Πέντε χρόνια πριν
.....
....
«Θα πεθάνω!», μού μουρμούρισες το πρωί.
«Θα πεθάνεις; Τί χαζομάρες λες, παππού;».
Βράχος στάθηκα. Δε με λύγισες σήμερα. Το πήρα
αλλιώς, σε κορόιδευα να αμυνθώ.
«Έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι, παππού; Εσύ είσαι
καλά, παίρνεις τα φάρμακά σου, σούζα στέκονται μπροστά σου οι γιατροί και το
κυριότερο, μιλάς. Έχεις δει κανέναν που πεθαίνει να μιλάει;»
«Το καταλαβαίνω εγώ, τί θαρρείς;».
«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Είσαι εξαντλημένος,
γι’ αυτό έχασες το κουράγιο σου».
Και που σού είπα προχθές καλό ταξίδι και να
δώσεις χαιρετίσματα στη μάννα και στους άλλους γονείς, τί έγινε; Σπάσαμε τα
βράχια μας κι οι δύο. Γι’ αυτό, κολυμπάμε κόντρα στο ποταμίσιο ρέμα που πάει να
μας παρασύρει. Τέλος. Όταν φύγεις, ας βρέξει όσο θέλει.
ΠΕΜΠΤΗ 15
Γενάρη, 00:36…
Βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα. Μια αποκλειστική νοσοκόμα προσέχει τον κυρ
Νίκο απόψε, γιατί είναι πολύ ζωηρός. Τής λέει ανέκδοτα κι εκείνη μετά μού τα
μεταφέρει τσάτρα πάτρα. Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τη βιαστική, μπερδεμένη
κουβέντα του. Έχω να προσέχω τον παππού, άσε που με καθυστερεί κι έχω τόσα να
γράψω!
Είπε το ανέκδοτο με την ταβέρνα και τους
πελάτες που έφαγαν όλοι τζάμπα και φεύγοντας ένας ένας έλεγαν: «Ο επόμενος!» δείχνοντας
με το δάχτυλό τους τους άλλους που κάθονταν στο τραπέζι. Ο τελευταίος επανέλαβε
το ίδιο και τότε ο μαγαζάτορας διαμαρτυρήθηκε, γιατί δεν υπήρχε επόμενος. Όλοι οι
άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Τότε ο τελευταίος είπε: «Κι αν σας έκανε έτσι… θα
καθόσασταν;» δείχνοντας μια άλλη κίνηση με τα δάχτυλά του, πονηρή…
Πονηρούλη, κυρ Νίκο!
00:59…
Ο παππούς μου είναι καλύτερα απόψε. Ας λένε ό,τι θέλουν οι γιατροί.
Πιάσαμε κουβέντα, του είπα και το σόκιν ανέκδοτο. Γέλασε! Είναι τόσο όμορφος,
παρά την ταλαιπωρία του. Μάκρυναν και τα άσπρα γένια του κι είναι ομορφότερος
κι απ’ τον ηθοποιό, τον αξέχαστο Μάνο Κατράκη, που από παιδί μού άρεσε.
Να μια νύφη που έφτασε να πει σόκιν ανέκδοτο
στον πεθερό της. Δεν ξανάγινε αυτό!
Μόνο έτσι θα τη βγάλουμε την ανηφόρα μας,
παππού. Πώς αλλιώς; ΄Αμυνα κι επίθεση μαζί!
«Βοηθάει όσο μπορεί» κι η κόρη σου. ΄Οπως λέει
συχνά μάλιστα, «χρέος της νύφης είναι ο πεθερός!». Οι δυο μας θα το περάσουμε
αυτό το λούκι. Δε γίνεται αλλιώς. Το Λενιώ σου ήδη μετοίκησε στην απέναντι
όχθη.
1:11…
Ο κυρ Νίκος ούτε απόψε λέει να κλείσει μάτι. Πού να τον ρωτούσα αν
βρήκε τις παντόφλες και τα κλειδιά του!
«Σ’ όποιον τύχει», είπε ο γιατρός το πρωί. Πήγα
μέσα στο γραφείο τους πριν φύγω. «Καλοί μου γιατροί», τους καλόπιασα, «ξέρω ότι
ο παππούς μας δεν είναι καλά, αλλά θέλω να σας ρωτήσω κάτι: Ποιο είναι το
σημάδι απ’ το οποίο θα καταλάβω ότι Φεύγει, για να ειδοποιήσω εγκαίρως τα
παιδιά του; Βλέπετε εγώ είμαι νύφη, μένω πολλές ώρες μαζί του και ξέρετε… έχω
ξαναδεί. Όμως, ο παππούς Έφυγε δύο φορές
ως τώρα, αλλά ξαναγύρισε, έχω χάσει τα σημάδια πια…»
«Ακούστε, κυρία μου! Δεν είμαστε Θεοί. Ο
παππούς ξεκίνησε… Δεν έχει επιστροφή με τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Είναι θέμα χρόνου και κράσης…».
«Σάς παρακαλώ, όταν εσείς καταλάβετε κάτι, θα
μου το πείτε εγκαίρως να προλάβω να ειδοποιήσω τα παιδιά του;»
«Αυτό δεν το ξέρουμε, κυρία μου. Ανάλογα με την
εξέλιξη. Μπορεί και τώρα γυρίζοντας μέσα στο θάλαμο, να τον βρείτε ήδη νεκρό!
Ένα ξαφνικό δεν μπορείς να το προβλέψεις».
«Κατάλαβα. Δηλαδή, είναι καθαρά θέμα τύχης σε
ποιανού τα χέρια θα Φύγει… »
«Όπως ακριβώς το είπατε! Καθαρά θέμα τύχης!»
Ο γιατρός είπε και «τώρα;» Όταν έτρεξα μέσα να
σε βρω, ευτυχώς ήσουν ακόμα εκεί!
«Να τη βράσω τέτοια τύχη!» είπα.Τους
ευχαρίστησα κι έφυγα απ’ το γραφείο τους. Κάτι σαν το Αϊβασιλιάτικο φλουρί,
σκέφτηκα, αλλά δεν το ξεστόμισα.
Θεέ μου, κάνε να μη μου τύχει εμένα «το φλουρί»!
Νωρίτερα ένιωσα να σβήνω. Παρακάλεσα την
αποκλειστική να προσέχει λίγο τον παππού, να πεταχτώ απέναντι απ’ το Νοσοκομείο
να αγοράσω κάτι, εφόσον το κυλικείο του Νοσοκομείου ήταν κλειστό και δεν είχα
βάλει τίποτα στο στόμα μου. ΄Επρεπε να βρω δύναμη στη δύσκολη ώρα.
«Πού πας;», με ρώτησε τρομαγμένος.
«Δε φεύγω, παππού. Μη φοβάσαι. Πάω να πάρω κάτι
να φάω. Να πάω;»
«Να πας!»
«Θα σού φέρω κι εσένα ό,τι θέλεις. Πες μου. Τι
θέλεις;»
Ψαχνόταν. Απ’ όλα ήθελε, δεν ήξερε τί να
πρωτοδιαλέξει, γι’ αυτό δε μου ζήτησε τίποτα στο τέλος.
Πήρα ένα μπιφτέκι γεμιστό, δυο σοκολάτες, νερό,
πορτοκαλάδα, γιαούρτι, μπισκότα για μια ώρα ανάγκης, απ’ όλα ψώνισα. Ξέχασα
όμως τα κουταλάκια. Γι’ αυτό ζήτησα απ’ τις νοσοκόμες. Αυτές δεν είχαν και μού
έδωσαν δύο πλαστικά μαχαιράκια. Γιαούρτι και μαχαίρι. Γιαούρτι με μαχαίρι.
Τρώγεται; Δύο τα μαχαίρια. Θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω σαν τα ξυλάκια με τα
οποία τρώνε οι Κινέζοι το ρύζι. Μου θυμίζει κάτι από βράχια και βροχή.
-«Κοντά είναι».
Μες στο σουβλατζίδικο μού μύρισε πάλι το άρωμα
του παππού. Ντράπηκα. Φοβήθηκα πως το μύριζαν όλοι και θα με πέταγαν έξω.
Βγαίνοντας έξω μού ερχόταν να κλάψω.
«Τί θα κάνω; Πώς θα φύγει αυτή η μυρωδιά από
πάνω μου;»
«Την κρατάει η μύτη σου, γι’ αυτό τη μυρίζεις
μόνο εσύ», μού είπε η αποκλειστική νοσοκόμα του κυρ Νίκου.
«Λες να έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου και να
είναι ψυχολογικό;»
«Δε νομίζω. Έρχεσαι σε μεγάλη επαφή μαζί του,
γι’ αυτό».
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως την μπέρτα μου
δεν πρέπει να την ξαναρίξω πάνω μου, όταν βγαίνω στο μπαλκόνι, εφόσον μ’ αυτή σκεπάζω
τα χέρια και το στήθος του παππού. Αυτή έχει ποτιστεί με το βαρύ άρωμά του… Αυτές
τις μέρες φοράει φανελάκι για να μην ιδρώνει και για να αναπνέει το κορμί του καλύτερα.
Όταν νιώθω όμως πως κρυώνει, κυρίως τη νύχτα, τον σκεπάζω μ’ αυτήν. Όταν
ζεσταίνεται, την ακουμπάω στην άκρη και συνήθως τη ρίχνω πάνω μου, όταν βγαίνω έξω
για τσιγάρο. Οπότε, τί κι αν φόρεσα απόψε καθαρά; Το άρωμα ήταν εκεί. Στην
μπέρτα. Με περίμενε!
Κι είναι τόσο ζεστή αυτή η μπέρτα! Σαν μικρή κουβερτούλα.
Αύριο θα την πάρω σπίτι να την πλύνω καλά.
Μη μου κρυώσει
ο παππούς, όμως!
Έσερνα τα πόδια μου να φτάσω στο μαγαζάκι. Τόση
ήταν η εξάντλησή μου!
Απόψε η διαύγειά σου, παππού, δεν περιγράφεται!
Μιλάς κι αναστενάζεις, χαμογελάς κι ανασαίνεις όπως παλιά. Φυσιολογικός
άνθρωπος!
-«Απ’ το λαιμό και πάνω τουλάχιστον».
Ήξερα ότι δεν κάνει, αλλά το είχα υποσχεθεί
στον παππού πως ό,τι φέρω, θα του δώσω. Έτσι, γυρίζοντας απ’ την τουαλέτα δοκίμασα
να λιώσω ένα κομματάκι τηγανητής πατάτας στα δάχτυλά μου για να πάρει λίγη γεύση
το χειλάκι του. Είδα όμως πως αυτό ήταν μάταιο. Ο παππούς δεν επικοινωνούσε με
τη γλώσσα του. Το ίδιο συνέβη και με το γιαουρτάκι που έκοψα με το μαχαιράκι.
Λίγο στη μυτούλα και τσουπ στα χείλη του να λιώνει σιγά σιγά να γευθεί τη γεύση.
Για ώρα είχαν ασπρίσει περισσότερο κάποια δόντια του από τα κομματάκια του
γιαουρτιού που δεν έλιωσαν. Δίνοντάς του νεράκι κι άλλες φορές κατάφερα να
καθαρίσουν και να φτάσουν ίχνη γιαουρτιού στο στόμα του και στο λάρυγγά του.
Έδειχνε χαρούμενος κι εκείνος απ’ το πάθος μου
να του δώσω γεύσεις ζωής κι ένα δάκρυ κύλησε απ’ το μάτι του.
Καλά. Άνοιξε τορό!
-«Τορός; Τι είναι αυτό πάλι;»
-«Τορό» λένε στο χωριό μου το δρόμο που ανοίγει
κάποιος πάνω στο απάτητο χιόνι. Τα χνάρια του, δηλαδή. Όταν διακρίνεις
πατημασιές πάνω στο χιόνι, σημαίνει πως κάποιος πέρασε από κει κι άνοιξε τορό. Έτσι
κι ο παππούς έχει ανοίξει τορό εδώ και μέρες. Από κει κυλάνε συχνά πυκνά μόνα τους ή κοπαδιαστά
τα δάκρυά του».
-«Τί δεν έγραψα; Και τί έγραψα;»
-«Υπάρχει λόγος να τα γράψεις;»
.....
Ξύπνησε ένα κοράκι άγριο. Κρώζει. Καλά ντε, σ’
ακούσαμε!
Τα κορίτσια, που λες, τον έδεσαν. Και με τί; Με
βαμβάκι και γάζες! Δεν ήταν αλυσίδες. Άμα προσθέσεις και την ψυχούλα τους, με
πούπουλα σε έδεσαν, καπετάν Νικόλα μου! Τέλος πάντων. Μακριά από δέσιμο κι από
ξανθιά γυναίκα.
Πολλά τα κοράκια που κρώζουν άγρια πρωϊνιάτικα.
Το χέρι του παππού από χθες σαν να έχει
παχύνει. Τώρα πρήστηκαν και τα μάτια του. Φαντάζομαι, θα παραμορφωθεί, όπως η
γιαγιά.
Μάλιστα. Καταλάβαμε. Δεν πάμε καλά. Τέλος οι
ελπίδες κι οι αναλαμπές.
-«Πέτρα, δε σου είπα! Βρήκα το ψωμί για τα
πουλιά! Τελικά, το είχα βάλει σε μια άλλη σακούλα που την τρύπωσα στο ντουλάπι
μόλις ήρθα. Ωραία! Βρήκα δουλειά! Θα ταΐσω τα πουλιά!»
Μαρτυριάρης καθρέφτης 3ο
Απ’ τ’ άγραφα…
Ξεροστάλιαζε στο διάδρομο επί ώρες. Εκείνη τη
μέρα την έβγαζαν όλοι έξω, ακόμα κι οι καθαρίστριες. Δεν είχε δυνάμεις πια να
μαλώσει. Ένιωθε κουρασμένη, απογοητευμένη. Κατά τις εννιά ήρθαν οι σεκιουριτάδες
να βγάλουν έξω τους συνοδούς, πριν περάσουν οι γιατροί για επισκεπτήριο. Αυτοί
δεν την ήξεραν, μάλλον ήταν νέοι κι ανένδοτοι μαζί της. «Έξω, κυρία μου! Δεν ακούτε;»
τής είπαν χωρίς καν να τής ρίξουν μια ματιά.
Άκουγε, πώς δεν άκουγε, αλλά δεν υπάκουαν τα
πόδια της. Η καρδιά της ούτως ή άλλως ήταν μέσα, στο προσκεφάλι του παππού κι
ας ήταν κλειστή η πόρτα.
Έκανε να
σηκωθεί, κρέμασε την τσάντα της στον ώμο, πήρε τη σακούλα με τα ψωμιά που είχε
για τα πουλιά και κοντοστάθηκε για μια στιγμή έξω απ’ την κλειστή πόρτα του
θαλάμου. «Φεύγω, παππού, δε μ’ αφήνουν…» σκέφτηκε με παράπονο κι εκείνη τη
στιγμή άνοιγε η πόρτα! Τότε είδε το νεαρό γιατρό, «το φίλο» της, να τής χαμογελάει
ευγενικά.
«Μπορείτε σας παρακαλώ να ’ρθείτε να με
βοηθήσετε, λίγο;», τον άκουσε να τη ρωτάει.
Πώς δεν μπορούσε; Μπορούσε! Για πότε βρέθηκε
δίπλα στον παππού, δεν το κατάλαβε!
Αχ, πονηρά πόδια! Όπου θέλετε, τρέχετε…
Ενώ το χαμόγελο της χαράς δεν είχε σβηστεί
ακόμα απ’ τα χείλη της, βλέπει τον παππού γυμνό, με πονεμένο και λυπημένο
βλέμμα να την κοιτάζει ικετευτικά βαθιά στα μάτια. Τής μαρτύραγε τόσα πολλά η
ματιά του, που λύγισαν πάλι τα πόδια της. Τη συνέφερε όμως ο γιατρός:
«Μπορείτε σάς παρακαλώ να μου κρατήσετε σταθερά
ψηλά το πόδι του, να πάρω αίμα απ’ το μηριαίο;»
Μπορούσε; Όχι, βέβαια! Είμαι σίγουρος πως μισεί
ακόμα αυτά τα χέρια που τον βοήθησαν και τον πόνεσαν τόσο! Έλεγε: «Κουράγιο,
μπαμπά» και πόναγε η ψυχή της να βλέπει τα δάκρυά του να τρέχουν ανεμπόδιστα πια
και στα δυο του μάγουλα. Έβλεπε τη βελόνα και την ικανοποίηση του γιατρού που
είχε γεμίσει το φιαλίδιο με αίμα για νέες εξετάσεις. ΄Ηθελε να φύγει, να πετάξει
όσο πιο μακριά γίνεται σαν τα αποδημητικά πουλιά.
Μόλις έφυγε ο γιατρός, του τακτοποίησε την
πάνα, τον σκέπασε, του σκούπισε τα δάκρυα, τον φίλησε ψιθυρίζοντάς του σχεδόν
απολογητικά: «Δε μ’ αφήνουν μέσα σήμερα, παππού, με τίποτα! Θα πάω να ταΐσω τα
πουλιά και μετά θα φύγω. Το μεσημέρι θα έρθει η Μαρία κι εγώ βραδάκι πάλι. Εντάξει;
Κάνε λίγη υπομονή…».
Εκείνος δεν τής μίλησε. Την κοίταζε μόνο θλιμμένα
στα μάτια. Έφευγε και τα μάτια της κοίταζαν πίσω, τα μάτια του. Ο τορός στα
μάγουλά του άρχισε πάλι να υγραίνεται. Παρόλο που δεν τ’ άντεχε, κοίταζε. Τα
πόδια της έφευγαν μπροστά και το κεφάλι κοίταζε πίσω. Όταν είδε πως είχε ήδη
απομακρυνθεί και τώρα την κοίταζαν τα άγρια μάτια του σεκιουριτά, δεν έβγαλε
άχνα. Γλίστρησε μόνη της έξω απ’ την είσοδο όλης της Κλινικής. Δεν την ένοιαζε
πια ακόμα κι αν τής έλεγαν «μείνε!» Λαχταρούσε να εξαφανιστεί. Ήταν ήδη φευγάτη
απ’ τη στιγμή που είδε πως συμμετείχε στο μεγάλο σωματικό πόνο του παππού.
Διέσχισε το παλιό Νοσοκομείο που θύμιζε ερείπιο.
Εκεί, αν και υπήρχε σκεπή, ήταν ήδη μουσκεμένη… Βγήκε στην παλιά είσοδο του
Νοσοκομείου. Τα πουλιά κοπάδι ολόκληρο. Έριξε τα ψίχουλά της, κάθισε στο
παγκάκι για ώρες ούτε σπίτι ήθελε να πάει. Τής έκανε εντύπωση που όλα τα πουλιά
πέταγαν γύρω της, δίπλα της και κανένα δεν τσίμπαγε. Σαν να σιωπούσαν, σαν να τής
έλεγαν κάτι. Μέχρι που διέκρινε ένα μαύρο πουλάκι πεθαμένο κάτω στο χώμα και
βεβαιώθηκε έτσι πως τα σημάδια δεν είναι καθόλου καλά.
Φυσικά φωτογράφιζε μόνο και μόνο από συνήθεια.
Ίσως και για να κρατήσει τις στιγμές. Ποιος ξέρει; Πάντως ένα είναι σίγουρο:
Δεν έγραψε ούτε λέξη!
Άργησε πολύ να φτάσει σπίτι. Όταν έφτασε, έγραψε
στο blog, έκανε ένα μπάνιο και κοιμήθηκε. Σήμερα έπρεπε
να κοιμηθεί, όχι μόνο για να ξεκουράσει το κορμί, αλλά για να πάψει να
σκέφτεται.
Για σένα χόρευαν τα πουλιά, πατέρα...
Κατερίνα Δεσπότη - Σταματίου, Παπαθεοδώρου
ΉΡΑ εκδοτική, Βόλος
5 σχόλια:
http://musicpicturesartetc.blogspot.gr/2014/01/15-music-15.html
προγραμματισμένη.... από προχθές!!!...
δεν θα το πιστέψεις!!!... φοβερή συμπτωση....
Δηλαδής;
Φοβερότατη!!! Ευχαριστώ, το πήρα!
..."πέντε χρόνια πριν..."
παρόμοια
κι ας μη πω χειρότερα κι απο δω...
Αχ ! Κατερίνα μου.
Μια κι έξω, γίνεται;;;;;
Φιλιά μάτια μου,
Υιώτα
Δε γίνεται, ρε (φιλικότατον), Γιώτα μου! Δε βγαίνει εύκολα η ψυχή του ανθρώπου και μετράω τουλάχιστον 6 δύσκολα κύκνεια άσματα μέχρι τώρα.
Γι' αυτό και τσάκισα. Κρατάτε γερά!
Προσέχετε και σας!
Ο Θεός να βοηθήσει!
Δημοσίευση σχολίου