Όσο για μένα, έχω "τραγουδήσει" τόσο... το Γηροκομείο Βόλου, τόσο έτσι:
..... Το θέμα
της Κλινικής προέκυψε το Νοέμβρη. Τότε τις έψαξε ο γιος σου όλες, ενώ εγώ ήμουν
πάλι μαζί σου στο Νοσοκομείο. Όλες ζητούσαν του κόσμου τα λεφτά, χωρίς να
προσφέρουν τα στοιχειώδη του Γηροκομείου: Παθολόγο, καρδιολόγο,
φυσικοθεραπευτή, πλήθος νοσοκόμων, καλά φαγητά, ακόμα και καφέ, σύμβαση με
έκτακτους γιατρούς άλλων ειδικοτήτων -όπως χρειάστηκες για την πληγή στο αυτί
σου κι έφεραν δερματολόγο- κουρέα, μπάνια, καθαριότητα, πλύσιμο ρούχων, άλλαγμα
ανά τέσσερις ώρες, στενή επαφή με τους συγγενείς, πραγματικές προσφορές για όλο
τον κόσμο, πλούσιους και φτωχούς.
Έτσι
αξίζει σε κάθε άνθρωπο γερασμένο κι άρρωστο. Αξιοπρεπείς συνθήκες. Δε συζητάω
για τους υγιείς του Γηροκομείου, που κατέληξαν εκεί, ελλείψει απογόνων ή επειδή
τα τέκνα τους αδιαφορούν γι’ αυτούς. Μιλάω για την Κλινική του Γηροκομείου, για
τους κλινήρεις, άρρωστους γέροντες που λίγος κόσμος ξέρει το πραγματικό έργο
της Κλινικής κι όλοι κολλούν στο ότι φέρει τον τίτλο «Γηροκομείο».
Πουθενά
αλλού δε βρήκαμε τόσες προσφορές. Άσε τη θέα. Μπαλκόνι μεγάλο, πράσινο, πιάτο ο
Βόλος και πουλιά. Χιλιάδες πουλιά. Οι άλλες Κλινικές ήταν κλουβιά κι οι
καλύτερες είχαν τιμές ξενοδοχείου, χωρίς καμία άλλη προσφορά εκτός αν πλήρωνες
έξτρα για το καθετί. Τριάντα και σαράντα ευρώ τη μέρα, πού να τα βρίσκαμε,
παππού;
«Κλινική
Ανιάτων Παθήσεων Γηροκομείου Βόλου» έγραφε η πινακίδα στην είσοδο. Εκεί στη
λέξη «Γηροκομείο» κόλλησα κι εγώ στην αρχή, δεν ήξερα. Πολλοί άλλοι είναι ακόμα
κολλημένοι, παρόλο που είδαν. Τι να τους κάνω; Τέτοια ταμπού τώρα δεν έχω. Κι
αν είχα, με προσγείωσε η πραγματικότητα κι ο γιος σου. Όταν όμως έμαθα πως δεν
υπήρχε άλλος τρόπος, για να είσαι εσύ καλύτερα κι εμείς μαζί σου, είπα το
«ναι». Το πάλευα, βέβαια. Θα ήθελα να ήταν αλλιώς, αλλά… ανάθεμα τα οικονομικά
μας. Εγώ δούλευα, θα έπρεπε να πάρω γυναίκα στο δικό μου σπίτι για τις ώρες που
λείπω, δύσκολο να σ’ αλλάξω και να σε φροντίσω μόνη μου, έξτρα οι γιατροί για
κάθε πρόβλημά σου, δύσκολα πράγματα, μπαμπά, ανυπέρβλητα εμπόδια. Τα κατάλαβες
όμως, γι’ αυτό έκανες υπομονή, το πάλευες να περπατήσεις, για να μπορείς να
μένεις και μόνος σου στο σπίτι μας. Το είχες πια δεχτεί ότι το χειμώνα θα μείνεις
μαζί μας και κάναμε όνειρα κι οι δύο. Εκεί όμως που περπάτησες, έχασες για τα
καλά τα λογικά σου. Έριξες μια γιαγιά απ’ το κρεβάτι, για να ξαπλώσεις εσύ,
μάλωνες και έβριζες τις γλυκύτατες νοσοκόμες, έλεγες «χαζά» λόγια -σαν αυτά της
Μίνας και χειρότερα- σε μένα που με σόκαραν, κι εκεί κολλήσαμε πάλι. Τότε
τέθηκε θέμα μεταφοράς σου σε άλλη Νευρολογική Κλινική. Σου έδωσαν και
ηρεμιστικά, για να κοιμίσουμε το χρόνο, μέχρι να γιατρευτείς. Αυτά, όμως σε
κατέβαλαν. Κι όταν εγώ έκανα στην άκρη τη διαφορά του φύλου μας και τα «χαζά»
σου λόγια, ήταν επικίνδυνο ακόμα πιο πολύ. Έπρεπε να σε προσέχω εικοσιτέσσερις
ώρες το εικοσιτετράωρο, να μη φύγεις και χαθείς, να μην κάψεις και καείς…
Περιμέναμε να ξεπεραστεί ελαφρώς κι αυτό, μετά να έρθουν να κάνουν έλεγχο στο
βηματοδότη, κάναμε όνειρα για τις γιορτές κι άλλα ήρθαν μετά και βρεθήκαμε πάλι
στο Νοσοκομείο. Το σχέδιό μου ήταν δέκα-δεκαπέντε μέρες εκεί, μετά την Εντατική
του Οκτώβρη, και μετά σπίτι μας. Είχα ετοιμάσει το δωμάτιο της Χαράς με χρώματα
πορτοκαλί! Αλλά, είπαμε: «Όταν προγραμματίζουν οι άνθρωποι, ο Θεός γελάει».
-«Γράφω
τις σκέψεις μου και χαζά χαζά, περνάει η ώρα. Είναι κι αυτό μια λύση».
-«Καλό.
Δεν είναι κακό, Αύρα».