πηγή
Νίκος Βαραλής
ΠΑΡΑ ΘΙΝ ΑΛΟΣ
Κοίτα, είχα μια δεξαμενή
δέντρα πολλά και δίαιτα αρμόζουσα.
Και ήρθε ένα φεγγάρι πλεούμενο
και στις Μηλιές έτρωγε σύμφωνα.
Μιλούσα στην κιθάρα με άσπρο καθαρώτατο Ιονίου.
Κι ωφέλεια η υγρασία του Μαγιού,
πεζούλια λιονταρίσια, μες στον ύπνο.
Κατεβήκαμε μετά στο λιμάνι
κι είδα τους επιζώντες περιμένοντας
κι αργούσε να φανεί το πλοίο.
Κι άγγελος επάνω στους ιστούς
το καλοκαίρι φορτωμένο με κόμπους λεύκας
δίψαγε. Περπάταγε επάνω στα νερά..
Περίμενα μαζί τους την αυγή των ποντικών.
Ένας πατούσε λίρες στην όχθη του μεσημεριού,
ψιθύριζε εξισώσεις. Το βουνό περνούσε μέσα του
ανενόχλητο.
Άλλος με συμβουλές στους νεαρούς επυλίδες
για την πορεία του τσιμέντου, ως ανερχόμενη εσπέρα
μέσα στο φέγγος.
Και ο κύριος νομάρχης, αναμένοντας την άφιξη
των ποντοπόρων.
Την άλλη μέρα φύσηξε φλεβίτιδα και βάκιλους
ήρθε το πλοίο και ο άγγελος μαστίγωσε τα κύματα
κόκκινο χαλί στον κύριο νομάρχη.
Μου βγήκε ο Αρχίλοχος και εσάστισα
την παρατάω την ασπίδα. Θα ακουστώ.
Κι άλλη δεν έχει. Δεν έχει άλλη.
Μήτε και λεύκα, ούτε δεξαμενή,
ούτε και δρόμοι υγρασίας,
ούτε αναμονή του πρωινού
ούτε μπαζάρ χριστουγεννιάτικα της Κυριακής
με άρρωστες γούνες, ζωγραφισμένα μέτωπα.. ούτε….
Κοιμήθηκε μια μέρα, που στο ρόδι φύσαγε θάλασσα
πριν κοιμηθεί υπήρξε Οδυσσεύς, μια μέρα….
ΠΕΤΡΑΣ ΞΗΜΕΡΩΜΑ
Κοίτα αέρας κατεβαίνει από ρηχά
και μια μανόλια
κοίτα ανάσα παίρνει η πέτρα του καιρού
κι οι λωτοφάγοι
Μαρτυρώ ότι ήρθαμε σε αυτή την πέτρα ξημερώματα. Μας πήραν τα κύματα και προσευχόντουσαν όλη την νύκτα. Και πηδούσαν ωσμε το Σείριο και κατεβαίνανε μέχρι η ανάσα του να βρει γιούσουρι να κτυπήσει. Γυμνοί βγήκαμε . Και τα πόδια μας κομμένα από τα χαλίκια του βυθού και τα μαλλιά μας φρύγανα από την κάψα του ήλιου. Πηδήσαμε στο ακρογιάλι και κραυγάσαμε. Κανείς δεν άκουσε. Τα χρόνια πέρασαν και μείναμε εδώ να τρώμε ο ένας τη σάρκα του άλλου. Ο τελευταίος δοκίμασε λίγο την πέτρα και δεν την βρήκε νόστιμη. Φαγώθηκε κι αυτός από τα πουλιά μόνον εγώ απόμεινα τρώγοντας κάθε μέρα ένα μικρό χαλίκι ενώ το βράδυ κατάπινα φούχτες - φούχτες τη θάλασσα.
Ξεραίνει πυράκανθος
τα λόγια ξεραίνει , βυθός
στους μικρούς του ξερούς τους γιαλούς
ο βυθός ο ξερός ..
Αυτά είχα να πω.. α όχι
τώρα που το λιβάδι έγινε λέξη
έχω ένα σπίτι που θέλω
να σου δώσω, ένα σπίτι,
ένα μεγάλο σφουγγάρι.
Μες στις τρύπες κρύβει σελήνες
τη σιωπή, μια σελήνη, μια σιωπή
και νερό και νερά σιωπής
Ξημερώνει.
ΙΩΣ
Δείχνω το ξύλο.
Το καμένο ξύλο.
Δείχνω το κάρβουνο.
Το αηδόνι μ’ αφήνει.
Θα αφήσει το αηδόνι το ξύλο.
Το αηδόνι θα μοιράσει τη λύσσα
της άνοιξης ,στα ξύλα.
Και η λύσσα θα σωπάσει.
Θα μαζέψει φωνήεντα
του σκοτεινού κάβου.
Εδώ είναι γραμμένο
παπαρούνα.
Εδώ είναι ραμμένος φόβος
και παπαρούνα.
Μας παραμόνεψε.
Παραμονεύει το λοξό του καιρού
το ενάντιο.
Κι είχε ειπωθεί στο χόρτο.
Αν θα έρθει, θα είναι αυτός.
Θα πει στη θάλασσα «έλα».
Κι η πέτρα θα φύγει.
Θα νερώσει η πέτρα.
Θα πει: «Αυτός κι η πέτρα;»
Γιατί όχι η πέτρα;
Γλιστράει καμιά φορά φωνήεντα
και έχει η πληγή τον όχθο της κι αράζω.
Μου βγαίνει ένα ρεμπέτικο παλιό
Θα πάρω πίσω τον καιρό
Θα τον ζητήσω πίσω.
Γιατί δεν ξέρω από δρόμους
ξέρω πως έχουν το μερτικό τους.
Όπως το ξύλο το καμένο ξύλο.
Το δείχνω και το χέρι
πονάει πανσέληνο.
Φοβάται
ΠΡΩΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ
Περνάει η μέρα μ’ αχινούς κι ένα κλαυθμό
αυτό που ξέρουν να χτυπάν πάντα οι άλλοι
κι εσύ γυρνάς μέσα στης πόλης το ρυθμό
κι ζητιανεύεις τη ζωή που φεύγει πάλι.
Τρεις πάντα χτύποι στο ασπράδι των ματιών
λίγα τα λόγια τα μικρά που χουν σαλπάρει
κι ένα φεγγάρι καίει την άκρη των χειλιών
από τη ζωή που μες στα χέρια σου έχεις πάρει
Πετάω ταχύτητες στα μάτια φεγγαριού
να βρει η άνοιξη αιτία να τουμπάρει
βαστάω ελπίδες ριζωμένες του ζαριού
πως θάρθει η αυγή για να με πάρει.
Μυρίζει πάλι επαρχία και πονάω
που φεύγουν άδεια τα ποστάλια από καιρό
κι ένα ρολόι θάχω πάντα να μαδάω
να βρίσκω και το χρόνο μου φυρό.
Η ΣΙΩΠΗ…. Η ΤΕΛΕΙΑ..
Μες στο γκρι και κοιτάς .. τα νερά, κοίτα, παράθυρο
Λέξεις κοιτάς, γράμματα πέφτουν βρέχει στα σύμφωνα,
πεινάει ο δίφθογγος, πιο παλιός , άντρας κι αντέχει.
Να το σπάσω να βγει το αγαθό, το ερυθρό, το γλυκό
Θάρθει πάλι δημοσιά με τη τσάντα και το σύννεφο θάρθει
που κοιτώ και δεν έχω να πω, να μιλήσω.
Σταθμευμένος ο χρόνος και οι λέξεις πονούν
Έχω χρόνια να δω, έχω χρόνια πεινώντας να δω, να μιλήσω.
Και κορμάκι να βγω να καθίσω εδώ για να αρχίσω.
Πίσω μου φράκτης, το νερό στο αυλάκι, καλάμια.
Και πληρώνω σιγή , την τελεία.
Και το σήμερα πιο; Πάω μόνο, πηγαίνω
στην τελεία, στη σιωπή και ελπίζω
Πως πανιά θα φουσκώσουν, πανιά με φωνήεντα
θα φυσήξει ροδώνας με κοντά παντελόνια
Θα φουσκώσει η ώρα και ξυλάκια θα βγάλει ο ούριος
Με τι τρόπο; Όπως σπάζει η πέτρα κι όπως….
Ψέματα λέω λοιπόν. Φτιάχνω πάλι σταθμούς και πηγαίνω
Και είναι μέρες που κοιτάζω ορίζοντες. Aστους πάλι να ρθούν
Που δεν ήμουν, δεν είδα. Μην κοιτάς φύγε πάλι.
Και στον ύπνο που φεύγει θάρθει πάλι ξανά η σιωπή, η τελεία..
ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Κι έρχεται άμμος, μιλάω.. Πάρε το δόντι από το φως.
Πίσω οι βάρκες πολιορκούν το τρίμα του βουνού. Νυχτώνει.
Έρχεται Τροία απ’ τα παράθυρα
περνάει στο φως και καίει, σου μιλάω.
Ξέρω τη λάμψη. Το ξυράφι του χρόνου, πεινά.
Φύλαξε το γυμνό βιβλίο μέσα στα πόδια σου
Όταν προστρέχεις στη βροχή θλίβονται σύμφωνα
Κι έχει μια παγωνιά, περνάω..
Εδώ βρήκαμε το μάρμαρο σφαγμένο.
Έταζε ο τρελός κι η θάλασσα αίματα γέμουσα.
Διαταγή κι ύστερα μυαλά έβρεξε και δόντια
Μπήκε από το παράθυρο. Τόνοι πορφύρας.
Στα χέρια σου άρχοντα, οι ζωές μας.
Εδώ όμως τα μάτια του παιδιού περιτρέχουν το τοπίο, στέκονται στα σφιγμένα μάτια μας και αναζητούν το αύριο, μια κατάφαση, έστω ένα χάδι δυναμίτη. Ύστερα πλησιάζει ο καπνός, τα μάτια του παιδιού στο συρτάρι. Οι άρχοντες διασκεδάζουν με λογοπαίγνια στην τηλεόραση.
Πριν από δω, λοιπόν, ζωγραφισμένη στους τείχους ήταν
σπείρα παλιά, αυτός που είναι μακριά της εξουσίας.
να τον περιγελούν παίζοντας σκήπτρα,
παίζοντας ζάρια, τις ζωές, το χρόνο.
Και ήρθε μαύρος, λέγοντας: «τα θέλεις;»
Μόνο σιωπή κι ο ήχος της σιωπής και ο θόρυβος του τίποτα.
Πήγαινε πίσω, είπε απλά
Κι έφυγε πίσω, λέγοντας, «ορίστε ερείπια
η πολιτεία των συλλαβών μου, ορίστε αίμα.
Ορίστε δάκτυλα παιδιών να φτύνουν άμμο.
Και τα καρφιά εδώ, τα αγκάθια και το μαστίγιο εδώ.»
Εδώ όμως τα μάτια του παιδιού περιτρέχουν το τοπίο, στέκονται στα σφιγμένα μάτια μας και αναζητούν το αύριο, μια κατάφαση, έστω ένα χάδι δυναμίτη. Ύστερα πλησιάζει ο καπνός, τα μάτια του παιδιού στο συρτάρι. Οι άρχοντες διασκεδάζουν με λογοπαίγνια στην τηλεόραση.
Γύρισε ματωμένο το φεγγάρι.
Do you remember;
Κόκκινα χέρια, σίδερο,do you;
Ξέρω τη μύτη της βροχής, πεινάει λαιμούς ενίοτε και σβήνει
Τη μνήμη σβήνει, τα χλωρά σβήνει του ήλιου καλάμια.
πρόβατα, όμως, όχι… Χιλιάδες μάτια βρέχει απόψε ο ουρανός,
χιλιάδες χέρια, χιλιάδες αύριο σπασμένα, την αυγή την ώρα
που καίγεται ο σκορπιός.
Και εμείς τι; φωνάζοντας στη δημοσιά;
εμείς ο σκορπιός , ένα μακρύ ποτάμι
που δαγκώνει το χρόνο του.
Πήγαινε πίσω, του λέμε, απλά
σήμερα σπάζει ο Κρόνος την παγίδα του ουρανού
κι χύνονται μυαλά της μέλλουσας ανατολής και μια σιωπή…
μια σιωπή, …….
κι ένα τραγούδι
από παλιά
μέσα στη νύχτα…
νεκρών πεσόντων
νεκρών πεσόντων
ους εμάρψαμεν ποσίν,
χείλιοι φονηές
χείλιοι φονηές είμεν….
Εδώ όμως τα μάτια του παιδιού δεν περιτρέχουν πια το τοπίο. Ένας φοίνικας μένει μονάχα και γύρω του παγωμένη η άμμος, ξεσκεπάζει λευκασμένα κόκαλα.
Έλα να σου δείξω το κέντρο της καρδιάς. Πες μου τι βλέπεις;
The fear, the fear….
Ο ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΣ ΣΤΗΝ … ΙΩΛΚΟΥ
Μια πέτρα κομμένη σε δυο κυπαρίσσια
μια γέφυρα κι ένα ξερό ποτάμι που το φεγγάρι
κατρακυλούσε το χειμώνα, πριν βρει τα μάτια μας.
Πιο κάτω σίδερα, δυο πόρτες κι η αντλία που γυρνά
στα χέρια μας το ξεραμένο δρόμο, το λεπτό, το χρόνο
τη μικρή ματιά που τα έκανε διάφανα όλα.
Ήθελα να ήμουν πάρκο, να κάθονται πουλιά
το γέλιο να ξαπλώνει μες στα δόντια, καθώς γυρνάν τα βλέμματα
από την ίδια επανάληψη της μέρας.
Κι ύστερα φύλλο, μια νότα που κυλά από την καταιγίδα
να βρίσκει Απρίλιο και Μάη κι ένα λελέκι απ’ τα παλιά
που τάνυζαν ουράνια τόξα και μπαξέδες.
Κα να είχα ένα ψωμάδικο και να ζυμώνω αλφάβητα
στη λόγχη του αυριανού παιδιού, να ξενυχτάω.
Πινακωτή με σύννεφα, τον ήλιο, την ακτίδα
θα βρέξει εδώ, ασπρίζει εδώ, μιλάει εδώ, θυμάται..
Και πάνω τους, μια ρίζα λοιμική του άνεμου, θρυμματίζει
το μικρό του χέρι. Βρίσκει το φως..
Τροφή στο όνειρο. Και το νερό κι η ρόδα που γυρνά
στρέφει τον άξονα, στρέφουν τα χρόνια και γυρνάνε
Πιο πάνω το βουνό σκιά πριν ξημερώσει…
Ήταν καράβι, τα πήρε τα κουπιά αέρας, το δέρμα άνεμος
και όλοι πήγαν του χαμού
Τώρα επιζώντες Κυριακή στην παραλία
με τσίπουρο στην άκρη των ματιών
ώσπου φαίνεται καγχάζων εσαεί,ο Σκυλοδήμος…
ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Νίκος Βαραλής γεννήθηκε και κατοικεί στο Βόλο. Σπούδασε στην Ιταλία Σημειωτική και στην Ελλάδα Σκηνοθεσία Κινηματογράφου και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Εργάζεται επί σειρά ετών στο ραδιόφωνο ως δημοσιογράφος και είναι τώρα διευθυντής του ραδιοφώνου της Ι.Μ. Δημητριάδος. Εξέδωσε για πρώτη φορά το 1987
Εργα του
«Φυλακας και οι τρεις δοκιμές», Ενδυμίων εκδόσεις, Αθήνα, 1987
«Τρις επί τύμβου», Καστανιώτης, Αθήνα, 1995
«Μαξιμος … η ουδέποτε εκπίπτει» υπό έκδοση
Νίκος Βαραλής
ΠΟΙEIN: Ο Έστω-Τόπος για την ποίηση
Η
Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης «poiein.gr» είναι μια ιστοσελίδα για
ποιήματα, ποιητές και ποίηση (ίσως...) από όλο τον κόσμο και για όλο τον
κόσμο...(περισσότερα)
Νίκος Βαραλής, Παρά θιν αλός (επτά Ποιήματα)
ΟΚΤ 16
Κατηγορία: Ακαδημία Ποιείν, καταχώρηση από: Σωτήρης ΠαστάκαςΠΑΡΑ ΘΙΝ ΑΛΟΣ
Κοίτα, είχα μια δεξαμενή
δέντρα πολλά και δίαιτα αρμόζουσα.
Και ήρθε ένα φεγγάρι πλεούμενο
και στις Μηλιές έτρωγε σύμφωνα.
Μιλούσα στην κιθάρα με άσπρο καθαρώτατο Ιονίου.
Κι ωφέλεια η υγρασία του Μαγιού,
πεζούλια λιονταρίσια, μες στον ύπνο.
Κατεβήκαμε μετά στο λιμάνι
κι είδα τους επιζώντες περιμένοντας
κι αργούσε να φανεί το πλοίο.
Κι άγγελος επάνω στους ιστούς
το καλοκαίρι φορτωμένο με κόμπους λεύκας
δίψαγε. Περπάταγε επάνω στα νερά..
Περίμενα μαζί τους την αυγή των ποντικών.
Ένας πατούσε λίρες στην όχθη του μεσημεριού,
ψιθύριζε εξισώσεις. Το βουνό περνούσε μέσα του
ανενόχλητο.
Άλλος με συμβουλές στους νεαρούς επυλίδες
για την πορεία του τσιμέντου, ως ανερχόμενη εσπέρα
μέσα στο φέγγος.
Και ο κύριος νομάρχης, αναμένοντας την άφιξη
των ποντοπόρων.
Την άλλη μέρα φύσηξε φλεβίτιδα και βάκιλους
ήρθε το πλοίο και ο άγγελος μαστίγωσε τα κύματα
κόκκινο χαλί στον κύριο νομάρχη.
Μου βγήκε ο Αρχίλοχος και εσάστισα
την παρατάω την ασπίδα. Θα ακουστώ.
Κι άλλη δεν έχει. Δεν έχει άλλη.
Μήτε και λεύκα, ούτε δεξαμενή,
ούτε και δρόμοι υγρασίας,
ούτε αναμονή του πρωινού
ούτε μπαζάρ χριστουγεννιάτικα της Κυριακής
με άρρωστες γούνες, ζωγραφισμένα μέτωπα.. ούτε….
Κοιμήθηκε μια μέρα, που στο ρόδι φύσαγε θάλασσα
πριν κοιμηθεί υπήρξε Οδυσσεύς, μια μέρα….
ΠΕΤΡΑΣ ΞΗΜΕΡΩΜΑ
Κοίτα αέρας κατεβαίνει από ρηχά
και μια μανόλια
κοίτα ανάσα παίρνει η πέτρα του καιρού
κι οι λωτοφάγοι
Μαρτυρώ ότι ήρθαμε σε αυτή την πέτρα ξημερώματα. Μας πήραν τα κύματα και προσευχόντουσαν όλη την νύκτα. Και πηδούσαν ωσμε το Σείριο και κατεβαίνανε μέχρι η ανάσα του να βρει γιούσουρι να κτυπήσει. Γυμνοί βγήκαμε . Και τα πόδια μας κομμένα από τα χαλίκια του βυθού και τα μαλλιά μας φρύγανα από την κάψα του ήλιου. Πηδήσαμε στο ακρογιάλι και κραυγάσαμε. Κανείς δεν άκουσε. Τα χρόνια πέρασαν και μείναμε εδώ να τρώμε ο ένας τη σάρκα του άλλου. Ο τελευταίος δοκίμασε λίγο την πέτρα και δεν την βρήκε νόστιμη. Φαγώθηκε κι αυτός από τα πουλιά μόνον εγώ απόμεινα τρώγοντας κάθε μέρα ένα μικρό χαλίκι ενώ το βράδυ κατάπινα φούχτες - φούχτες τη θάλασσα.
Ξεραίνει πυράκανθος
τα λόγια ξεραίνει , βυθός
στους μικρούς του ξερούς τους γιαλούς
ο βυθός ο ξερός ..
Αυτά είχα να πω.. α όχι
τώρα που το λιβάδι έγινε λέξη
έχω ένα σπίτι που θέλω
να σου δώσω, ένα σπίτι,
ένα μεγάλο σφουγγάρι.
Μες στις τρύπες κρύβει σελήνες
τη σιωπή, μια σελήνη, μια σιωπή
και νερό και νερά σιωπής
Ξημερώνει.
ΙΩΣ
Δείχνω το ξύλο.
Το καμένο ξύλο.
Δείχνω το κάρβουνο.
Το αηδόνι μ’ αφήνει.
Θα αφήσει το αηδόνι το ξύλο.
Το αηδόνι θα μοιράσει τη λύσσα
της άνοιξης ,στα ξύλα.
Και η λύσσα θα σωπάσει.
Θα μαζέψει φωνήεντα
του σκοτεινού κάβου.
Εδώ είναι γραμμένο
παπαρούνα.
Εδώ είναι ραμμένος φόβος
και παπαρούνα.
Μας παραμόνεψε.
Παραμονεύει το λοξό του καιρού
το ενάντιο.
Κι είχε ειπωθεί στο χόρτο.
Αν θα έρθει, θα είναι αυτός.
Θα πει στη θάλασσα «έλα».
Κι η πέτρα θα φύγει.
Θα νερώσει η πέτρα.
Θα πει: «Αυτός κι η πέτρα;»
Γιατί όχι η πέτρα;
Γλιστράει καμιά φορά φωνήεντα
και έχει η πληγή τον όχθο της κι αράζω.
Μου βγαίνει ένα ρεμπέτικο παλιό
Θα πάρω πίσω τον καιρό
Θα τον ζητήσω πίσω.
Γιατί δεν ξέρω από δρόμους
ξέρω πως έχουν το μερτικό τους.
Όπως το ξύλο το καμένο ξύλο.
Το δείχνω και το χέρι
πονάει πανσέληνο.
Φοβάται
ΠΡΩΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ
Περνάει η μέρα μ’ αχινούς κι ένα κλαυθμό
αυτό που ξέρουν να χτυπάν πάντα οι άλλοι
κι εσύ γυρνάς μέσα στης πόλης το ρυθμό
κι ζητιανεύεις τη ζωή που φεύγει πάλι.
Τρεις πάντα χτύποι στο ασπράδι των ματιών
λίγα τα λόγια τα μικρά που χουν σαλπάρει
κι ένα φεγγάρι καίει την άκρη των χειλιών
από τη ζωή που μες στα χέρια σου έχεις πάρει
Πετάω ταχύτητες στα μάτια φεγγαριού
να βρει η άνοιξη αιτία να τουμπάρει
βαστάω ελπίδες ριζωμένες του ζαριού
πως θάρθει η αυγή για να με πάρει.
Μυρίζει πάλι επαρχία και πονάω
που φεύγουν άδεια τα ποστάλια από καιρό
κι ένα ρολόι θάχω πάντα να μαδάω
να βρίσκω και το χρόνο μου φυρό.
Η ΣΙΩΠΗ…. Η ΤΕΛΕΙΑ..
Μες στο γκρι και κοιτάς .. τα νερά, κοίτα, παράθυρο
Λέξεις κοιτάς, γράμματα πέφτουν βρέχει στα σύμφωνα,
πεινάει ο δίφθογγος, πιο παλιός , άντρας κι αντέχει.
Να το σπάσω να βγει το αγαθό, το ερυθρό, το γλυκό
Θάρθει πάλι δημοσιά με τη τσάντα και το σύννεφο θάρθει
που κοιτώ και δεν έχω να πω, να μιλήσω.
Σταθμευμένος ο χρόνος και οι λέξεις πονούν
Έχω χρόνια να δω, έχω χρόνια πεινώντας να δω, να μιλήσω.
Και κορμάκι να βγω να καθίσω εδώ για να αρχίσω.
Πίσω μου φράκτης, το νερό στο αυλάκι, καλάμια.
Και πληρώνω σιγή , την τελεία.
Και το σήμερα πιο; Πάω μόνο, πηγαίνω
στην τελεία, στη σιωπή και ελπίζω
Πως πανιά θα φουσκώσουν, πανιά με φωνήεντα
θα φυσήξει ροδώνας με κοντά παντελόνια
Θα φουσκώσει η ώρα και ξυλάκια θα βγάλει ο ούριος
Με τι τρόπο; Όπως σπάζει η πέτρα κι όπως….
Ψέματα λέω λοιπόν. Φτιάχνω πάλι σταθμούς και πηγαίνω
Και είναι μέρες που κοιτάζω ορίζοντες. Aστους πάλι να ρθούν
Που δεν ήμουν, δεν είδα. Μην κοιτάς φύγε πάλι.
Και στον ύπνο που φεύγει θάρθει πάλι ξανά η σιωπή, η τελεία..
ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Κι έρχεται άμμος, μιλάω.. Πάρε το δόντι από το φως.
Πίσω οι βάρκες πολιορκούν το τρίμα του βουνού. Νυχτώνει.
Έρχεται Τροία απ’ τα παράθυρα
περνάει στο φως και καίει, σου μιλάω.
Ξέρω τη λάμψη. Το ξυράφι του χρόνου, πεινά.
Φύλαξε το γυμνό βιβλίο μέσα στα πόδια σου
Όταν προστρέχεις στη βροχή θλίβονται σύμφωνα
Κι έχει μια παγωνιά, περνάω..
Εδώ βρήκαμε το μάρμαρο σφαγμένο.
Έταζε ο τρελός κι η θάλασσα αίματα γέμουσα.
Διαταγή κι ύστερα μυαλά έβρεξε και δόντια
Μπήκε από το παράθυρο. Τόνοι πορφύρας.
Στα χέρια σου άρχοντα, οι ζωές μας.
Εδώ όμως τα μάτια του παιδιού περιτρέχουν το τοπίο, στέκονται στα σφιγμένα μάτια μας και αναζητούν το αύριο, μια κατάφαση, έστω ένα χάδι δυναμίτη. Ύστερα πλησιάζει ο καπνός, τα μάτια του παιδιού στο συρτάρι. Οι άρχοντες διασκεδάζουν με λογοπαίγνια στην τηλεόραση.
Πριν από δω, λοιπόν, ζωγραφισμένη στους τείχους ήταν
σπείρα παλιά, αυτός που είναι μακριά της εξουσίας.
να τον περιγελούν παίζοντας σκήπτρα,
παίζοντας ζάρια, τις ζωές, το χρόνο.
Και ήρθε μαύρος, λέγοντας: «τα θέλεις;»
Μόνο σιωπή κι ο ήχος της σιωπής και ο θόρυβος του τίποτα.
Πήγαινε πίσω, είπε απλά
Κι έφυγε πίσω, λέγοντας, «ορίστε ερείπια
η πολιτεία των συλλαβών μου, ορίστε αίμα.
Ορίστε δάκτυλα παιδιών να φτύνουν άμμο.
Και τα καρφιά εδώ, τα αγκάθια και το μαστίγιο εδώ.»
Εδώ όμως τα μάτια του παιδιού περιτρέχουν το τοπίο, στέκονται στα σφιγμένα μάτια μας και αναζητούν το αύριο, μια κατάφαση, έστω ένα χάδι δυναμίτη. Ύστερα πλησιάζει ο καπνός, τα μάτια του παιδιού στο συρτάρι. Οι άρχοντες διασκεδάζουν με λογοπαίγνια στην τηλεόραση.
Γύρισε ματωμένο το φεγγάρι.
Do you remember;
Κόκκινα χέρια, σίδερο,do you;
Ξέρω τη μύτη της βροχής, πεινάει λαιμούς ενίοτε και σβήνει
Τη μνήμη σβήνει, τα χλωρά σβήνει του ήλιου καλάμια.
πρόβατα, όμως, όχι… Χιλιάδες μάτια βρέχει απόψε ο ουρανός,
χιλιάδες χέρια, χιλιάδες αύριο σπασμένα, την αυγή την ώρα
που καίγεται ο σκορπιός.
Και εμείς τι; φωνάζοντας στη δημοσιά;
εμείς ο σκορπιός , ένα μακρύ ποτάμι
που δαγκώνει το χρόνο του.
Πήγαινε πίσω, του λέμε, απλά
σήμερα σπάζει ο Κρόνος την παγίδα του ουρανού
κι χύνονται μυαλά της μέλλουσας ανατολής και μια σιωπή…
μια σιωπή, …….
κι ένα τραγούδι
από παλιά
μέσα στη νύχτα…
νεκρών πεσόντων
νεκρών πεσόντων
ους εμάρψαμεν ποσίν,
χείλιοι φονηές
χείλιοι φονηές είμεν….
Εδώ όμως τα μάτια του παιδιού δεν περιτρέχουν πια το τοπίο. Ένας φοίνικας μένει μονάχα και γύρω του παγωμένη η άμμος, ξεσκεπάζει λευκασμένα κόκαλα.
Έλα να σου δείξω το κέντρο της καρδιάς. Πες μου τι βλέπεις;
The fear, the fear….
Ο ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΣ ΣΤΗΝ … ΙΩΛΚΟΥ
Μια πέτρα κομμένη σε δυο κυπαρίσσια
μια γέφυρα κι ένα ξερό ποτάμι που το φεγγάρι
κατρακυλούσε το χειμώνα, πριν βρει τα μάτια μας.
Πιο κάτω σίδερα, δυο πόρτες κι η αντλία που γυρνά
στα χέρια μας το ξεραμένο δρόμο, το λεπτό, το χρόνο
τη μικρή ματιά που τα έκανε διάφανα όλα.
Ήθελα να ήμουν πάρκο, να κάθονται πουλιά
το γέλιο να ξαπλώνει μες στα δόντια, καθώς γυρνάν τα βλέμματα
από την ίδια επανάληψη της μέρας.
Κι ύστερα φύλλο, μια νότα που κυλά από την καταιγίδα
να βρίσκει Απρίλιο και Μάη κι ένα λελέκι απ’ τα παλιά
που τάνυζαν ουράνια τόξα και μπαξέδες.
Κα να είχα ένα ψωμάδικο και να ζυμώνω αλφάβητα
στη λόγχη του αυριανού παιδιού, να ξενυχτάω.
Πινακωτή με σύννεφα, τον ήλιο, την ακτίδα
θα βρέξει εδώ, ασπρίζει εδώ, μιλάει εδώ, θυμάται..
Και πάνω τους, μια ρίζα λοιμική του άνεμου, θρυμματίζει
το μικρό του χέρι. Βρίσκει το φως..
Τροφή στο όνειρο. Και το νερό κι η ρόδα που γυρνά
στρέφει τον άξονα, στρέφουν τα χρόνια και γυρνάνε
Πιο πάνω το βουνό σκιά πριν ξημερώσει…
Ήταν καράβι, τα πήρε τα κουπιά αέρας, το δέρμα άνεμος
και όλοι πήγαν του χαμού
Τώρα επιζώντες Κυριακή στην παραλία
με τσίπουρο στην άκρη των ματιών
ώσπου φαίνεται καγχάζων εσαεί,ο Σκυλοδήμος…
ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Νίκος Βαραλής γεννήθηκε και κατοικεί στο Βόλο. Σπούδασε στην Ιταλία Σημειωτική και στην Ελλάδα Σκηνοθεσία Κινηματογράφου και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Εργάζεται επί σειρά ετών στο ραδιόφωνο ως δημοσιογράφος και είναι τώρα διευθυντής του ραδιοφώνου της Ι.Μ. Δημητριάδος. Εξέδωσε για πρώτη φορά το 1987
Εργα του
«Φυλακας και οι τρεις δοκιμές», Ενδυμίων εκδόσεις, Αθήνα, 1987
«Τρις επί τύμβου», Καστανιώτης, Αθήνα, 1995
«Μαξιμος … η ουδέποτε εκπίπτει» υπό έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου