με γνωρίζουν και με συμπαθούν και υπάρχουν πολύ καλοί μουσικοί στην Ελλάδα και στο Βόλο. Ο κόσμος έχει κουλτούρα και έχω συνεργαστεί επίσης με μουσικούς από το Βόλο και μερικές φορές με καλούν σύλλογοι, για να παίξω βιολί σε εκδηλώσεις».
Η ευχή που διατυπώνει από καρδιάς είναι «να αλλάξει η κατάσταση στην Ελλάδα, να είναι όλοι ευχαριστημένοι και να έχουν χρήματα γιατί αν είστε εσείς καλά, θα είμαι και εγώ καλά». Αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια τις δυσκολίες της καθημερινότητας, τονίζοντας ότι «δεν είμαι ο μόνος που περνάει δύσκολα. Όλοι υποφέρουν και εύχομαι να έρθει κάποια στιγμή που θα γίνει καλά η Ελλάδα». Η μόνη του επιθυμία είναι «μια μόνιμη δουλειά, να διδάσκω αυτό που γνωρίζω καλά, δεν ζητάω τίποτε άλλο». Η Ελλάδα είναι πλέον η δεύτερη πατρίδα του πλανόδιου μουσικού, ο οποίος αγωνίζεται με πολύ κουράγιο για να βοηθήσει την οικογένειά του, την σύζυγο και τα δύο του παιδιά, έχοντας πάντα ως όνειρο εμφανιστεί ως σολίστ σε μια αίθουσα και να μοιραστεί παράλληλα με νεαρούς, εκκολαπτόμενους σολίστες τις γνώσεις και την αγάπη του για την ευγενέστερη των τεχνών, την μουσική.
Ταχυδρόμος, Πανθεσσαλική Εφημερίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου