Ο/H Lakis Fourouklas έγραψεστις 4 Ιουνίου 2009, ώρα 8:03 μ.μ.
Σε μια εποχή αντιρομαντική, όπου το παροδικό εξιδανικεύεται κι ο υπερθετικός βαθμός διακωμωδείται, το αιώνιο στριμώχνεται βίαια μες στην αμφιβολία, πώς να γράψει κανείς για τον έρωτα και μάλιστα όταν τα υποκείμενά του δεν διαθέτουν το άλλοθι της εφηβείας;
Πώς να γράψει κάποιος χωρίς να νιώσει την πίκρα του ν’ αντικρύσει το έργο του στα ράφια των μελοδραματικών αναγνωσμάτων; Ο Λάκης Φουρουκλάς, βρίσκει τον τρόπο. Οι «Γυναίκες της Συγνώμης», το 3ο στη σειρά μυθιστόρημα του συγγραφέα, έχοντας πλήρως αφομοιώσει το πνεύμα της εποχής, παρακάμπτουν την εύκολη γραφή κι έρχονται να αναθεωρήσουν την έννοια του ρομαντικού μυθιστορήματος .
Στο βιβλίο , που γοητεύει με το ύφος και τη γλώσσα του, ο πεζός λόγος συναντά τον ποιητικό και ο ρυθμός του συγχρονίζεται με το ρυθμό των χτύπων της καρδιάς κι ο έρωτας αναγραμματίζεται , για να περιθάλψει καρδιές από καιρό ξελαστιχωμένες στη γωνιά τους
Ο μύθος είναι το πρόσχημα για να αμολήσει ο αφηγητής τα σκυλιά του υποσυνείδητου και να ενορχηστρώσει παύσεις και σιωπές, ικανές όμως να δημιουργήσουν εκκωφαντικό θόρυβο στα πιο απόκρυφα μπουντρούμια της συναίσθησης.
Ο συγγραφέας, δε διστάζει να δοκιμάσει τους ήρωές του γιατί είναι βέβαιος πως δε θα σπάσουν, τους γνωρίζει καλά. Λίγο μόνο θα λυγίσουν αφού είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένα τα μεγάλα όνειρα.
Ρίχνει λάδι στη φωτιά της ψυχής τους, να τη φουντώσει, να την κάνει διάφανη, να γίνει η αποκάλυψη, να βρει ο καθένας τη στιγμή που τον αφορά, το μελτέμι που τον ταξιδεύει στον προορισμό .
Κανείς δεν πρέπει να συναντηθεί με κανέναν αν δεν είναι έτοιμος, αν δεν έχει πρώτα δικαιολογήσει την επιλογή και αν δεν έχει τακτοποιήσει μέσα του το παρελθόν και τις σκιές του.
Ο αφηγητής –συγγραφέας, κλείνει το μάτι στη μοίρα συνωμοτικά αναγνωρίζοντας τη δύναμή της να καταργεί των ανθρώπων τις επιθυμίες και να αποφασίζει αυτή την πορεία τους. Η μοναδική ελευθερία των πρωταγωνιστών είναι η διαχείριση των συναισθημάτων τους κάτι βέβαια καθόλου εύκολο δεδομένων των ανατροπών που εκτυλίσσονται στο έργο. Στον αναγνώστη δημιουργείται η εντύπωση πως κι ο συγγραφέας είναι υποχείριο της μοίρας και περιορίζεται στην απλή καταγραφή των γεγονότων . Δεν προορίζει τις τύχες των ηρώων αλλά τις προγνωρίζει. Ο αφηγητής παρουσιάζεται έτσι απροκάλυπτα προς το τέλος του βιβλίου για να κάνει μια αποτίμηση της όλης πορείας των ηρώων. Παρόλο που αυτό το εγχείρημα είναι επίφοβο αφού θέτει σε κίνδυνο τη σχέση αναγνώστη-ηρώων, αναγνώστη-αφηγητή, η σχέση αυτή διασώζεται την κρίσιμη στιγμή, έντεχνα, στο σημείο όπου ο συγγραφέας δίνει τον πυθιακό χρησμό « άλλοι θα γελάσουν κι άλλοι θα κλάψουν πικρά» .
Ο Δημήτρης , φοβάται πως δεν είναι αντάξιος της αγάπης της Χριστίνας . Την αγαπά, αλλά δεν ξέρει πόσο και το πιο οδυνηρό, πώς. Βγαίνει από τη φυλακή έχοντας ανοίξει τη διαθήκη του καιρού που του αφήνει την αβάσταχτη κληρονομιά να ερμηνεύσει της αλήθειας του το πρόσωπο. Ποια είναι η αλήθεια τελικά; Για πόσο μπορεί ένας άνθρωπος να υποθέτει εκ του ασφαλούς; Αφήνεται να παρασυρθεί απ’ του κορμιού την πείνα παραμερίζοντας την πείνα της καρδιάς . Αρνείται την αγκαλιά της Χριστίνας για ν’ αφεθεί στα χέρια της Βέρας, μιας Σέρβας , φίλης της Μίρας , της Μίρας που έγινε η αιτία για να πάει ο Δημήτρης φυλακή, αφού τη βοήθησε να αυτοκτονήσει. Δεν κρατάει βέβαια για πολύ αυτή η σχέση με τη Βέρα αφού καραδοκεί και υποτροπιάζει ο έρωτας του Δημήτρη για τη Χριστίνα. Προδομένος από το κορμί, επιστρέφει τελικά στη μήτρα του ονείρου έχοντας πληρώσει το βαρύ τίμημα της εσκεμμένης του απουσίας από αυτή.
Η Χριστίνα παρατηρεί το Δημήτρη, όπως παρατηρούν ένα πουλί που βγαίνει απ’ το κλουβί και δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τη λευτεριά του. Τον υποδέχεται σαν άσωτο υιό, από χρόνια χαμένο στις σκέψεις του που επιστρέφει στη γνώριμη θαλπωρή της οικειότητας . Μόνο που ο μόσχος ο σιτευτός δεν είναι άλλος από την ψυχή της που τη βάζει στα πόδια του κι αυτός από φόβο, δένει τα χέρια πισθάγκωνα κι αδυνατεί να την περιμαζέψει .Τον βλέπει να φεύγει χωρίς να τον παλεύει. Τα εφτά χρόνια αναμονής , τα εφτά χρόνια συμπαράστασης της προς αυτόν δεν θεωρεί πως της δίνουν το δικαίωμα να τον απαιτεί. Εγκλωβισμένη για λίγο μες στις υποθέσεις της προσπαθώντας « να είναι αυτή που χρειάζεται να είναι», τελικά τον αφήνει να τραβήξει το δρόμο του. Βρίσκει κι αυτή στο ξεδίψασμα του κορμιού την προσωρινή, όχι ευτυχία, μα το μετριασμό της μιζέριας της, γιατί η ευτυχία με άλλη αφή συντάσσεται. Ο Μάνος, ο πολύτιμος για τον αφηγητή Ιούδας- προδότης της ζωής, έρχεται σαν πυροτέχνημα να φωτίσει για λίγο τα σκοτάδια της με τις μουσικές του και τις συναλλαγές στου κρεβατιού το παζάρι. Αδυνατεί όμως να αφορίσει τον εγωιστικό του έρωτα γι’ αυτήν και τελικά συνδιαλέγεται με τη μοναδική επιλογή που ένας τέτοιος έρωτας αφήνει: το θάνατο. Η Χριστίνα ,τότε, στ’ ανάμεσο του πριν και του μετά, αποφασίζει να ρίξει το ζάρι και να ποντάρει στην καινούρια ευκαιρία που η μοίρα της φέρνει.
Ο Καπετάνιος έρχεται, σαν ένας άλλος Ζορμπάς να στάξει στις ψυχές των αγαπημένων του προσώπων τη σοφία που η συφοριασμένη του ζωή χάρισε. Αυτός ο γερόλυκος φωνάζει, γελάει, μεθάει, ονειρεύεται , γεύεται της κάθε μέρας τον ήλιο με την ίδια λαχτάρα που μαζεύει ένα παιδί τα κοχύλια στην άμμο. Σμιλεύει τα λόγια του με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση. Βγάζει τη σημαδούρα απ’ το πέλαγο του Αδύνατου, του Ανέφικτου και την σπάει σε χίλια κομμάτια . Για να καταλάβει κάτι το αγγίζει, το μυρίζει του κάνει έρωτα. Ό,τι δεν είναι απτό δεν είναι ζωή, κι ό,τι δεν είναι ζωή , απλά δεν τον αφορά. Τις γυναίκες τις αγαπάει και προσδίδει σ ’ όλες μια ιερότητα ακόμα και σ’ αυτές που άλλοι κατακρίνουν, τις γυναίκες τις συγνώμης, αυτές που τους οφείλει η κοινωνία μιαν απολογία για το σταυρό που κουβαλάνε, για τα καρφιά που ποτέ δεν ξεκαρφώνονται , για το δάκρυ τ’ αστέγνωτο πάνω στο μαξιλάρι. Ο Καπετάνιος μαζί με τη Μαρία, την Ελένη και την Κατερίνα έρχονται σαν από μηχανής θεοί, να σώσουν όποιον θέλει μα διστάζει να σωθεί . Σαν ένας αλλόφρονος θίασος, σαν αψεγάδιαστη δυσμορφία της ζωής που δεν καταργεί την ισορροπία, αντίθετα γίνεται αρωγός της, φέρνουν αέρα καθαρό, ίδιο πρωτόκλαμα νιογέννητου μωρού στο Δημήτρη και τη Χριστίνα στήνοντας τους ύπουλα παιχνίδια , και το παράδοξο: με τη συγκατάθεσή τους!
Στο βιβλίο περιφέρονται γυναίκες αντιμέτωπες με διλήμματα, , που δε διστάζουν όμως να φανούν τολμηρές και να ανοίξουν τα σωστά χαρτιά της τράπουλας στο παιχνίδι της ζωής, γυναίκες που καλούνται να παίξουν το ρόλο του σχοινοβάτη στο σχοινί που ο κοινωνικός περίγυρος τεντώνει . Ισορροπούν, βρίσκουν την ευτυχία που δικαιωματικά τους ανήκει αψηφώντας τον ίλιγγο της κατάκρισης. Ωστόσο, δεν είναι όλες οι ίδιες. Οι χαρακτήρες τους διαγράφονται ευκρινώς. Έχουν το ίδιο βλέμμα, μα κοιτάνε αλλιώς.
«Οι γυναίκες της συγνώμης» είναι ένα έργο που μπορεί να διαβαστεί, από το τέλος προς την αρχή, σαν καρκινική επιγραφή αλλά και αποσπασματικά δεδομένου ότι ένα αρκετά μεγάλο μέρος του είναι γραμμένο σε ημερολογιακή μορφή.
Τα μηνύματά του είναι σαφή: Είναι αδύνατον να προχωρήσουμε μπροστά αν δεν ανακαλύψουμε τον εαυτό μας κι αν δεν προσαρμόσουμε τα κυβικά του στο όχημα της αντοχής μας...κι ο εαυτός μας είναι οι σχέσεις που δημιουργούμε. Είναι αδύνατο να κάνουμε μια νέα αρχή, αν δεν επιστρέψουμε εκεί που ανήκουμε, μα για να επιστρέψουμε, πρέπει να φύγουμε, να ανοιχτούμε σε καινούριες εμπειρίες.
Γυναίκες της συγνώμης, ένα έργο που στάζει ψυχή, όνειρο κι ελπίδα.....
ΕΛΕΝΗ ΣΙΟΥΦΤΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΟ ΜΠΑΡΑΚΙ ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΗΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2009
Πώς να γράψει κάποιος χωρίς να νιώσει την πίκρα του ν’ αντικρύσει το έργο του στα ράφια των μελοδραματικών αναγνωσμάτων; Ο Λάκης Φουρουκλάς, βρίσκει τον τρόπο. Οι «Γυναίκες της Συγνώμης», το 3ο στη σειρά μυθιστόρημα του συγγραφέα, έχοντας πλήρως αφομοιώσει το πνεύμα της εποχής, παρακάμπτουν την εύκολη γραφή κι έρχονται να αναθεωρήσουν την έννοια του ρομαντικού μυθιστορήματος .
Στο βιβλίο , που γοητεύει με το ύφος και τη γλώσσα του, ο πεζός λόγος συναντά τον ποιητικό και ο ρυθμός του συγχρονίζεται με το ρυθμό των χτύπων της καρδιάς κι ο έρωτας αναγραμματίζεται , για να περιθάλψει καρδιές από καιρό ξελαστιχωμένες στη γωνιά τους
Ο μύθος είναι το πρόσχημα για να αμολήσει ο αφηγητής τα σκυλιά του υποσυνείδητου και να ενορχηστρώσει παύσεις και σιωπές, ικανές όμως να δημιουργήσουν εκκωφαντικό θόρυβο στα πιο απόκρυφα μπουντρούμια της συναίσθησης.
Ο συγγραφέας, δε διστάζει να δοκιμάσει τους ήρωές του γιατί είναι βέβαιος πως δε θα σπάσουν, τους γνωρίζει καλά. Λίγο μόνο θα λυγίσουν αφού είναι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένα τα μεγάλα όνειρα.
Ρίχνει λάδι στη φωτιά της ψυχής τους, να τη φουντώσει, να την κάνει διάφανη, να γίνει η αποκάλυψη, να βρει ο καθένας τη στιγμή που τον αφορά, το μελτέμι που τον ταξιδεύει στον προορισμό .
Κανείς δεν πρέπει να συναντηθεί με κανέναν αν δεν είναι έτοιμος, αν δεν έχει πρώτα δικαιολογήσει την επιλογή και αν δεν έχει τακτοποιήσει μέσα του το παρελθόν και τις σκιές του.
Ο αφηγητής –συγγραφέας, κλείνει το μάτι στη μοίρα συνωμοτικά αναγνωρίζοντας τη δύναμή της να καταργεί των ανθρώπων τις επιθυμίες και να αποφασίζει αυτή την πορεία τους. Η μοναδική ελευθερία των πρωταγωνιστών είναι η διαχείριση των συναισθημάτων τους κάτι βέβαια καθόλου εύκολο δεδομένων των ανατροπών που εκτυλίσσονται στο έργο. Στον αναγνώστη δημιουργείται η εντύπωση πως κι ο συγγραφέας είναι υποχείριο της μοίρας και περιορίζεται στην απλή καταγραφή των γεγονότων . Δεν προορίζει τις τύχες των ηρώων αλλά τις προγνωρίζει. Ο αφηγητής παρουσιάζεται έτσι απροκάλυπτα προς το τέλος του βιβλίου για να κάνει μια αποτίμηση της όλης πορείας των ηρώων. Παρόλο που αυτό το εγχείρημα είναι επίφοβο αφού θέτει σε κίνδυνο τη σχέση αναγνώστη-ηρώων, αναγνώστη-αφηγητή, η σχέση αυτή διασώζεται την κρίσιμη στιγμή, έντεχνα, στο σημείο όπου ο συγγραφέας δίνει τον πυθιακό χρησμό « άλλοι θα γελάσουν κι άλλοι θα κλάψουν πικρά» .
Ο Δημήτρης , φοβάται πως δεν είναι αντάξιος της αγάπης της Χριστίνας . Την αγαπά, αλλά δεν ξέρει πόσο και το πιο οδυνηρό, πώς. Βγαίνει από τη φυλακή έχοντας ανοίξει τη διαθήκη του καιρού που του αφήνει την αβάσταχτη κληρονομιά να ερμηνεύσει της αλήθειας του το πρόσωπο. Ποια είναι η αλήθεια τελικά; Για πόσο μπορεί ένας άνθρωπος να υποθέτει εκ του ασφαλούς; Αφήνεται να παρασυρθεί απ’ του κορμιού την πείνα παραμερίζοντας την πείνα της καρδιάς . Αρνείται την αγκαλιά της Χριστίνας για ν’ αφεθεί στα χέρια της Βέρας, μιας Σέρβας , φίλης της Μίρας , της Μίρας που έγινε η αιτία για να πάει ο Δημήτρης φυλακή, αφού τη βοήθησε να αυτοκτονήσει. Δεν κρατάει βέβαια για πολύ αυτή η σχέση με τη Βέρα αφού καραδοκεί και υποτροπιάζει ο έρωτας του Δημήτρη για τη Χριστίνα. Προδομένος από το κορμί, επιστρέφει τελικά στη μήτρα του ονείρου έχοντας πληρώσει το βαρύ τίμημα της εσκεμμένης του απουσίας από αυτή.
Η Χριστίνα παρατηρεί το Δημήτρη, όπως παρατηρούν ένα πουλί που βγαίνει απ’ το κλουβί και δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τη λευτεριά του. Τον υποδέχεται σαν άσωτο υιό, από χρόνια χαμένο στις σκέψεις του που επιστρέφει στη γνώριμη θαλπωρή της οικειότητας . Μόνο που ο μόσχος ο σιτευτός δεν είναι άλλος από την ψυχή της που τη βάζει στα πόδια του κι αυτός από φόβο, δένει τα χέρια πισθάγκωνα κι αδυνατεί να την περιμαζέψει .Τον βλέπει να φεύγει χωρίς να τον παλεύει. Τα εφτά χρόνια αναμονής , τα εφτά χρόνια συμπαράστασης της προς αυτόν δεν θεωρεί πως της δίνουν το δικαίωμα να τον απαιτεί. Εγκλωβισμένη για λίγο μες στις υποθέσεις της προσπαθώντας « να είναι αυτή που χρειάζεται να είναι», τελικά τον αφήνει να τραβήξει το δρόμο του. Βρίσκει κι αυτή στο ξεδίψασμα του κορμιού την προσωρινή, όχι ευτυχία, μα το μετριασμό της μιζέριας της, γιατί η ευτυχία με άλλη αφή συντάσσεται. Ο Μάνος, ο πολύτιμος για τον αφηγητή Ιούδας- προδότης της ζωής, έρχεται σαν πυροτέχνημα να φωτίσει για λίγο τα σκοτάδια της με τις μουσικές του και τις συναλλαγές στου κρεβατιού το παζάρι. Αδυνατεί όμως να αφορίσει τον εγωιστικό του έρωτα γι’ αυτήν και τελικά συνδιαλέγεται με τη μοναδική επιλογή που ένας τέτοιος έρωτας αφήνει: το θάνατο. Η Χριστίνα ,τότε, στ’ ανάμεσο του πριν και του μετά, αποφασίζει να ρίξει το ζάρι και να ποντάρει στην καινούρια ευκαιρία που η μοίρα της φέρνει.
Ο Καπετάνιος έρχεται, σαν ένας άλλος Ζορμπάς να στάξει στις ψυχές των αγαπημένων του προσώπων τη σοφία που η συφοριασμένη του ζωή χάρισε. Αυτός ο γερόλυκος φωνάζει, γελάει, μεθάει, ονειρεύεται , γεύεται της κάθε μέρας τον ήλιο με την ίδια λαχτάρα που μαζεύει ένα παιδί τα κοχύλια στην άμμο. Σμιλεύει τα λόγια του με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση. Βγάζει τη σημαδούρα απ’ το πέλαγο του Αδύνατου, του Ανέφικτου και την σπάει σε χίλια κομμάτια . Για να καταλάβει κάτι το αγγίζει, το μυρίζει του κάνει έρωτα. Ό,τι δεν είναι απτό δεν είναι ζωή, κι ό,τι δεν είναι ζωή , απλά δεν τον αφορά. Τις γυναίκες τις αγαπάει και προσδίδει σ ’ όλες μια ιερότητα ακόμα και σ’ αυτές που άλλοι κατακρίνουν, τις γυναίκες τις συγνώμης, αυτές που τους οφείλει η κοινωνία μιαν απολογία για το σταυρό που κουβαλάνε, για τα καρφιά που ποτέ δεν ξεκαρφώνονται , για το δάκρυ τ’ αστέγνωτο πάνω στο μαξιλάρι. Ο Καπετάνιος μαζί με τη Μαρία, την Ελένη και την Κατερίνα έρχονται σαν από μηχανής θεοί, να σώσουν όποιον θέλει μα διστάζει να σωθεί . Σαν ένας αλλόφρονος θίασος, σαν αψεγάδιαστη δυσμορφία της ζωής που δεν καταργεί την ισορροπία, αντίθετα γίνεται αρωγός της, φέρνουν αέρα καθαρό, ίδιο πρωτόκλαμα νιογέννητου μωρού στο Δημήτρη και τη Χριστίνα στήνοντας τους ύπουλα παιχνίδια , και το παράδοξο: με τη συγκατάθεσή τους!
Στο βιβλίο περιφέρονται γυναίκες αντιμέτωπες με διλήμματα, , που δε διστάζουν όμως να φανούν τολμηρές και να ανοίξουν τα σωστά χαρτιά της τράπουλας στο παιχνίδι της ζωής, γυναίκες που καλούνται να παίξουν το ρόλο του σχοινοβάτη στο σχοινί που ο κοινωνικός περίγυρος τεντώνει . Ισορροπούν, βρίσκουν την ευτυχία που δικαιωματικά τους ανήκει αψηφώντας τον ίλιγγο της κατάκρισης. Ωστόσο, δεν είναι όλες οι ίδιες. Οι χαρακτήρες τους διαγράφονται ευκρινώς. Έχουν το ίδιο βλέμμα, μα κοιτάνε αλλιώς.
«Οι γυναίκες της συγνώμης» είναι ένα έργο που μπορεί να διαβαστεί, από το τέλος προς την αρχή, σαν καρκινική επιγραφή αλλά και αποσπασματικά δεδομένου ότι ένα αρκετά μεγάλο μέρος του είναι γραμμένο σε ημερολογιακή μορφή.
Τα μηνύματά του είναι σαφή: Είναι αδύνατον να προχωρήσουμε μπροστά αν δεν ανακαλύψουμε τον εαυτό μας κι αν δεν προσαρμόσουμε τα κυβικά του στο όχημα της αντοχής μας...κι ο εαυτός μας είναι οι σχέσεις που δημιουργούμε. Είναι αδύνατο να κάνουμε μια νέα αρχή, αν δεν επιστρέψουμε εκεί που ανήκουμε, μα για να επιστρέψουμε, πρέπει να φύγουμε, να ανοιχτούμε σε καινούριες εμπειρίες.
Γυναίκες της συγνώμης, ένα έργο που στάζει ψυχή, όνειρο κι ελπίδα.....
ΕΛΕΝΗ ΣΙΟΥΦΤΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΟ ΜΠΑΡΑΚΙ ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΗΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου