Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Η Ελένη Γκίκα απαντά στο ερωτηματολόγιο του L

Υπάρχει κάτι ή κάποιος λόγος που θα σας έκανε να σταματήσετε το γράψιμο;

Νομίζω πια θα ήταν αυτοκτονία. Για μένα αποτελεί την μόνη πραγματικότητα. Θα μπορούσα να μην εκδώσω, όμως. Για πολλούς λόγους. Το έχω σκεφτεί ένα βράδυ χαράς όταν έκλαψε από πόνο κάποιο πλάσμα που αγαπάω. Είχε μόλις εκδοθεί ένα βιβλίο μου. Να μη ξανακλάψει, να μη πονέσει σκέφτηκα ολόψυχα κι ας μη σώσω να ξαναβγάλω.
  • Αρέσει στους Flora Matte και Lamprini Tisolmi.
  • Κατερίνα Δεστάπα Αυτό συμβαίνει Μαρία μου, όταν τα βιβλία έχουν και βιώματα. Πονάνε οι άλλοι, ενώ δεν ήταν αυτή η πρόθεση του (ή της) συγγραφέα.
  • Περιγράψτε μας την εικόνα του εφηβικού δωματίου σας και βάλτε μας και το σχετικό soundtrack.
    Δεν απέχει και πολύ από την παρούσα κατάσταση: βιβλία και τετράδια, ράφια υπό κατάρρευση, στοίβες στο πλάι μου και γραφείο σχεδόν μόνιμα άδειο. Μια ζωή γράφω στο γόνατο, τότε στο πάτωμα. Μουσική συνήθως ορχηστρική, τα τραγούδια πάντα με κάνουν να κλαίω. Υπάρχουν τραγούδια αλλά είναι αναμνήσεις έξω από το δωμάτιο. Εξάλλου κι ο νους μου είναι σχεδόν πάντα στο παράθυρο κι έξω στο δρόμο. Στη γιαγιά ή στη θεία μου, ή στο σπίτι της φίλης μου της Μαρίκας που υπήρχαν κι άλλα παιδιά.

    Αν παρομοιάζατε το έργο σας με ζωγραφική, ποιος ζωγράφος θα ήσασταν;
    Νομίζω ταιριάζουν αυτές οι πολύχρωμες πληγωμένες Φρίντες της Φρίντα. Η Φρίντα Κάλο μου πάει σε όλα: στις αντοχές και στα χρώματα, στα φαρδιά φορέματα, στους κολιέδες, στο ότι ζωγράφιζε τον εαυτό της επειδή ήταν μόνη. «Σαν κορδέλα τυλιγμένη σε βόμβα», γι’ αυτό.

    Με ποιον λογοτεχνικό ήρωα θα θέλατε να έχετε ερωτική σχέση;
    Με τον Χίθκλιφ, παρότι μεγάλωσα, τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» τέτοια ζημιά κάνουν! Μπορώ με δύο; Και με τον «Υπέροχο Γκάτσμπι». Για όσα υπόσχονται «πέρα απ’ τα όρια».

    Ποια η ιδανική θερμοκρασία περιβάλλοντος (υπό σκιά η μέτρηση) για να διαβάζετε ή να γράφετε;
    Συνθήκες θέρους στο καταχείμωνο και χειμώνα στο κατακαλόκαιρο μέχρι πρότινος, τώρα πια σχεδόν δεν με νοιάζει, δηλαδή ούτε ζεσταίνομαι, ούτε παγώνω

    Υπάρχει κάτι ή κάποιος λόγος που θα σας έκανε να σταματήσετε το γράψιμο;
    Νομίζω πια θα ήταν αυτοκτονία. Για μένα αποτελεί την μόνη πραγματικότητα. Θα μπορούσα να μην εκδώσω, όμως. Για πολλούς λόγους. Το έχω σκεφτεί ένα βράδυ χαράς όταν έκλαψε από πόνο κάποιο πλάσμα που αγαπάω. Είχε μόλις εκδοθεί ένα βιβλίο μου.  Να μη ξανακλάψει, να μη πονέσει σκέφτηκα ολόψυχα κι ας μη σώσω να ξαναβγάλω.

    Έχετε κλάψει ποτέ για ένα στίχο ή για μια φράση που διαβάσατε;
    Κλαίω συχνά, και ιδιαίτερα με ποίηση. Και με δικά μου μετά από χρόνια, κλαίω. Έχω κλάψει με τις «Καρτ ποστάλ» της Πρου, με τους «Maytress» της Annie Dillard, ακόμα το θυμάμαι, πολύ κλάμα.

    Ποια θα ήταν η πιο ακραία πράξη θυσίας που θα κάνατε για έναν άνθρωπο που αγαπάτε πολύ;
    Έχω παρακαλέσει να σηκώσω το βάρος απ’ την αρρώστια του. Δεν ήταν θυσία, θυσία κάνουν ή λένε πώς κάνουν «οι δόλιες μάνες». Δεν υπάρχει θυσία στην αγάπη, ό,τι κάνεις το κάνεις επειδή εσύ δεν μπορείς να μη το κάνεις.

    Αν ο έρωτας και ο θάνατος είναι τα δύο μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας, ποιο είναι για σας το τρίτο κατά σειρά;  
    Ο Χρόνος που μεταμορφώνει το ένα στο άλλο.

    Ποιο είναι το πιο υπερτιμημένο βιβλίο όλων των εποχών;
    Για να το σώσει ο χρόνος κάτι θα έχει, αλλιώς θα έσβηνε.

    Γιατί δε λέμε πάντα την αλήθεια;
    Γιατί δεν την ξέρουμε, γι’ αυτό τη φοβόμαστε. Άλλο η αλήθεια κι άλλο η ειλικρίνεια. Το πρώτο και βάθος έχει και φως και διάρκεια. Το άλλο, μεταβάλλεται, είναι εγωιστικό και πληγώνει κι εμάς και τους άλλους.

    L transparent

    Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 30 βιβλία της. Ανάμεσά τους Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, Να τα μετράω ή να μη τα μετράω τα χρόνια, Το αίνιγμα του άλλου, Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου, Υγρός χρόνος, Εν αταξίαις εύτακτοι όντες, Το Γράμμα που λείπει, Πλήθος είμαι, Οι κούκλες δεν κλαίνε και Η αιώνια επιστροφή. Η γυναίκα της βορινής κουζίνας,  Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας και Η ζωγραφιά που ταξιδεύει, κυκλοφορούν απ’ τις εκδόσεις «Καλέντη»

Γιατί δεν αντιδράει κανείς;

'Όταν κάποτε οι επόμενες γενιές θα δίνουν πανελλήνιες με τα γεγονότα που διαδραματίζονται σήμερα, ελάχιστοι θα πιστεύουν ότι όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς να υπάρχει η παραμικρή αντίσταση ή έστω μια ουσιαστική αντίδραση από πλευράς πολιτών.

Είναι γεγονός ότι μοιάζει αρκετά πιθανό ακόμη και αν θεσπιστεί ένας νόμος που να ζητάει να κόψουν όλοι οι Ελληνες το δεξί τους χέρι για την αποπληρωμή του χρέους, να γεμίσουν οι εφορίες με μονόχειρες που θα παραδίδουν το δεξί τους χέρι "για να μην έρθουν τα χειρότερα" .Έπειτα μέσα απο το δελτίο του ΕΧΤΡΑ και των λοιπών ''αντιμνημονιακών" θα καταγγείλουν τον Παπανδρέου, τον Σιωνισμό και τις Μυστικές Δυνάμεις του Σκότους που μας έβαλαν στο Μνημόνιο. Τελειώνοντας το δελτίο, τελειώνει και η αντίσταση των αγανακτισμένων πολιτών και ξαναδίνει ραντεβού στην επόμενη μνημονιακή υποχρέωση.
Γιατί δεν αντιδράει κανείς;
Η μόνη ουσιαστική αντίδραση, που όμως δεν είναι αντίσταση, είναι η επιλογή όσων εγκαταλείπουν τη χώρα αναζητώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής σε ξένες χώρες. Οι παραμένοντες, περιφέρονται σαν μελλοθάνατοι, που αναμένουν την εκτέλεση της ποινής τους, παραδομένοι στη φράση "και τι να κάνεις".
Η αλήθεια είναι ότι το πείραμα που λαμβάνει χώρα στις πλάτες μας, είναι άρτια επεξεργασμένο και στρατηγικά τοποθετημένο: ένα ρουα ματ που τελειώνει την παρτίδα και δεν αφήνει περιθώρια κινήσεων. Ωστόσο, η πλειοψηφία των πολιτών, παρά τα 4 χρόνια κρίσης, ακόμη δεν έχει διαλευκάνει το πιο βασικό: πως θέλει την επόμενη μέρα. Είναι διαπίστωση ότι μάλλον νοσταλγεί το σάπιο χτες και τη φούσκα, αδυνατώντας να καταλάβει ότι αυτό ακριβώς οδήγησε εδώ. Οραματιστής και νοσταλγός είναι τελείως διαφορετικές έννοιες και εν προκειμένω, ο κόσμος βρίσκεται ακόμη στο πεδίο της νοσταλγίας.
Ένα ακόμη γκολ από τα αποδυτήρια, είναι η σύνδεση της επίλυσης ενός προβλήματος μονοδιάστατα με την πολιτική και τα πρόσωπα. Για όλα φταίνε οι πολιτικοί, όλα επαφύονται στην πολιτική, και βάζουμε το κεφάλι μας στην άμμο μη μας επιρρίψουν και εμάς ευθύνη για το παραμικρό. Η πραγματικότητα λέει όμως οτι η πολιτική ηγείται μιας κοινωνίας, δεν τη δημιουργεί και ούτε πρέπει να την κινεί σαν μαριονέτα.
Σε μια άποψη που διατύπωσε ένας συγγραφέας, ότι οι πολίτες θα τρόμαζαν αν ήξεραν την πραγματική τους δύναμη, μένει να συμπληρώσουμε οτι θα τρόμαζαν και όσους δεν υπολογίζουν αυτή τους τη δύναμη.

antinoikokuraios.blogspot.gr
πηγή

Ροχαλίζεις; πιες μια γουλιά λάδι!

Ροχαλίζεις; πιες μια γουλιά λάδι!


Το ροχαλητό είναι ένα ενοχλητικό σύμπτωμα, που μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα – τόσο υγείας όσο και… συναισθηματικά. Αν υποφέρεις κι εσύ, υπάρχει ένας φυσικός τρόπος να το μειώσεις ή ακόμα και να το εξαλείψεις (εφόσον η αιτία που το προκαλεί δεν είναι σοβαρή):

Δοκίμασε λοιπόν λίγο πριν πέσεις για ύπνο να πεις μια γουλιά ελαιόλαδο. Αυτό ενδέχεται να σε σώσει, όπως εξηγούν οι ειδικοί, καθώς το ελαιόλαδο βοηθάει τους μαλακούς ιστούς στο εσωτερικό του λαιμού να παραμείνουν ελαστικοί όλο το βράδυ (και τον αέρα να κυκλοφορεί πιο αθόρυβα ανάμεσά τους) μειώνοντας το ροχαλητό.*

Και για τον ερεθισμένο λαιμό
Το ελαιόλαδο θα κάνει ένα επιπλέον καλό σε περίπτωση που ο λαιμός σου είναι ερεθισμένος και έχεις την αίσθηση ότι σε γδέρνει: Θα καταπραΰνει τον ερεθισμό και θα σε ανακουφίσει. Το πρωί θα ξυπνήσεις με πολύ καλύτερη αίσθηση. Και αυτό είναι φυσικό, αφού το ελαιόλαδο, εκτός των άλλων, είναι ένα αποτελεσματικό αντιφλεγμονώδες φάρμακο.

Πηγή

Κάνε κλικ εδώ για να ζητήσεις δικαιοσύνη για τα θύματα στο Φαρμακονήσι

Τα χέρια των ανθρώπων

photo: mark @flickr
photo: mark @flickr
Τα χέρια των ανθρώπων - Αύγουστος Κορτώ
πηγή

Σύμφωνα με την επιστήμη, ο αντιτακτός αντίχειρας ήταν που έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα της εξέλιξης: την ικανότητα να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί εργαλεία, να ανάβει φωτιά, να θάβει τους νεκρούς του.
Με τα ίδια τούτα χέρια χτίστηκαν οι πόλεις και τα μνημεία της αρχαιότητας, μ’ αυτά κατασκευάστηκαν τα πρώτα όργανα και χάρη στους νυγμούς των δακτύλων τους ήχησαν οι πρώτες μουσικές φωνές και πήρε ψυχή το λαξευμένο ξύλο.
Όμως τα αληθινά μεγαλειώδη έργα των χεριών είναι και τα απλούστερα, κι αυτά που ενώνουν τον άνθρωπο με τον άνθρωπο: τα χεράκια των μωρών που σφίγγουνε στα τυφλά τον μαστό για να θηλάσουν, τα ίδια μικροσκοπικά αυτά χέρια στο μπουσούλημα, το παιχνίδι, και στην πρώτη εξερεύνηση του κόσμου° τα χέρια ως μέσον για τους ανεκτίμητους θησαυρούς του χαδιού και του κάθε αγγίγματος, κι άλλοτε ως εργαλεία που μέσω της γραφής ή όποιας άλλης τέχνης ανταμώνουν σαν ακροδάχτυλα που ψαύουνε στο χάος τις ψυχές.
Δίνουμε τα χέρια. Τα λεφτά αλλάζουν χέρια. Γεια στα χέρια σου εσύ που με τόση στοργή μαγείρεψες να φάω. Κι εσύ που έπλυνες τα πρώτα ρουχαλάκια μου στο χέρι, και μου τα φόρεσες όταν δεν ήξερα ακόμα πώς να ντύνομαι. Τα ξένα χέρια, και η κάθε ρίμα με τα κοφτερά – σαν χέρια άγρια – μαχαίρια. Χέρι με χέρι περπατούν οι ερωτευμένοι, και τα γεροντάκια από τα χέρια πιάνουνε το στήριγμά τους, στους γαλήνιους περιπάτους του λυκόφωτος.
Χέρια γιατρού και μαίας πρώτη φορά μας βγάζουνε στον κόσμο, κι άλλα που δεν τα νιώθουμε πια μας ξεπροβοδίζουνε στο τέλος. (Κι αν κρυφοκοιτάξεις σε κάμαρα όπου ταίρι, παιδί, ή άλλος συγγενής θρηνεί μπροστά στο νεκροκρέβατο, τα κρύα ασάλευτα χέρια πιο συχνά θα πιάσει να φιλήσει και να πλύνει με το ακριβό νερό των δακρύων).
Κι εγώ με τα δικά μου χέρια σκάρωσα το ταπεινό τούτο εγκώμιο, κοιτώντας μια φωτογραφία όπου ένα παιδί παλεύει ν’ αγγίξει ένα άλλο μέσα απ’ την αδιάβατη απεραντοσύνη του χρόνου και της ανυπαρξίας.
Και για παρηγοριά τα δάχτυλα θα τρέξουνε τώρα πάνω στα πλήκτρα, να ζωντανέψει μουσική πλασμένη από άλλα χέρια θεία, που χώνονται βαθιά σαν χειρουργού και πιάνουνε, και σφίγγουν την καρδιά.

Αργύρης Χιόνης : Χέρια

Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν - τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή - το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα

Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, 1182 - 1226

Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, 1182 - 1226


Στον 12ο αιώνα ζούσε στην Ασίζη, στην περιοχή της Ούμπρια, μιας εύφορης γης της Ιταλίας, ο Πιέτρο Μπερναρντόνε, πλούσιος υφασματέμπορος, μαζί με την γυναίκα του την Ντόμινα Πίκα. Ο Μπερναρντόνε έκανε μακρινά ταξίδια σε διάφορες πόλεις και χώρες για να αγοράσει από αυτές τα υφάσματά του. Η ζωή των εμπόρων την εποχή εκείνη δεν ήταν όπως σήμερα. Περιπλανιόνταν στις διάφορες πόλεις βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή τους, μετέφεραν ειδήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, γίνονταν αγγελιοφόροι διδασκαλιών, τραγουδιών και ειδήσεων, μετέφεραν με λίγα λόγια τις σκέψεις και τις διδασκαλίες σοφών ανθρώπων.
Ήταν μια εποχή που ο κόσμος δυσφορούσεη εκκλησία είχε μεγάλη δύναμη, καταδυνάστευε τον φτωχό λαό και όποιος ξεσηκωνόταν, τον κυνηγούσε σαν αιρετικό και αποστάτη.

Σε αυτούς τους καιρούς η Ντόμινα Πίκα γέννησε το 1182 στην Ασίζη ένα αγόρι και αποφάσισε να του δώσει το όνομα Τζιοβάνι. Λέγεται πως την ημέρα της βάπτισης του νεογέννητου μπήκε στο σπίτι ένας άγνωστος γέρος, ζήτησε να δει το παιδί και, όταν το πήρε στα χέρια του, προφήτεψε πως θα είχε εξαίσιο πεπρωμένο. Όταν ο πατέρας ο Πιέτρο Μπερνεντόνε γύρισε από ένα ταξίδι του στην Γαλλία και είδε το νεογέννητο, του έδωσε άλλο ένα όνομα, το όνομαΦραγκίσκος, το οποίο του έμεινε για πάντα.

Μεγαλώνοντας ο Φραγκίσκος, έφηβος πια, ονειρευόταν να γίνει ιππότης και τροβαδούρος. Μιλούσε από μικρός την γαλλική γλώσσα, εξασκούνταν στα όπλα, διασκέδαζε και χωρίς να είναι ευγενής -λόγω του πλούτου του πατέρα του- έκανε παρέα με όλους τους νεαρούς αριστοκράτες.

Κάποια στιγμή η ισχυρή πόλη της Περούτζια κήρυξε πόλεμο κατά της Ασσίζης και τη νίκησε σε μία και μόνο μάχη. Σ' αυτή τη μάχη πολέμησε και ο Φραγκίσκος μαζί με πολλούς από τους συντρόφους του. Πιάστηκε αιχμάλωτος από τον εχθρό και οδηγήθηκε στην Περούτζια, όπου έμεινε φυλακισμένος έναν ολόκληρο χρόνο. Επέστρεψε στην Ασσίζη στο τέλος πια του 1203.

Στην διάρκεια της πολύμηνης αυτής αιχμαλωσίας, δεν έχασε την αισιοδοξία και την ενεργητικότητά του. Διασκέδαζε, παρηγορούσε τους άλλους αιχμαλώτους κι ονειρευόταν τη ζωή των ιπποτών και τη δόξα του πολέμου. Και πριν καλά-καλά αποφυλακιστεί και φύγει από την Περούτζια, ξανάρχισε την παλιά του ζωή, πλούσια σε ακολασία, υπεροψία και σπατάλη. Ρίχτηκε αχόρταγος στις κοσμικές απολαύσεις.

Μετά από λίγο καιρό, ο Φραγκίσκος αρρώστησε βαριά κι ένιωσε πάνω του το αόρατο χέρι του θανάτου. Τότε άρχισε να αντιλαμβάνεται πως μια τέτοια ζωή δεν θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε καμιά αυτάρκεια κι εσωτερική γαλήνη. Όμως αγνοούσε τον τρόπο που θα μπορούσε να προσεγγίσει αυτά τα αγαθά. Έτσι ξανακύλησε στην ασωτία και την καλοπέραση, ενώ μέσα του αναζητούσε σταθερά μια ευγενέστερη δόξα και πραγματική τιμή. Από τα λεγόμενά του μάλιστα φαίνεται ότι ονειρευόταν να γίνει ένας άρχοντας ή ένας παντοδύναμος ιππότης, γιατί πίστευε πως ο ιπποτισμόςπεριλάμβανε κάθε τι το υψηλό και το ιερό.

Τότε ακούστηκε η είδηση, πως στα νότια της Ιταλίας εξεστράτευε ο κύριος Βάλτερ φον Μπριέν στην υπηρεσία του Πάπα. Διάφοροι θαρραλέοι κι ανήσυχοι άντρες κι έφηβοι από παντού αποφάσισαν να τραβήξουν κατά κει, γιατί ο κύριος Βάλτερ φον Μπριέν είχε τη φήμη μεγάλου ήρωα και ιππότη. Η είδηση αυτή κέντρισε το ενδιαφέρον του νεαρού Φραγκίσκου που έφυγε για την Νότια Ιταλία. Όμως, στο Σπολέτο τον κυρίεψε ένας πυρετός κι αποφάσισε να επιστρέψει γρήγορα στην Ασσίζη, ενώ την υπέροχη πανοπλία του τη χάρισε σ' έναν φτωχό ευγενή.

Οι γονείς του και οι άλλοι κάτοικοι της πόλης, τον κορόιδευαν που πίστευε και διαλαλούσε πως θα γύριζε τάχα στην πατρίδα του σαν ένας δοξασμένος άρχοντας. Τον είχε κυριέψει θλίψη και ζητούσε την λύτρωση από τον ουρανό.

Κάποια μέρα οι παλιοί φίλοι του τον παρακίνησαν να τους παραθέσει ένα δείπνο, όπως παλιά, και να χαρεί μαζί τους. Ο Φραγκίσκος ετοίμασε ένα πλουσιοπάροχο και ακριβό γεύμα και τους κάλεσε. Όταν εκείνοι ήρθαν, τον ανακήρυξαν βασιλιά του συμποσίου και, όπως ήταν το έθιμο της εποχής, του πρόσφεραν ένα ραβδί κι ένα σκήπτρο.
Οι μεθυσμένοι του σύντροφοι τον περικύκλωσαν κι άρχισαν να τον τραβολογούν πειράζοντας τον. Και όταν οι φίλοι του απομακρύνθηκαν εκείνος άφησε απ' το χέρι του να πέσει το σκήπτρο που κρατούσε ως εκείνη τη στιγμή. Μαζί με το ραβδί αυτό πετούσε με μια κίνηση από πάνω του κι όλη τη μέχρι τότε ζωή του.

Και αποφάσισε να παντρευτεί μια παράξενη νύφη, την φτώχεια. Θυμήθηκε ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας περαστικός επισκέπτης, ένας οδοιπόρος που πλανιέται πάνω σ' αυτή τη γη, από τη ζωή ως το θάνατο, χωρίς τελικά να μπορεί να πάρει μαζί του τίποτα το υλικό. Έτσι διάλεξε για οδηγό του το Θεό.

Από τότε ο γιος του πλούσιου κύριου Μπερναρντόνε άφησε τη συντροφιά των νέων της αριστοκρατίας, τα παιχνίδια και την καλοπέραση, και αναζητούσε τη μοναξιά και την παρέα των φτωχών και καταφρονεμένων. Ελεούσε τους ζητιάνους, και του εμψύχωνε. Η ορμή της ταπεινής του αγάπης τον οδηγούσε στους κατώτερους και τους πιο περιφρονημένους.

Αποφάσισε να αφοσιωθεί σε όλους τους κατατρεγμένους κι αυτοί οι καταφρονεμένοι τον αντάμειψαν με τέτοιες τρυφερές ευχαριστίες, που ο Φραγκίσκος έπαιρνε θάρρος κι έβρισκε σ' αυτούς παρηγοριά, όταν οι φίλοι του κι ο πατέρας του τον έβριζαν και τον αποκαλούσαν τρελό.

Κάποτε αποφάσισε να κάνει ένα προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί, αντάλλαξε τα ρούχα του με αυτά ενός ζητιάνου και πήρε τη θέση του. Τότε κατάλαβε πως άδικα έψαχνε τη σωτηρία στη Ρώμη και την παπική αυλή και, επειδή δοκίμασε για πρώτη φορά με τα ρούχα εκείνου του ζητιάνου την αληθινή φτώχεια, αποφάσισε έκτοτε να της μείνει πιστός.

Επιστρέφοντας από την Ρώμη πούλησε ό,τι του ανήκε από την πατρική του περιουσία, ακόμα και το άλογό του, κι έδωσε τα χρήματα σ΄ ένα παρεκκλήσι, το οποίο ήταν ερειπωμένο και το ξανάκτισε με τα χέρια του. Οι σχέσεις με τον πατέρα του είχαν έλθει πλέον οριστικά σε ρήξη.

Ο Φραγκίσκος αγάπησε την Πορτιούνκολα, την έκανε καταφύγιό του. Τότε, όταν επισκεύασε με μεγάλο κόπο κι αυτή την εκκλησία, άκουσε μέσα σ' αυτόν τον ιερό χώρο τη φωνή του Θεού κι αντίκρισε καθαρότερα το σκοπό της ζωής του. Από τότε ο Φραγκίσκος άρχισε να κηρύττει το λόγο του Θεού Τα λόγια του δεν ήταν λόγια ενός ονειροπαρμένου πολυλογά. Μιλούσε στους χωρικούς σαν χωρικός, στους αστούς σαν αστός, στους ιππότες σαν ιππότης, κι έλεγε στον καθένα τους αυτό που θα συγκινούσε την καρδιά του.

Ο λόγος του ήταν απλός και γεμάτος αγάπη. Δεν απαιτούσε απ' τους άλλους να κάνουν κάτι που οι ίδιοι δεν ήταν έτοιμοι γι' αυτό. Δεν απαιτούσε σεβασμό για το άτομό του, αλλά προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις του καθενός.

Ο Φραγκίσκος συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό του και τους αδελφούς του juculatores Domini, δηλαδή τροβαδούρους του Θεού, γιατί εξυμνούσαν τον Θεό σαν τροβαδούροι και τραγουδιστές. Σύντομα ο λαός τον ονόμασε, εξ αιτίας της θεληματικής του φτώχειας, il Poverello, δηλαδή "ο φτωχούλης" κι έτσι τον λένε ακόμα και σήμερα. Βέβαια, δεν έλειψαν και οι δύσκολες ώρες και οι διώξεις. Οι οικογένειες, που οι γιοι τους είχαν ακολουθήσει τον Φραγκίσκο, τον κατηγόρησαν πως διέφθειρε τους νέους και τους απομάκρυνε από τους γονείς τους . Τώρα πια είχε πιστούς και μαθητές. Πράγμα που προκαλούσε δυσφορία στην εκκλησία και άρχισαν να τον κατηγορούν για αιρετικό. Αποφάσισε να πάει στην Ρώμη να μιλήσει με τον Πάπα, μαζί με τον αδελφό Βερνάρδο από το Κουινταβάλλε.

Στη Ρώμη Πάπας ήταν ο Ινοκέντιος ο Γ΄, χαρακτήρας καθόλου ήπιος. Διοικούσε την από παντού απειλούμενη ρωμαϊκή εκκλησία με μεγάλο σθένος, όχι σαν τρυφερός ποιμένας, αλλά σαν ένας βίαιος και μαχητικός άρχοντας.

Στη Ρώμη οι άντρες από την Ασίζη, που δεν επιθυμούσαν τίποτε άλλο παρά να ζουν στη φτώχεια και στην εγκράτεια κηρύττοντας χωρίς ανταμοιβή τη διδασκαλία του Σωτήρα, προκάλεσαν μεγάλη απορία. Όμως ο Πάπας και ο καρδινάλιος Τζιοβάνι του Αγίου Πέτρου κατάλαβαν αμέσως τη δύναμη που έκρυβαν μέσα τους οι φτωχοί κι άμαθοι αυτοί άνθρωποι και άρχισαν να συλλογίζονται την υπόθεση αυτή πολύ σοβαρά. Ο Φραγκίσκος παρακάλεσε τον Πάπα να εγκρίνει έναν απλό κανονισμό που είχε συντάξει ο ίδιος για την αδελφότητα και που τον αποτελούσαν περικοπές του Ευαγγελίου και έτσι και έγινε, πράγμα που τον έκανε να επιστρέψει στην Ασίζη .

Ο Φραγκίσκος, ως εκλεκτός του Θεού, γνώρισε την ομορφιά της γης, έτσι που σπάνια άλλος ποιητής την έχει γνωρίσει. Και αγάπησε την κάθε μικρή και μεγάλη ύπαρξη, κι αυτές του ανταπέδωσαν την αγάπη τους μιλώντας του. Φυσικά γνώριζε καλά πως πάνω στη γη τίποτα δεν είναι άψυχο και αντιμετώπιζε την κάθε ψυχή, ακόμα κι αυτή ενός φυτού ή μιας πέτρας, με αδελφικό σεβασμό και αγάπη.

Όταν μαθεύτηκε στην Ασίζη πως ο Φραγκίσκος πήρε άδεια από τον Πάπα να κηρύττει ελεύθερα, ο λαός ένιωσε μια τρομερή επιθυμία να τον ακούσει κι επειδή οι άλλες εκκλησίες ήταν πολύ μικρές, χρειάστηκε να μιλήσει στον καθεδρικό ναό της. Ο λαός τον αγαπούσε και του αφοσιωνόταν όλο και περισσότερο, και υπήρχαν από τότε κιόλας πολλοί που τον αποκαλούσαν Άγιο.

Απ' αυτή την εποχή και μετά ο Φραγκίσκος προσπαθούσε με όλες τους τις δυνάμεις να μεγαλώσει το Τάγμα των Μινοριτών και να το διευθύνει όσο το δυνατόν καλύτερα.
Το καλοκαίρι του 1224, γεμάτος φροντίδες και προαισθανόμενος ίσως το θάνατό του, πήγε στο αγαπημένο του βουνό Αλβέρνο. Ήταν τόσο πολύ κουρασμένος που αναγκάστηκε, παρά τις συνήθειές του, ν' ανέβει σ' ένα μουλάρι. Αφού άφησε πίσω του τους τρεις αδελφούς που τον είχαν συνοδέψει, μπήκε μόνος του στο δάσος, έφτιαξε μια μικρή καλύβα και έμεινε για ένα μεγάλο διάστημα. Στους θρύλους αναφέρεται πως εδώ ακριβώς του παρουσιάστηκε ο Εσταυρωμένος και του χάρισε τα ιερά στίγματα του σώματός του. Λίγο αργότερα έπεσε σε μια ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία και μια οδυνηρή αρρώστια των ματιών τον έστειλε για ένα μεγάλο διάστημα στον Άγιο Δαμιανό. Παρ' όλους όμως τους πόνους του, χαμογελούσε πάντα, δόξαζε και υμνούσε τον Θεό κι όταν κείτονταν μόνος και τυφλός στην καλύβα του, τραγουδούσε ενθουσιώδη άσματα. Εκεί συνέθεσε και τον "Ύμνο του Ήλιου".

Σ'αυτή την κατάσταση τον μετέφεραν στο Μόντε Κολόμβο και στο Ριέτι. Η πάθησή του είχε χειροτερέψει περισσότερο και οι γιατροί, μη ξέροντας τι άλλο να κάνουν, του έκαιγαν το μέτωπο με ένα πυρωμένο σίδερο. Όταν πλησίασαν για πρώτη φορά στο κρεβάτι του με το φριχτό εργαλείο, ο άρρωστος υποδέχτηκε με χαρά τη φωτιά κι αναφώνησε: "Ω αδερφή φωτιά, που λάμπεις όμορφη ανάμεσα στ' άλλα δημιουργήματα κι εγώ πάντα σ' αγαπούσα, δείξε μου τώρα έλεος!" Μετά παρακάλεσε έναν αδελφό να του παίξει μουσική, εκείνος όμως αρνήθηκε να το κάνει. Τότε ο Φραγκίσκος άκουσε μέσα στη νύχτα έναν άγγελο Κυρίου να παίζει τις γλυκές κι απερίγραπτα εξαίσιες μουσικές του Παραδείσου.
Όταν ένιωσε το τέλος να πλησιάζει, ζήτησε και τον μετέφεραν με μεγάλο κόπο στον τόπο του, στην Ασίζη. Από το κρεβάτι του θανάτου υπαγόρευσε ακόμα ένα γράμμα, όπου ικέτευε γονατιστός, μ' όλη του την καρδιά, την ανθρωπότητα, να θυμάται την ψυχή της. Όταν ρώτησε το γιατρό πόσο ακόμα θα ζούσε κι αυτός του απάντησε: "Για λίγο", άνοιξε τα χέρια του και είπε: "Σε καλωσορίζω αδελφέ Θάνατε!" Ύστερα άρχισε να τραγουδά κι έπρεπε να τραγουδούν μαζί του και όλοι οι παρευρισκόμενοι φίλοι του.

Λίγες μέρες πριν από το τέλος του ζήτησε να τον πάνε στην Πορτιούνκολα, που την αγαπούσε και τη θεωρούσε πατρίδα του. Πέθανε στις 3 Οκτωβρίου του 1226, κατά το βράδυ. Τη στιγμή που ξεψυχούσε, ήρθε και κάθισε πάνω στη στέγη της καλύβας του ένα μεγάλο σμάρι κορυδαλλών και άρχισε να τραγουδά μελωδικά και δυνατά.


Χρόνια Πολλά και Ευτυχισμένα, Λένα!

Χρόνια Πολλά και Ευτυχισμένα, Λένα!

Μη ξεχαστείς εκεί! Ναι;

Είναι ξελογιάστρα η ξενητιά, μα 100 ξενητιές, δεν κάνουν μια πατρίδα!




Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ο φτωχούλης του Θεού - Νίκος Καζαντζάκης





Ο φτωχούλης του Θεού - Νίκος Καζαντζάκης


Το υπερβατικό πορτραίτο του φλογερού και φυσιολάτρη Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης από τον Νίκο Καζαντζάκη, για πρώτη φορά σε σχολιασμένη έκδοση (Μάρτιος 2008). Στην ανατύπωση του μυθιστορήματος προστίθεται επίμετρο, όπου ο εκδότης-επιμελητής δρ. Πάτροκλος Σταύρου σκιαγραφεί τη σχέση τού Καζαντζάκη με τον Άγιο Φραγκίσκο, και με τον μεγάλο ανθρωπιστή Άλμπερτ Σβάιτσερ, τον οποίον θεωρεί ως τον "Άγιο Φραγκίσκο του καιρού μας". Περιλαμβάνεται, ακόμη, άρθρο του Καζαντζάκη για τον Σβάιτσερ, στον οποίον αφιερώνει το βιβλίο. 

"Αυτός ο βίος τού Αγίου Φραγκίσκου τής Ασσίζης, αφηγούμενος από τον αδελφό Λέοντα, τον ταπεινό του σύντροφο της πρώτης και της τελευταίας του ώρας, χρειάστηκε όλο το βαθιά ανθρώπινο ταλέντο και τη χριστιανική ζέση τού Νίκου Καζαντζάκη για να τον επικαλεσθεί με αυτή την απλότητα και με αυτή τη μυστηριακή αίσθηση, κάποτε τρομακτική, άλλοτε ακτινοβόλα. Ορίστε, μπροστά μας, η ιταλική ύπαιθρος, οι δρόμοι που καίγονται από τον ήλιο, τα δάση κάτω από τη βροχή, οι μεσαιωνικές πολιτείες που αντηχούν ολόκληρες από τη βουή τού πλήθους και τις κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών. Ορίστε ο δρόμος τής Ρώμης, η θάλασσα, οι Άγιοι Τόποι, κι έπειτα η επιστροφή τού Φραγκίσκου στη γη που τον γέννησε, σ' αυτή τη γη που τόσο αγαπά και στην οποία τόσο λίγο ανήκει αφότου ο Θεός τον θέλησε ολόκληρο για λογαριασμό Του.
Η τέλεια φτώχια, η περιπέτεια στην οποίαν ανεπιφύλακτα αφήνεται ο Φραγκίσκος, έχει κάτι το ιλιγγιώδες - ιλιγγιώδες όπως η αγάπη που ο Φραγκίσκος ανακαλύπτει προοδευτικά, μέχρι να την ενσαρκώσει ο ίδιος: η ανεξάντλητη και απρόβλεπτη αγάπη τού Θεού.
Ο αναγνώστης θα ξαναβρεί στο φλογερό αυτό βιβλίο, του οποίου ο τόνος είναι εκείνος των πιο ευγενών και πιο οικείων συναξαριών, όχι μόνο τον λυρισμό ενός ποιητή παθιασμένα κυριευμένου από την ομορφιά τού κόσμου, αλλ' επίσης όλα τα βαθιά θέματα της σκέψης τού Καζαντζάκη, του πιστού και εξεγερμένου, του ανήσυχου και γαλήνιου, του μοναχικού κι ωστόσο σε ενότητα με όλους τούς συνανθρώπους του."

(από τη γαλλική έκδοση Nikos Kazantzaki, "Le Pauvred' Assise, Plon, Paris 1970)

"Η σεραφική γλυκύτητα του Αγίου Φραγκίσκου μπαίνει σε μιαν ακατάπαυστη μάχη κόντρα στον πατέρα, κόντρα στην πολιτεία, κόντρα στη λοιδορία, την κακότητα και την αδιαφορία, κόντρα στις διαβολικές παγίδες, που γλιστρούν μέχρι και μέσα στον περίβολο του μοναστηριού, όπου οι αδελφοί προσεύχονται στα καλυβάκια τους τα φτιαγμένα από κλαδιά."

(Μαρσέλ Μπριόν της Γαλλικής Ακαδημίας - La Revuede Paris) 

"Δεν πρόκειται εδώ για ένα μυθιστόρημα, αλλά για ένα γνήσιο πάθος, που το ζει σε όλη του την ένταση ο συγγραφέας του... Ο συγγραφέας δικαιολογείται: χαρακτηρίζει το βιβλίο του ως "μυθιστόρημα", αλλά το αποκαλεί Ο δικός μου "Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης". Πράγματι, ο Φραγκίσκος είναι αυτός, ο Καζαντζάκης, ο οποίος έζησε την "Ασκητική" ως τα άκρα και επέζησε."

(Αζίζ Ιζέτ, από το βιβλίο του "Nikos Kazantzaki")


Αντιθέσεις
Φραγκίσκος                       Φραγκίσκος
Άνθρωπος                          Άγιος
θνητή φύση                        αθάνατη φύση
ανθρώπινη απόλαυση          θεϊκή αποστολή
ανθρώπινη συμπεριφορά     υπερ -ανθρώπινη συμπεριφορά
αδυναμία                            δύναμη
ύλη                                    πνεύμα
σάρκα                                ψυχή
θάνατος                              αθανασία
συμβουλές πατέρα              συμβουλές μητέρας
πλούτος                              αυτάρκεια
κακό                                   καλό
φόβος                                 αγάπη

Αποσπάσματα

Αν παράλειψα πολλά από τα λόγια κι από τα έργα του Φραγκίσκου κι αν παράλλαξα άλλα κι αν πρόσθεσα κι άλλα που δεν έγιναν μα μπορούσαν να έχουν γίνει, δεν το έκανα από αμάθεια, ή από αναίδεια ή ασέβεια, παρά από ανάγκη να συνταιριάξω, όσο είναι μπορετό πιο σύμφωνα με την ουσία, το βίο με το μύθο του αγίου. Η τέχνη έχει αυτό το δικαίωμα. Όχι μονάχα το δικαίωμα, παρά και το χρέος: να υποτάζει τα πάντα στην ουσία. Θρέφεται από την Ιστορία, την αφομοιώνει αργά, πονετικά και την κάνει παραμύθι. Αγάπη κι ευλάβεια και θαμασμός για τον ήρωα και μεγαλομάρτυρα με κατείχε γράφοντας το παραμύθι ετούτο, πιο αληθινό και από την αλήθεια συχνά χοντρές στάλες δάκρυα μουντζάλωναν το χειρόγραφο συχνά ένα χέρι με μια αιώνια ανανεούμενη πληγή σα να το κάρφωσαν , σαν να το κάρφωναν αιώνια, διάνευε μπροστά μου μέσα στον αγέρα, ένιωθα ολούθε γύρα μου, όσο έγραφα, την αόρατη παρουσία. Γιατί για μένα ο Άγιος Φραγκίσκος είναι το πρότυπο του στρατευόμενου ανθρώπου, που με ακατάπαυστο σκληρότατον αγώνα κατορθώνει κι επιτελεί το ανώτατο χρέος του ανθρώπου, ανώτερο κι από την ηθική κι από την αλήθεια κι από την ωραιότητα: να μετουσιώνει την ύλη που του εμπιστεύθηκε ο Θεός και να την κάνει πνέμα.


ένιωθα ολούθε γύρα μου, όσο έγραφα, την αόρατη παρουσία.

Η τέχνη έχει αυτό το δικαίωμα όχι μονάχα το δικαίωμα, παρά και το χρέος: να υποτάζει τα πάντα στην ουσία.


 - Αρχοντόπουλο μου, είπα, να με συμπαθάς· ένα ήθελα να σε ρωτήσω, ετούτο: τρώς, πίνεις είσαι ντυμένος στο μετάξι, τραγουδάς κάτω από τα παραθύρια, γλέντι η ζωή σου· τίποτα λοιπόν δε σου λείπει;
      Ο νέος στράφηκε απότομα, αναμέρισε βίαια το μπράτσο, να μην τον αγγίξω.
- Τίποτα δε μου λείπει, αποκρίθηκε πεισματωμένος· γιατί με ρωτάς; Δε θέλω να με ρωτούν.
      Έδεσα κόμπο την καρδιά μου.
- Γιατί σε λυπούμαι αρχοντόπουλό μου, αρχοντόπουλό μου, του αποκρίθηκα.
      Ο νέος να το ακούσει, τίναξε με αλαζονεία το κεφάλι:
- Εμένα; Είπε, εσυ;! - και γέλασε.
     Μα σε λίγο, χαμηλώνοντας τη φωνή του:
- Γιατί με λυπάσαι, γιατί; Ρώτησε λαχανιασμένος.
     Δεν αποκρίθηκα.
- Γιατί; Ξαναρώτησε.
     Έσκυψε, με κοίταξε στα μάτια.
- Ποιός είσαι ντυμένος σα ζητιάνος; ποιός; Ποιός σ' έπεψε να με βρεις, εδώ στους δρόμους της Ασίζης τα μεσάνυχτα;
     Αγρίεψε:
- Μολόγα την αλήθεια! κάποιος σε στέλνει, ποιός;
     Και μην παίρνοντας απόκριση:
- Τίποτα δε μου λείπει! έκαμε χτυπώντας το πόδι του στη γης, δε θέλω να με λυπούνται· θέλω να με ζηλεύουν. Ναι, ναι, τίποτα δε μου λείπει!
- Τίποτα; έκαμα, μήτε ο ουρανός;
     Έσκυψε το κεφάλι, σώπασε· και σε λίγο:
- Πολύ αψηλά 'ναι ο ουρανός, δεν τον φτάνω
·καλή 'ναι η γης, περίκαλη, κοντά μου!
- Δεν υπάρχει πράμα πιο κοντά μας από τον ουρανό· η γης είναι κάτω από τα πόδια μας και την πατούμε· ο ουρανός είναι μέσα μας.
     Το φεγγάρι είχε αρχίσει να χαμηλώνει, λίγα άστρα στον ουρανό· ανάρια ακούγονταν κοι καντάδες, όλο πάθος, από τις αλαργινές γειτονιές· ήταν γεμάτος ο νυχτερινός ετούτος καλοκαιριάτικος αέρας μυρωδιές κι έρωτα. Κάτω η πλατεία βουίζε.
- Ο ουρανός είναι μέσα μας, αρχοντόπουλό μου, ξανάπα εγώ.
- Πως το ξέρεις; με ρώτησε και με κοίταξε αλαφιασμένος.
- Πείνασα, δίψασα, πόνεσα - το 'μαθα.

Για ν' ανέβεις στον ουρανό, πήρες φόρα από τον τάφο της Κόλασης.
- Όσο από πιο χαμηλά παίρνεις φόρα, μου ΄λεγες συχνά, τόσο πιο αψηλά μπορείς να φτάσεις.

μπορεί το λοιπόν η αμαρτία να γίνει κι αυτή μονοπάτι που να μας πηγαίνει στο Θεό; Μπορεί κι ο αμαρτωλός να περιμένει σωτηρία;

το να ζητάς το Θεό, αυτό 'ναι ο Θεός!

  • Είπα στη μυγδαλιά: "Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό". Κι η μυγδαλιά άνθισε.



«-Θεέ μου, τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω. 
–Θεέ μου, μη με παρατεντώσεις, γιατί θα σπάσω. 
–Θεέ μου, παρατέντωσέ με κι ας σπάσω».

-Πολύ ψηλά 'ναι ο ουρανός, δεν τον φτάνω, καλή 'ναι η γη, περίκαλη κοντά μου. -Δεν υπάρχει πράμα πιο κοντά μας από τον ουρανό. Η γη είναι κάτω από τα πόδια μας και την πατούμε. Ο ουρανός είναι μέσα μας». 

   Εδώ το  Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη

Εκδόσεις Καζαντζάκη

Υγ. Πήρα να αντιγράψω τις σημειώσεις μου. Αδύνατον! Υπερβολικά πολλές!