Στις αρχές της δεκαετίας του '70, έχοντας πίσω του ολοκληρωμένο το «Φθινόπωρο του πατριάρχη» και μια πενταετία διαμονής στη Βαρκελώνη, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είδε ένα σημαδιακό όνειρο: «Ονειρεύτηκα πως ακολουθούσα τη δική μου κηδεία με τα πόδια, περπατώντας ανάμεσα σε μια συντροφιά από φίλους ντυμένους με αυστηρό πένθος, αλλά με γιορτινό κέφι.
Ολοι δείχναμε χαρούμενοι που ήμασταν μαζί. Κι εγώ περισσότερο απ' όλους, για κείνη την ευχάριστη εμπειρία που μου έδινε ο θάνατος να ξαναβρεθώ με τους φίλους μου από τη Λατινική Αμερική, τους πιο παλιούς, τους πιο αγαπημένους, αυτούς που δεν είχα δει για πολύ καιρό. Στο τέλος της τελετής, όταν άρχισαν να φεύγουν, έκανα να πάω μαζί τους αλλά ένας απ' αυτούς μου έδωσε να καταλάβω, με τελεσίδικη αυστηρότητα, πως για μένα η γιορτή είχε τελειώσει. "Είσαι ο μόνος που δεν μπορεί να φύγει", μου είπε. Μόνο τότε κατάλαβα πως το να πεθάνεις, σημαίνει να μην ξαναβρεθείς ποτέ με φίλους»...
Ο Μάρκες ερμήνευσε αυτό το αρχετυπικό όνειρο σαν συνειδητοποίηση της ταυτότητάς του και χάρη σ' αυτό ξεκίνησε να γράφει για τα παράξενα πράγματα που μπορεί να συμβαίνουν στους Λατινοαμερικάνους της Ευρώπης, υλικό που οδήγησε στα «Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα». Ο πραγματικός του θάνατος, το ξέρουμε πια, έμελλε να τον βρει στο Μεξικό, στα 87 του, το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, αποσυρμένον καιρό από τον δημόσιο βίο, καταπονημένον από τη νόσο του Αλτσχάιμερ και από την επανεμφάνιση ενός παλιού, επίμονου καρκίνου, περιστοιχισμένον όμως από τη γυναίκα του Μερτσέντες, σύντροφό του επί σχεδόν μισό αιώνα, και από τους δύο γιους τους, τον κινηματογραφιστή Γκαρσία Μπάρκα και το γραφίστα Γκονζάλο Μάρκες, οι οποίοι έκαναν ό,τι περνούσε απ' το χέρι τους για να είναι το τέλος του γαλήνιο.
Την ίδια μέρα αποτεφρώθηκε και η σορός του κι ώς την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι δικοί του δεν είχαν αποφασίσει αν οι στάχτες του θα σκορπιστούν στη γενέτειρά του, την Κολομβία, όπου κηρύχθηκε τριήμερο πένθος, ή στο Μεξικό, σταθερή βάση του Μάρκες από τη δεκαετία του '60. Ενδεχομένως να μοιραστούν και στα δυο μέρη. «Πρέπει να καταλάβετε πως είναι μια πολύ απλή οικογένεια. Ούτε ο Μάρκες ούτε η οικογένειά του είχαν σχεδιάσει τι θα συνέβαινε μετά το θάνατό του. Δεν ήταν το στιλ του», σύμφωνα με τον Χάιμε Αμπέγιο, επικεφαλής του Ιδρύματος για μια Νέα Ιβηροαμερικανική Δημοσιογραφία που είχε ιδρύσει ο νομπελίστας συγγραφέας. Το σίγουρο είναι πως η κάλυψη του θλιβερού γεγονότος δεν περιορίστηκε στον ισπανόφωνο κόσμο. Η απώλεια του «Γκάμπο» έγινε πρώτη είδηση ανά την υφήλιο.
Ο συγγραφέας του αριστουργηματικού «Εκατό χρόνια μοναξιά» και του «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», ο σημαντικότερος εκπρόσωπος μιας νέας λογοτεχνικής ηπείρου, του μαγικού ρεαλισμού, είχε φίλους και αναγνώστες παντού. Εκατομμύρια άνθρωποι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του έναν προικισμένο παραμυθά που μπορούσε να συνδυάζει αριστοτεχνικά τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής με απίστευτα υπερφυσικά συμβάντα, έναν αριστερό διανοούμενο που στα πολιτικά ζητήματα τοποθετείται ανοιχτά, τον αξιότερο διάδοχο του Θερβάντες όπως είχε αποφανθεί ο Κάρλος Φουέντες, αλλά κι έναν πιστό φίλο του Κάστρο, έναν δημιουργό της περιφέρειας που άφησε στίγμα οικουμενικό. «Ο κόσμος έχασε έναν από τους μεγαλύτερους οραματιστές συγγραφείς του», δήλωσε ο πρόεδρος Ομπάμα σε συλλυπητήριο μήνυμά του, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι το έργο του Μάρκες θα εμπνέει και τις επόμενες γενιές.
Γεννημένος το 1927 στην Αρακατάκα, μια μικρή πόλη της Κολομβίας προς τις ακτές της Καραϊβικής, ως το πρωτόκοκο από τα έντεκα παιδιά ενός τηλεγραφητή και μιας μορφωμένης κόρης συνταγματάρχη, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέρασε τα παιδικά του χρόνια κοντά στους παππούδες του από τη μητρική πλευρά, κι όπως αποδείχτηκε η συγκεκριμένη περίοδος υπήρξε ανεξάντλητη δεξαμενή έμπνευσης για τα γραπτά του. Οι ιστορίες που του αφηγούνταν ο παππούς του από τους κολομβιανούς εμφύλιους πολέμους του 19ου αιώνα με τις φανταστικές, όλο δεισιδαιμονίες, αλλά απολύτως πειστικές αφηγήσεις που αφουγκραζόταν από τις γυναίκες του σπιτιού και τη γιαγιά του, στάθηκαν καθοριστικές για το μετέπειτα έργο του.
Στα είκοσί του, ο Μάρκες σπουδάζει νομικά και πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Μπογκοτά, δυσανασχετώντας, καθώς σαφώς προτιμά τα διδάγματα που του προσφέρουν τα έργα του Κάφκα, του Φόκνερ, του Χέμινγουεϊ, της Βιρτζίνια Γουλφ. Τότε είναι που βλέπει δημοσιευμένο σ' εφημερίδα το πρώτο, γραμμένο υπό την επιρροή της «Μεταμόφρωσης» διήγημά του, την «Τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακομίζει στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών και ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα, συνεργαζόμενος έκτοτε με διάφορα έντυπα της Ευρώπης και της Αμερικής. Παραμερίζοντας εγκαίρως τις ποιητικές του φιλοδοξίες, αλλά κρατώντας διαρκώς την επαφή του με το ρεπορτάζ και την έρευνα, ο Μάρκες θα εμφανιστεί ως πεζογράφος το 1955 με τη νουβέλα «Τα νεκρά φύλλα», την οποία θα διαδεχτούν ακόμη μία νουβέλα, «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει», και το μυθιστόρημα «Κακιά ώρα», το 1961 και το 1962 αντίστοιχα.
Το μεγάλο μπαμ θα έρθει το 1967 με το «Εκατό χρόνια μοναξιά», η πρώτη έκδοση του οποίου τυπώνεται στην Αργεντινή: ένα μυθιστόρημα-ποταμός που εκτυλίσσεται στο επινοημένο χωριό Μακόντο, μια παραλλαγή της Αρακατάκα, και στο οποίο αποτυπώνονται οι περιπέτειες επτά γενεών μιας οικογένειας που πληρώνει βαριά το τίμημα μιας παλιάς αιμομιξίας. Ενα έργο όπου ο πιο γήινος ρεαλισμός παντρεύεται με την πιο οργιώδη φαντασία, ένα μυθικό σύμπαν παλλόμενο από ζωντάνια, χρώματα, αισθησιασμό αλλά διαποτισμένο ταυτόχρονα από βία και θάνατο, μια τοιχογραφία στην οποία αντικατοπτρίζονται η ιστορία, η κουλτούρα, η πολιτική πραγματικότητα και τα δεινά ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής. Αυτό, το τέταρτο στη σειρά μυθοπλαστικό έργο του Μάρκες, γνώρισε πάραυτα τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία (50 εκατ. αντίτυπα ώς τώρα!), μπολιάζοντας στη συνέχεια το έργο άφθονων δημιουργών, από την Ιζαμπέλ Αλιέντε ώς τον Σαλμάν Ρούσντι, και στρέφοντας το παγκόσμιο ενδιαφέρον στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνική παραγωγή. Χάρη σ' αυτό απέσπασε την ύψιστη λογοτεχνική τιμή το 1982 κι ο ίδιος, μολονότι το στάτους του σταρ που τον συνόδευε έκτοτε, θα προτιμούσε να το είχε αποφύγει...
Στην εργογραφία του Μάρκες συναντάμε επίσης το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φραντσέσκο Ρόσι, την «Απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρας και της άσπλαχνης γιαγιάς της» που επίσης μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Ρούι Γκουέρα με την Ειρήνη Παπά, το «Ερωτας στα χρόνια της χολέρας» που σκηνοθέτησε ο Μάικλ Νιούελ με πρωταγωνιστή τον Χαβιέ Μπαρδέμ, τη συλλογή διηγημάτων «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», τη βασισμένη σε αληθινά περιστατικά «Είδηση μιας απαγωγής», τον πρώτο τόμο -από τους τρεις που σχεδίαζε- της αυτοβιογραφίας του «Ζω για να τη διηγούμαι» που καλύπτει τα πρώτα 28 χρόνια της διαδρομής του, καθώς και τη νουβέλα «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του (2004). Τα περισσότερα από τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Λιβάνη» σε μετάφραση Κλαίτης-Σωτηριάδου, ενώ είναι διαθέσιμες στη γλώσσα μας και δυο βιογραφίες του, του Τζέραλντι Μάρτιν (εκδ. Μικρή Αρκτος) και του Ντάσο Σαλντιβάρ («Το ταξίδι στις πηγές»).
«Το μόνο πλεονέκτημα της φήμης μου», έλεγε ο Μάρκες, «είναι ότι μπορώ να τη χρησιμοποιήσω πολιτικά». Πράγματι, η παγκόσμια ακτινοβολία του τον κατέστησε διαμεσολαβητή ανάμεσα στην κυβέρνηση της Κολομβίας και τους αντάρτες, δυνάμωσε τις διαμαρτυρίες του για τις πολιτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική, πυροδότησε πρωτοβουλίες εκ μέρους του για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τον έφερε κοντά σε ηγέτες όπως ο Πάπας Ιωάννης Β', ο Μιτεράν ή ο Μπιλ Κλίντον, με τον τελευταίο να του επιτρέπει να ταξιδέψει στις ΗΠΑ όπου για πολλά χρόνια ο ίδιος ήταν ανεπιθύμητος. Κι όλα αυτά, χωρίς ποτέ από τη μεριά του να προδώσει τη φιλία και την εκτίμηση που έτρεφε από την εποχή της κουβανέζικης επανάστασης προς τον Φιντέλ Κάστρο, κι ας του κόστισε αυτή του η στάση τη ρετσινιά του «λακέ», από τον νεανικό του φίλο, ερωτικό του αντίζηλο για ένα φεγγάρι και διαρκώς διαφωνούντα πολιτικά μαζί του, τον Περουβιανό νομπελίστα Μάριο Βάργκας Λιόσα.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες άρχισε προς τα τέλη της δεκαετίας του '90, όταν προσβλήθηκε από καρκίνο στους λεμφαδένες αλλά σε πείσμα των ΜΜΕ που το 2000 τον παρουσίασαν νεκρό πριν την ώρα του, πέρασε, έστω και απομονωμένος από τον δημόσιο βίο, λίγα δημιουργικά χρόνια ακόμα μέχρι την επανεμφάνιση της αρρώστιας και τα προβλήματα γεροντικής άνοιας που ακολούθησαν. Ωστόσο, το ήξερε κι ο ίδιος, οι «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», αυτό το γλυκόπικρο παραμύθι όπου ένας 90χρονος άντρας, στερημένος από αγάπη, αποζημιώνεται στα στερνά του από έναν ανιδιοτελή έρωτα, θα' ταν και το τελευταίο του. Οπως είχε δηλώσει το 2005, «με την εμπειρία που έχω αποκτήσει, θα μπορούσα άνετα να γράψω ένα καινούργιο μυθιστόρημα, αλλά διαβάζοντάς το, ο κόσμος θα καταλάβαινε πως η καρδιά μου είναι αλλού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου