«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ».
Μυθιστόρημα.
Νάτο λοιπόν, στα σπάργανα, το καινούριο μου βιβλίο...
Με λένε Λίτσα Καραμπίνη και είμαι εκείνη που το γέννησα, ύστερα το βάφτισα και τώρα το πάει "ατα" ο ΑΡΜΟΣ. Το ΄χω φασκιώσει σε 359 σελίδες και αν σκεφτείς να το υιοθετήσεις, ξέρεις, το τίμημά του είναι 15 ευρό.
Και, μια που βρεθήκαμε για να γιορτάσουμε τα γεννητούρια, λέω, να σε φιλέψω ένα μικρούτσικο απόσπασμά του.
Άντε βρε, χαλαλι σου...
Νομίζω, πως, κάπου-κάπου ο Θεός κάνει καψόνια στους ανθρώπους για να σπάσει τη μονοτονία της ακατάπαυστης ροής του κόσμου του, ή, τα κάνει απλά και μόνο, έτσι, για τη πλάκα του.
Κι έπειτα, θέλοντας να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον για τα πλάσματά του, αφήνει μέσα τους να εκκρεμεί για πάντα ο απόηχος απ΄ τα καψόνια που τους κάνει. Αλλά μπορεί ακόμη και να έχει άλλους, δικούς του, ανεξερεύνητους λόγους. Ποιος μπορεί να ξέρει…
Στη δική μου περίπτωση, ή ο Θεός έκανε καψόνι στον πατέρα, κατά τον ερχομό μου στη ζωή, ή έπεσα πάνω σε μια στιγμή αφηρημάδας Του κι έτσι κάτι δεν Του πήγε καλά με τα γονίδιά μου. Δηλαδή, φαντάζομαι πως τα κρατούσε σε μια χούφτα ανακατεμένα, μαζί με της δίδυμης αδελφής μου τα γονίδια και ό,τι περίσσεψε απ΄ αυτήν τα σκόρπισε σε μένα, έτσι στο… «πάρ΄ τα και ξεμπέρδεψέ τα μόνη σου… αν μπορείς και… όποτε μπορέσεις…».
Και από τότε, κάθεται ο Θεός και κάνει χάζι μ΄ όλα κείνα τα μπερδέματα που εκκρεμούνε μέσα μου.
Βαδίζω αργά στο πλακόστρωτο που οδηγεί μπροστά από την εκκλησία, λες και περιπλανιέμαι όλη αυτή την ώρα μόνο και μόνο για να φτάσω ως εδώ.
«Ε, και λοιπόν, τι κολλάς; Η ζωή συνεχίζεται…» λέω με το νου μου, μα μόλις αντικρίζω τα μαρμάρινα σκαλιά βουρκώνουνε τα μάτια μου, ενώ εκείνα, σα να μου φαίνεται πως μου χαμογελούν μ΄ ένα λευκό, κατεργάρικο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που μέσα από τη παγερή του λευκότητα κρατάει ακόμη, ανάμεσα στα δόντια του, αιχμάλωτα τα όνειρά μου. Βλέπω εκεί, μπροστά μου, το νυφικό, τα στέφανα, τα δώρα, τις μπομπονιέρες, τις λαμπάδες, να σπαρταράνε σφηνωμένα ανάμεσα στα σκαλοπάτια και κλαίγοντας να με εκλιπαρούν να κάνω κάτι να τα σώσω.
Κι ενώ ο κόσμος γύρω μου γίνεται ντεκόρ, βλέπω το προαύλιο της εκκλησίας να γεμίζει ανθρώπους επίσημα ντυμένους - δικοί του όλοι, εγώ μόνο τον Ιάκωβο έχω καλέσει - κι εμένα, να σέρνω μεγαλόπρεπα την ουρά του νυφικού, σκαλί-σκαλί, μέχρι το πλατύσκαλο όπου με περιμένει ο Νόντας με μια μικρή, εξωτική ανθοδέσμη στο χέρι. Τον πλησιάζω έτοιμη να πάρω το φιλί που θα επισφραγίσει την αιώνια ένωσή μας μα καθώς εκείνος μου προσφέρει την ανθοδέσμη του, τα πολύχρωμα εξωτικά λουλούδια γιγαντώνονται ανάμεσά μας και μου κρύβουν απειλητικά τη θέα όλου του κόσμου.
Κλείνω τα μάτια να μη δω τι θα μπορούσε να ακολουθήσει αν αύριο το βράδυ στις εννιά έκανα το λάθος να τον παντρευτώ και επιταχύνοντας το βήμα μου, κατηφορίζω προς τη Μεσογείων.
Κατηφορίζω προς την εκκλησία της αγίας Παρασκευής, πιο μπερδεμένη ακόμη από πριν. Τα πόδια μου πονούν απ΄ το περπάτημα και τα αισθάνομαι πρησμένα μέσα στις ψηλοτάκουνες γόβες μου, ενώ το μυαλό μες στο κεφάλι μου έχει παγώσει εντελώς, από το κρύο, το ξενύχτι και την ένταση.
Τέτοιο ψοφόκρυο, Οκτώβρη μήνα, έχουμε να δούμε χρόνια. Σύννεφα φορτωμένα με βροχή σκοτεινιάζουνε τη μέρα και το τσουχτερό αγιάζι που περνάει μέσα από τ΄ ανάλαφρα ρούχα μου, μου τρυπάει το κόκαλο μέχρι το μεδούλι.
Και να που στο επόμενο βήμα μου, καραδοκεί ο βερζεβούλης, κρυμμένος στο πλακόστρωτο, κάτω από μια ξεκολλημένη πλάκα.
Σκοντάφτω, παραπατάω, πέφτω σε μια γριούλα επάνω που σέρνει πίσω της ένα καρότσι λαϊκής και παίρνω σβάρνα το καρότσι της. Κατρακυλάει ένα λάχανο, ακολουθεί το κουνουπίδι, τα μήλα αδειάζουνε στα πόδια μου, τα λεμόνια παίρνουνε τη κατηφόρα και ξεζουμίζω κάτω από τις γόβες μου ένα μάτσο μαϊντανό.
«Συγνώμη», της λέω αμήχανα.
«Στραβομάρα» γρυλίζει η γριούλα και απλώνει τα οστεώδη, τρεμάμενα χέρια της σε μια μούντζα μεγαλοπρεπή.
Κάποιοι περαστικοί που σταματούν συνηγορούν με τη γριά και με δικάζουν με το βλέμμα τους, ενώ, πιο πέρα, μια παρέα σχολιαρόπαιδα που δείχνουνε ν΄ απολαμβάνουν τη σκηνή, με κοιτάζουνε αυθάδικα, κάτι τιτιβίζουν μεταξύ τους και ξεραίνονται στα γέλια.
Παρατάω τη γριούλα σύξυλη με το καρότσι αδειανό και τρέχω προς τη λεωφόρο να προλάβω το φανάρι που είναι ακόμη πράσινο για τους πεζούς. Μα δεν το προλαβαίνω, ίσα που φτάνω τρέχοντας μέχρι το ρείθρο του πεζοδρομίου και σταματώ εκεί, ενώ πίσω μου ακούω βήματα βιαστικά να με ακολουθούν.
Τα βήματα με πλησιάζουν χωρίς να σταματούν και μια γυναίκα ντελικάτη με μακριά μαλλιά, που δείχνει ν΄ αψηφά τον κόκκινο σηματοδότη, με προσπερνά και διασχίζει κάθετα τη λεωφόρο.
Η μικρή, πνιχτή κραυγή που μου βγαίνει αθέλητα, δεν αποτρέπει το κακό. Ένα σκούρο αυτοκίνητο που πέφτει επάνω της χωρίς καθόλου να φρενάρει, τη παρασύρει, τη τινάζει στον αέρα σαν άδειο σακί και τη ξαπλώνει μπρούμυτα στη λεωφόρο.
Αν θέλεις πες το και στους φίλους σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου