Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Στην "Άλλη" Μάνα, την Ελένη

Ξημέρωσε του Θωμά του 2012.
Ενώ προσπαθώ να μοιράσω τα μετρημένα μου βιβλία του πατέρα κι ενώ έχω αναθεματίσει χίλιες φορές, αυτόν που ανακάλυψε την διαίρεση, (ούτε σε σελίδες δεν μου φτάνουν), δεν μπορούν να φύγουν απ' το μυαλό μου και οι "άλλες" οι στιγμές, της "Άλλης" μάνας!
Δικαιούμαι ένα απόσπασμα του βιβλίου. Ας είναι το δικό της!
Αιωνία τους η μνήμη, όλων των γονιών! Και του ασυνειδητοποίητου ακόμα αδελφού μου!
Είναι απίστευτες αυτές οι μέρες για μένα!
Το βιβλίο του πατέρα στα χέρια μου, της Ζωοδόχου Πηγής.
Σήμερα του Θωμά, άλλη ημερομηνία. όμως,  (λεπτομέρεια) ήταν τότε, που Έφυγε η "Άλλη μάνα," η Ελένη!
4 Μαίου κλείνει η μάνα - Ελένη 4 χρόνια!
5 Μαίου του Αγίου Εφραίμ και σαρανταήμερο μνημόσυνο του αδελφού μου!
6 Μαίου, πρώτη Κυριακή του Μάη η γιορτή της Μητέρας, συν εκλογές, συν Ζαγορά!
Πριν τρελαθώ και με τις συμπτώσεις, μετά την διαίρεση, πάω στο δύσκολο χθες, που παραμένει και σήμερα, αφού η απουσία θα είναι πάντα απουσία και δεν αλλάζει, είτε εκδοθεί σε βιβλίο ή όχι.

.......


4 Μάη, 10 και 10, πρωί
Είμαι στο σπίτι σου μαζί με όλα τα αγαπημένα σου πρόσωπα. Ο ήλιος λάμπει. Υπάρχει γύρω μια γαλήνη! Γράφω μέχρι να ’ρθεις… Τα πουλιά κάτι λένε… Ο γιος σου που σε είδε, μου είπε ότι είσαι «σαν ζωντανή!» Ζωντανή θα μείνεις, μαμά, και το ξέρεις!
Απομονώθηκα. Η δυνατή λύγισε πάλι, όπως χθες και προχθές…
Η πέτρα άρχισε να λιώνει απ’ τη στιγμή που είπες εκείνο το «ευχαριστώ για όλα!» Μετά, όταν δε μ’ άφηνες να φύγω… Και μετά … που δε με ξανάφηνες να φύγω από κοντά σου… Και μετά πάλι, χθες, που έπρεπε να φύγω. Σου είπα: «Να με περιμένεις»… Και εσύ είπες: «Κουράστηκα. Θα φύγω…»
«Μη φύγεις! Περίμενέ με!» επέμενα εγώ.
Με περίμενες όμως. Δεν άργησα, άλλωστε. Ήξερα πως θα φύγεις μετά τις 12… Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη δική μου ζωή. Σήμερα, 4 Μαΐου 2008, του Θωμά, του άπιστου, ξημερώματα Κυριακής και ώρα 0:35, έφυγε απ’ αυτή τη ζωή, η μάνα του άντρα μου, η γιαγιά των παιδιών μου, η δεύτερή μου η μαμά, η πεθερά μου. Το όνομά της, Ελένη. Η ωραία Ελένη!


Η Άννα ανακάλυψε την κρυψώνα μου. Δεν πειράζει. Δεν μπορώ να είμαι δίπλα τους σε άσχετες συζητήσεις. Δεν μπορώ να δώσω άλλο κουράγιο στους άλλους. Έχασα το δικό μου. Κρύφτηκα για να μαζέψω δυνάμεις. Η δυνατή πνίγεται και θέλει να σωθεί. Η δυνατή λύγισε. Κλαίω με παράπονο. Όχι, γιατί έφυγες και θα μου λείψεις. Άλλωστε, δε ζούσαμε μαζί κι είναι λίγες οι κοινές μας στιγμές. Μ’ ανακουφίζει το ότι λυτρώθηκες και δεν υποφέρεις πια. Κλαίω γιατί άργησες να μ’ αγαπήσεις γιαγιά! Άργησες τόσο πολύ! Τρεις μέρες πριν φύγεις! Ήταν τόσο λίγο! Πώς να μου φτάσει;

10:28 Θεέ μου! Χτυπάει η καμπάνα του χωριού πένθιμα. ΓΙΑ ΣΕΝΑ! Για την πεθερά μου! Για τη μάνα του άντρα μου! Για τη γιαγιά των παιδιών μου! Η καμπάνα χτυπάει πένθιμα για το σπιτικό μας! Να το μάθει ο κόσμος! Για να έρθει ο κόσμος! Για να σε αποχαιρετήσει και να μας συμπαρασταθεί κι εμάς. Η καμπάνα χτυπάει για σένα σήμερα, γιαγιά! Η καμπάνα χτυπάει κάποτε για όλους μας! Ο ήχος της ενώνει γη και ουρανό!
Η καμπάνα κάποτε σταμάτησε. Μα εγώ, γιατί συνεχίζω να την ακούω;
Να δώσεις χαιρετίσματα, σ’ εκείνη, μαμά! Να μου την προσέχεις. Μου το υποσχέθηκες άλλωστε, όταν στο ζήτησα. Όταν πια με είχες αγαπήσει... Όταν πια, ό,τι και να σου ζητούσα, δε θα μου χάλαγες χατίρι.
Σ’ αγαπάω, μαμά! Πάντα σ’ αγαπούσα και σε σεβόμουν. Και το έδειχνα... Και το έδειξα… Τώρα πια, ξέρω πως με δέχτηκες για νύφη. Δε θα υπήρχε καλύτερη για το μονάκριβο γιο σου.
Ο γιος σου! Το παλικάρι σου! Ο λεβέντης σου! Πόσο θα ήθελα να ‘μουνα πλάι του αυτές τις δύσκολες στιγμές! Δεν ήμουνα όμως. Έπρεπε να είμαι πλάι σου. Λένε όλοι ότι εκείνος είναι δυνατός. Και ο ίδιος το λέει. Εγώ, όμως, ξέρω. Δεν είναι. Τον είδα που έφευγε στα δύσκολα. Είδα τις συσπάσεις στο λαρύγγι του. Είδα τα φουσκωμένα του μάγουλα… Και τα μάτια του να σφίγγουν… Είδα το βλέμμα του να μ’ αποφεύγει. Άκουσα το δικό του: «Ευχαριστώ για όλα!» Κι άκουσα και το λυγμό του, εκείνον τον κρυμμένο…
Για σένα, μάνα μου! Ο γιος σου, μάνα μου!
Η κόρη σου! Η Μαρία! Η αδύνατη! Αυτή πιο πολύ νοιαζόμουνα. Άντεξε. Θ’ αντέξει. Την αφήνω να κλάψει, όταν το νιώθει. Πρέπει. Πρέπει να το βγάλει από μέσα της, για ν’ αντέξει. Οι πέτρες πρέπει να ξεσπάνε, όσο κι αν πονάνε. Κι εγώ τη δική μου σπάω τώρα.
Ο παππούς! Ο άντρας σου! Ο σύζυγός σου! Ο σύντροφός σου από παιδί, δεν μπορεί να το πιστέψει. Στη γνωστή του γωνιά, σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Ένα χαπάκι φρόντισε να φράξει τον πόνο του και τις αντιδράσεις. Πρέπει να αντέξει στα δύσκολα.
«Λενιώ!» ούρλιαξε στο όνειρό του. Δεν του είπαμε τίποτα. Πριν λίγες ώρες το έμαθε. Κι ακόμα δεν μπορεί να το πιστέψει κι ας πήρε το χαπάκι
Αυτός, όταν το σκέφτεται κλαίει και χτυπιέται…
Το χαπάκι! Είναι δυνατόν ένα χαπάκι να σε κάνει να ξεχάσεις τον άνθρωπό σου; Το Λενιώ σου;
Το σαλόνι μου πήγε στην άκρη, μαμά μου. Έσκυψε το κεφάλι και σε περιμένει. Πάνω του θα καθίσουμε εμείς, που τα πόδια μας λυγάνε.
Η καρδιά μας, δικιά σου μάνα μου, κι ας είναι χαπακωμένη.
Αντέχουμε μαμά! Έλα! Σε περιμένουμε!

11:25 Λείπεις γιαγιά! Λείπεις απ’ το σπίτι σου! Λείπεις!

Λίγες μέρες μετά, η δικιά μου έγραψε με αφορμή τη γιορτή της μητέρας, στην εφημερίδα Θεσσαλία:

Η Άλλη Μάνα, η Ελένη
Γιορτή της «μητέρας», λέει. Ωραία λέξη, αν και ποτέ δεν τη χρησιμοποίησα. Τη βρίσκω ψυχρή. Μου θυμίζει φράχτη. «Μαμά» την έλεγα όσο ζούσε. «Μάννα» την είπα όταν έφυγε. «Μάννα με δύο ν» την αποκάλεσα, όταν διαλαλούσα στα βιβλία μου την απουσία της.
«Μαμά» φώναζα και την πεθερά μου. Τρελό μου φαινόταν. Ειδικά μετά τη φυγή της μάννας, δύσκολα μου έβγαινε απ’ τα χείλη. Δεν ήθελα να πάρει καμία τη θέση της. Έτσι την αποκαλούσα πιο συχνά «γιαγιά». Μου ήταν πιο εύκολο. Έβγαινε όμως αυθόρμητα και το «μαμά», όταν η νύφη κοιμόταν…
Στις αρχές του μήνα η άλλη μαμά, αρρώστησε. Το «γιαγιά» εξαφανίστηκε, ως διά μαγείας. Πριν από λίγες μέρες η μαμά ψυχορραγούσε. Ήμουνα δίπλα της. Και «μάνα» την είπα και «μανουλίτσα μου» τής φώναξα: «Μη φύγεις!»
«Ευχαριστώ για όλα!» μου είπε εκείνη και έφυγε! Έτσι ξαφνικά. Κανείς μας δεν το αντιλήφθηκε. Ούτε εκείνη. Η κίρρωση του ήπατος είναι ύπουλη αρρώστια. Δεν προειδοποιεί. Το μάθαμε στο τέλος.
«Να δώσεις χαιρετίσματα στη μάννα!» της είπα. «Και να την προσέχεις!»
«Ναι!» μου είπε με νοήματα η άλλη Μάνα! Η μάνα του άντρα μου που έγινε και δική μου.
«Να την αγαπάς, γιατί αυτή θα πάρει τη θέση μου τώρα που θα φύγω!» μου είχε πει η δική μου μάννα, τότε, πριν φύγει.
Η αλήθεια είναι ότι αργήσαμε πολύ ν’ αγαπηθούμε με την Άλλη μαμά, όπως αγαπηθήκαμε τώρα, στις τελευταίες της στιγμές. Ξέρω ποιος φταίει. Μάς εμπόδιζε η απόσταση νύφης και πεθεράς. Μάς εμπόδιζε η διεκδίκηση για την αγάπη ενός άντρα, του γιου της.
Κι όμως... Και οι δυο κλαίγαμε αγκαλιασμένες. Εκείνη που θα τον άφηνε μόνο του κι εγώ για το ανεπανόρθωτο πλήγμα που θα δεχόταν ο άντρας μου. Ήξερα κι ξέρω πως εγώ μόνο δε «φτάνω» για να κλείσω αυτή την πληγή.
Ο άντρας μου, που είναι ο γιος της. Ο λεβέντης της, το παλικάρι της. Που της τον πήρα χωρίς να θέλει, πριν από πολλά πολλά χρόνια… Που δε με ήθελε για νύφη… Καμία δεν θα ήθελε, νομίζω. Τον ήθελε αποκλειστικά δικό της. Γι’ αυτό οι μάνες κάποια στιγμή λέγονται πεθερές. Γιατί τις εμποδίζει η αγάπη…
…Που μου έλεγε υπερήφανη κάποτε, πως «ο γιος της και η κόρη της ήταν οι πιο όμορφοι στην εκκλησία» κι εγώ ζήλευα! Ζήλευα τη μάνα που ξεχώριζε τα παιδιά της! Τόσο κακιά νύφη! Έκρινε κι ας ήξερε πως κι εκείνη τα δικά της παιδιά θα έβλεπε πιο όμορφα, ανάμεσα σε χιλιάδες! Έκρινε κι ας ήξερε πως κι εκείνη θα γίνει πεθερά και εύκολα θα κρίνει…
«Εμένα μ’ αγαπάς;» τη ρώτησα όταν ζητούσε τα παιδιά της.
«Σ’ αγαπάω!» μου είπε κι αγκαλιασμένες κλαίγαμε κι οι δυο. Θρηνούσαμε για τις αληθινές στιγμές που χάσαμε. Σπαράζαμε σαν πληγωμένα σπουργίτια. Ένα κλάμα βουβής συγχώρεσης.
«Μη φεύγεις!» μου έλεγε, όταν έπρεπε να ξεκουραστώ και μου τραβούσε το χέρι να μείνω. Κι έμενα... κι ας ήταν απάνω απ’ τις δυνάμεις μου.
«Κι εσύ, μη φεύγεις…» την παρακάλεσα, αλλά εκείνη Έφυγε.
«Κουράστηκα» μου εξομολογήθηκε. «Να είστε αγαπημένοι!»
«Είμαστε μάνα! Είμαστε! Καλό σου ταξίδι!»…

Η γιορτή της μητέρας. Δυο μάνες ανταμώσανε στον ουρανό και γιορτάζουν, μαζί με όλες τις άλλες μανάδες που ζουν και τα τυχερά παιδιά τους έχουν κοντά τους και θα τους χαρίσουν λουλούδια, φιλιά, αγκαλιές κι αγάπη. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και να τις χαίρονται! Τις Άλλες Μάνες, τις πεθερές, ας προλάβουν να τις αγαπήσουν πιο νωρίς… για να μην έχουν ανοίξουν ρήγματα… όπως συνέβη με μένα.

Απόσπασμα απ' το:
"Για σένα χόρευαν τα πουλιά, πατέρα..."  της Κατερίνας Δεσπότη - Σταματίου, Παπαθεοδώρου, εκδόσεις ΉΡΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ. σελ. 19-23

Υγ. Με την ΉΡΑ κι αν μας ένωσε σύμπτωση! Είναι η συμπεθέρα του πολυαγαπημένου μου μπάρμπα - Μήτσου (κι εγώ δεν την γνώριζα ) που η ΦΥΓΗ του μ' έκανε να μην θέλω να ξαναπάω στην Ζαγορά!
Τόσο συμβολικά γίνονται τα πράγματα στη δική μου τη ζωή! 
Υγ. 2. Τα βιβλία μου, έτσι κι αλλιώς, όσα κι αν ήταν, ποτέ δεν θα φτάσουν! Ποτέ δεν το χάρηκα αυτό! Μια ζωή με φωτοτυπίες για το Μάννα! Τ' αφήνω στον Θεό και στην Μαρία! Για να με φέρουν ως εδώ, κάποιος λόγος θα υπάρχει! Αγωνιώ κι εγώ για την συνέχεια του βιβλίου της ζωής μου. Έχω πολύ δυνατό Σκηνοθέτη! Εν λευκώ στα χέρια Του! 
Υγ. 3. Στα μετρημένα μου... στα ήδη πια γραμμένα μου με αφιέρωση, κράτησα δυο για δυο γυναίκες της ζωής μου. Ξέρω πως υπάρχουν και τις περιμένω να τους το παραδώσω. Η μία είναι πολύ κοντά μου, η άλλη άγνωστον πόσο μακριά, μα και πόσο κοντά... Η αγκαλιά μου μπορεί να είναι πληγωμένη, μα είναι πάντα ανοιχτή! Μπορεί να μην γιατρευτούμε ποτέ και οι τρείς, μα αγκαλιασμένες θα πάψουμε να πονάμε, τουλάχιστον!
Αυτά!
Υγ. 4 Το ξυπνητήρι χτύπησε! Πρέπει να ξυπνήσω τον άντρα μου να πάει για δουλειά. Κάπου γράφω μέσ'  το βιβλίο πως εγώ κρατάω τσίλιες τη νύχτα, μη πλησιάσει ο Χάροντας κοντά... Όταν ξυπνάνε οι άλλοι, τότε εγώ μπορώ να κοιμηθώ.
Στον αδερφό μου με ξεγέλασε νύχτα, γιατί έπρεπε να σταθώ στην σύντροφό του, μα εκείνη  την ώρα ξύνησα, σαν από ένστικτο, πήγα για τσιγάρο στην κουζίνα. Μόλις άναψα το φως, μια πεταλούδα ξεπετάχτηκε απ' το φως, έκανε ένα κύκλο δνυνατό και μετά ήρθε καταπάνω μου. Τρόμαξα, έφυγα μέσα στη νύχτα και δεν τον βρήκα στον θάλαμο...

...και μετά, πρώτος έφτασε ο Πανάγος, μετά εγώ και ψάχναμε τον άνθρωπό μας, μεσ' τα δωματιάκια με το πέτρινο τραπέζι και τα πέτρινα παγκάκια... Δύο οι κεκκημημένοι, ο ένας είχε σταυρό με άσπρα λουλούδια. Τράβηξα κατά κει. Ο αδελφός μου κουβαλούσε σταυρό μια ζωή, "Αυτός θα είναι", είπα. Μετά η μύτη μου άρχισε να μυρίζει γύρω γύρω το φέρετρο, σαν καλά εκπαιδευμένο σκυλί, κι έτσι αναγνώρισα την μυρουδιά του, "Ναι! Αυτός είναι!" επέμενα. Αμφέβαλλε όμως την αδελφική μου όσφρησή ο Πανάγος και μου λέει κρυφά: "Τον ανοίγουμε να βεβαιωθούμε;" "Ναι", απάντησα εγώ. "Πιάσε από κει εσύ!" μου είπε. Κι έπιασα.Ήταν αυτός! Ο δικος μας ο αδελφός. Δεν θα κλαίγαμε από λάθος έναν ξένο!...
Τίποτα δε μένει, παιδιά! Τίποτα! Ίσως ούτε και τα βιβλία!  

Δεν υπάρχουν σχόλια: